Subject | English | Greek |
commun. | A operator | τηλεφωνητής A |
med., unions. | acceptable operator exposure level | αποδεκτός βαθμός έκθεσης του χρήστη |
med., unions. | acceptable operator exposure level | αποδεκτό επίπεδο έκθεσης του χρήστη |
lab.law. | accounting machine operator | χειριστής λογιστικών μηχανών |
comp., MS | addition operator | τελεστής πρόσθεσης (The + character, used to indicate addition or a positive number) |
commun., IT | administrative operator position | θέση διοικητικού χειριστή |
IT, dat.proc. | AFTER operator | τελεστής ελέγχου σειράς ταξινόμησης |
IT | aggregate operator | σύνθετος τελεστής |
IT | aggregate operator | συλλογικός τελεστής |
lab.law., agric. | agricultural machinery operator | οδηγός και χειριστής γεωργικών μηχανημάτων |
transp., avia. | air operator | εκμεταλλευόμενος |
transp., avia. | air operator | αεροπορική εταιρεία |
transp., avia. | air operator | εταιρεία αερομεταφορών |
transp., avia. | air operator | αερομεταφορέας |
transp., avia. | air operator certificate | πιστοποιητικό αερομεταφορέα |
transp., avia. | Air Operator Certification | Πιστοποιητικό αερομεταφορέα |
transp., avia. | aircraft operator | αερομεταφορέας |
transp., avia. | aircraft operator | επιχείρηση εκμετάλλευσης αεροσκάφους |
transp., avia., environ. | aircraft operator holding account | λογαριασμός αποθέματος φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών |
transp., avia. | airport operator | φορέας διαχείρισης |
transp., avia. | airport operator | φορέας διαχείρισης του αερολιμένα |
insur. | airport owners'and operators'insurance | αστική ευθύνη αεροδρομίων |
commun. | alternative operator services | υπηρεσίες εναλλακτικού φορέα εκμετάλλευσης |
IT, el. | amateur radio operator | ραδιοερασιτέχνης |
relig., IT | AND operator | τελεστής ΚΑΙ |
med. | annual doses to the operators | ετήσιες δόσεις στο προσωπικό λειτουργίας |
el. | answering time of operator | απαντητικός χρόνος τηλεφωνητρίας |
gen. | approved economic operator | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας |
IT, dat.proc. | arithmetic operator | αριθμητικός τελεστής |
IT, dat.proc. | arithmetical operator | αριθμητικός τελεστής |
transp. | asdic operator | χειριστής ηχοβολιστικού |
transp. | asdic operator | ανθυποβρυχιακός χειριστής |
commun. | assistance operator | χειρίστρια συμπαράστασης |
gen. | authorised economic operator for customs simplifications | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας τελωνειακών απλουστεύσεων |
gen. | authorised economic operator for customs simplifications | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας για τις τελωνειακές απλουστεύσεις |
gen. | authorised economic operator for security and safety | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας για την ασφάλεια και την προστασία |
gen. | authorised economic operator for security and safety | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας ασφάλειας και προστασίας |
comp., MS | Backup Operators group | ομάδα αντιγράφων ασφαλείας (A type of local or global group that contains the user rights you need to back up and restore files and folders. Members of the Backup Operators group can back up and restore files and folders regardless of ownership, permissions, encryption, or auditing settings) |
fin. | bear operator | κερδοσκόπος |
fin. | bear operator | κερδοσκόπος που προβλέπει πτώση τιμών |
fin. | bear operator | υποτιμητής |
lab.law. | bending machine operator | χειριστής μηχανής καμπυλώσεως λευκοσιδήρου |
IT, dat.proc. | block operator | τελεστής περιοχής |
lab.law. | boiler operator | θερμαστής ατμολεβήτων |
lab.law. | bookbinding machine operator | βιβλιοδέτης με μηχανή |
commun., IT | booking operator | χειρίστρια κρατήσεων |
comp., MS | Boolean operator | δυαδικός τελεστής (An operator designed to work with Boolean values. The four most common Boolean operators in programming use are AND (logical conjunction), OR (logical inclusion), XOR (exclusive OR), and NOT (logical negation)) |
lab.law. | boring machine operator | χειριστής φρεζοδράπανου |
lab.law. | boring machine setter-operator | χειριστής-ρυθμιστής φρεζοδράπανου |
IT, dat.proc. | bracket operator | τελεστής λογικών πράξεων των σε παρένθεση δεδομένων |
lab.law. | bucket conveyor operator | χειριστής μεταφορικού κάδου |
med. | bull operator | επενδυτής που προσδοκά άνοδο τιμών στο χρηματιστήριο |
med. | bull operator | κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών |
med. | bull operator | πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών |
commun. | cable network operator | επιχείρηση καλωδιακών μεταδόσεων |
commun. | cable operator | φορέας καλωδιακής τηλεόρασης |
commun., tech. | cable TV network operator | φορείς εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης |
lab.law. | calender operator | χειριστής καλάντρας ελαστικού |
lab.law. | calender operator | χειριστής καλάντρας χαρτοποιΐας |
commun., IT | call data entered by operator | δεδομένα κλήσης εισαγόμενα από τηλεφωνήτριες |
el. | call operator signal | σήμα κλήσης τηλεφωνήτριας |
commun., IT | center operator | χειριστής κέντρου |
commun., IT | center operator | κεντρικός χειριστής |
lab.law. | chain making machine operator | κατασκευαστής καδένων κοσμηματοποιΐας |
forestr. | chain saw operator | χειριστής αλυσοπρίονου |
coal., met. | charging car operator | πληρωτής βαγονίων πληρώσεως |
coal., met. | charging car operator | οδηγός βαγονίων |
gen. | Chief computer operator | Προϊστάμενος χειριστής |
commun. | chief operator | προΜσταμένη τηλεφωνήτρια |
lab.law. | chief/senior plant operator | χειριστής χημικών εγκαταστάσεων και συσκευών |
lab.law. | cigarette making machine operator | χειριστής μηχανής κατασκευής σιγαρέτων |
hobby | cinema operator | επιχειρηματίας κινηματογραφικής αίθουσας |
tech., law, el. | closed distribution system operator | διαχειριστής κλειστού συστήματος διανομής |
commun. | code 11 operator | τηλεφωνήτρια κώδικα 11 |
commun., IT | coding desk operator | κωδικοποιητής |
gen. | cognitive model of the operator | γνωστικό μοντέλο του χειριστή |
lab.law. | coiler operator | χειριστής ανέμης |
IT, dat.proc. | column-totalling operator | τελεστής άθροισης των τιμών στήλης |
fin. | commodity pool operator | διαχειριστής συγκέντρωσης εμπορευμάτων |
IT | comparison operator | τελεστής σύγκρισης |
IT | complementary operator | Συμπληρωματικός τελεστής |
min.prod. | compliance culture operator | επιχειρηματίας συμμορφούμενος προς τα διεθνή πρότυπα |
IT | computer assisted tele-operator | διάταξη τηλεχειρισμού βοηθούμενη από υπολογιστή |
lab.law. | computer operator | χειριστής υπολογιστού |
lab.law. | computer operator | χειριστής ηλεκτρονικών υπολογιστών |
gov. | conference room operators and clerks | χειριστές εγκαταστάσεων και υπάλληλοι αίθουσας συνεδριάσεων |
tech., law, el. | connecting closed distribution system operator | συνδετικός διαχειριστής κλειστού συστήματος διανομής |
tech., law, el. | connecting distribution system operator | συνδετικός διαχειριστής συστήματος διανομής |
commun., IT | connecting operator | χειρίστρια σύνδεσης |
commun., IT | connecting operator | τηλεφωνήτρια σύνδεσης |
IT | console operator | Χειριστής αναλογίου χειρισμού |
lab.law., industr. | construction plant operator | μηχανοδηγός οδοποιΐας και χωματουργικών εργασιών |
lab.law. | continuous casting machine operator | χειριστής χυτευτικής μηχανής |
met. | continuous casting operator | χειριστής συνεχούς χύτευσης |
lab.law. | continuous cleaning plant operator | χειριστής γραμμής οξέων |
lab.law. | continuous cut-up line operator | χειριστής γραμμής κοπής χαλυβδοφύλλων |
lab.law. | continuous/batch plant operator | χειριστής συσκευών χημικής κατεργασίας |
lab.law. | control room operator | χειριστής του κέντρου ελέγχου |
commun. | controlling operator | τηλεφωνήτρια εποπτείας |
law | Convention on the liability of operators of nuclear ships, and Additional Protocol, signed at Brussels on 25 May 1962 | Σύμβαση σχετικά με την ευθύνη των φορέων εκμεταλλεύσεως πυρηνικών πλοίων και πρόσθετο πρωτόκολλο,που υπογράφτηκαν στις Βρυξέλλες στις 25 Μαΐου 1962 |
lab.law. | conveyor operator | χειριστής κινουμένης ταινίας μεταφοράς αντικειμένων |
lab.law. | cork cutting/shapping machine operator | κατασκευαστής ειδών από φελλό |
lab.law. | covering machine operator | χειριστής μηχανής μονώσεως ηλεκτρικών συρμάτων |
lab.law., industr. | crane operator | μηχανοδηγός γερανών και άλλων ανυψωτικών μηχανημάτων |
arts. | cultural operator | πολιτιστικός φορέας |
commun. | customer-oriented operator | φορέας εκμετάλλευσης προσανατολισμένος προς τον πελάτη |
fin., polit. | customs operator | εκτελωνιστής; τελωνειακός πράκτορας |
commer., fin., polit. | customs simplification authorised economic operator | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας για τις τελωνειακές απλουστεύσεις |
gen. | customs simplification authorised economic operator | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας τελωνειακών απλουστεύσεων |
lab.law. | data processing equipment operator | χειριστής διατρήσεως καρτελλών |
IT, dat.proc. | date operator | τελεστής ημερομηνίας |
comp., MS | decrement operator | τελεστής μείωσης (An operator that subtracts 1 from its operand depending on the position of the operator) |
transp., avia. | dedicated System Panel Operator | ορισμένος χειριστής πίνακα συστημάτων |
commun. | delay operator | χειρίστρια ετεροχρονισμένης κίνησης |
IT | diagnostic operator's console | διαγνωστικό χειριστήριο |
IT, dat.proc. | DIFFERENT-FROM operator | τελεστής ΔΙΑΦΟΡΟΣ ΤΟΥ |
commun., IT | to distribute calls to operator positions | διανέμω κλήσεις στις τηλεφωνήτριες |
environ., energ.ind. | distribution system operator | διαχειριστής συστήματος διανομής |
IT, dat.proc. | division operator | τελεστής διαίρεσης |
coal., met. | door-extractor operator | εργάτης ανυψώσεως θύρας |
met. | double cordon gas welding with one operator | διπλοσυγκόλληση αερίου με ένα συγκολλητή |
met. | double cordon gas welding with two operators | διπλοσυγκόλληση με δύο συγκολλητές |
lab.law. | drilling machine operator | χειριστής δραπάνου μετάλλου |
life.sc., lab.law. | drilling machine setter-operator | χειριστής δραπάνου |
IT, dat.proc. | EARLIER-THAN operator | τελεστής ΠΡΟΤΕΡΟΣ ΤΟΥ |
econ., commer. | economic operator | οικονομικοί παράγοντες |
econ., commer. | economic operator | οικονομικοί φορείς |
law, fin. | economic operator | οικονομικός φορέας |
econ., industr. | economic operators | οικονομικοί φορείς |
lab.law., met. | electric arc welding machine operator | χειριστής μηχανής ηλεκτροσυγκολλήσεων |
lab.law. | electric cable sheathing equipment operator | χειριστής μηχανής μονώσεως ηλεκτρικών αγωγών |
energ.ind., el. | electricity transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
IT, dat.proc. | EQUAL-TO operator | τελεστής ΙΣΟΝ ΜΕ |
IT, dat.proc. | equivalence operator | τελεστής ισοδυναμίας |
energ.ind. | European Network of Transmission System Operators | Ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς |
el. | European Network of Transmission System Operators for Electricity | Ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | European Network of Transmission System Operators for Gas | Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου |
energ.ind. | European Transmission System Operators | Ευρωπαϊκοί Φορείς Εκμετάλλευσης των Συστημάτων Μεταφοράς |
IT, dat.proc. | exclusive-OR operator | τελεστής "αποκλειστικό Ή" |
IT, dat.proc. | exponential operator | εκθετικός τελεστής |
lab.law. | extruding machine operator | χειριστής μηχανής εξελάσεως πλαστικών |
lab.law. | extruding machine operator | χειριστής πρέσσας ελαστικού |
agric. | farm operator | εκμεταλλευτής |
agric. | farm operator | εκμεταλλευτής αγροκτήματος |
agric. | farm operator | αρχηγός γεωργικής εκμεταλλεύσεως |
agric. | farm operator | καλλιεργητής αγροκτήματος |
transp., polit. | Federation of European Private Port Operators | ομοσπονδία ιδιωτικών φορέων εκμετάλλευσης ευρωπαϊκών λιμένων |
transp., polit. | Federation of Private Port Operators | ομοσπονδία ιδιωτικών φορέων εκμετάλλευσης ευρωπαϊκών λιμένων |
lab.law. | filmsetter keyboard operator | χειριστής φωτοτυπικής μηχανής |
agric. | fire co-operator | εθελοντής δασοπυροσβέστης |
gen. | First Field Operator | επικεφαλής χειριστής λειτουργίας |
lab.law. | fleshing machine operator | χειριστής μηχανής καθαρισμού δερμάτων |
IT, dat.proc. | formula operator | τελεστής τύπου |
forestr. | forwarder operator | χειριστής μηχανήματος μετατόπισης ξυλείας |
commun., IT | full access to operator | πλήρης προσπέλαση στην τηλεφωνήτρια |
lab.law., met. | furnace operator | τήκτης |
energ.ind. | gas transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
commun. | gateway operator | φορέας εκμετάλλευσης "πύλης" |
lab.law. | glass blowing machine operator | χειριστής σχηματοδοτικής μηχανής |
IT, dat.proc. | GREATER-THAN operator | τελεστής ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟ |
lab.law. | grinding machine operator | ρεκτιφιέχειριστής ρεκτιφιέ |
lab.law. | grinding machine operator | χειριστής μηχανής αποφλοιώσεως σπόρων |
lab.law. | grinding machine setter-operator | ρεκτιφιέ |
gen. | group of economic operators | κοινοπραξία οικονομικών φορέων |
fin., hobby | Group of National Travel Agents and Tour Operators Associations within the EEC | Σύνδεσμος εθνικών ενώσεων ταξιδιωτικών γραφείων και διοργανωτών ταξιδίων της ΕΟΚ |
IT | GSM PLMN operator | φορέας εκμετάλλευσης GSM PLMN |
IT | handling operator | χειριστής αποθηκεύσεως |
forestr. | harvester operator | χειριστής μηχανήματος συγκομιδής |
lab.law. | heat treatment operator | κλιβανιστής κλιβάνου ανωπτήσεως |
commun. | home operator | οικείος φορέας εκμετάλλευσης |
commun. | home operator identity | ταυτότητα του οικείου φορέα εκμετάλλευσης |
lab.law. | human operator | χειριστής |
IT | human operator | ανθρώπινος χειριστής |
IT, dat.proc. | IDENTICAL-TO operator | τελεστής ΟΜΟΙΟΣ ΜΕ |
IT, dat.proc. | inclusive-OR operator | τελεστής Ή |
comp., MS | increment operator | τελεστής προσαύξησης (An operator that increases an integer typically by 1) |
commun., econ. | incumbent operator | κατεστημένος φορέας εκμετάλλευσης |
commun. | information operator | τηλεφωνήτρια για πληροφορίες |
transp. | inter-operator agreement | συμφωνία μεταξύ μεταφορέων |
comp., MS | join operator | τελεστής συνδέσμου (A comparison operator in a join condition that determines how the two sides of the condition are evaluated and which rows are returned) |
IT, lab.law. | key-punch operator | χειριστής διατρητικών μηχανών |
lab.law. | kiln operator | χειριστής κλιβάνου κεραμουργίας |
comp., MS | lambda operator | τελεστής λάμδα (The C => operator that is used to separate the parameters and the body of a lambda expression) |
environ. | landfill operator | φορέας λειτουργίας |
coal., met. | larry-car operator | οδηγός βαγονίων |
coal., met. | larry-car operator | πληρωτής βαγονίων πληρώσεως |
lab.law. | lathe operator | τορναδόρος μετάλλου |
lab.law. | laying up machine operator | εργάτης παραγωγής ηλεκτρικών καλωδίων |
law | legal certainty for operators | ασφάλεια δικαίου των οικονομικών παραγόντων |
IT, dat.proc. | LESS-THAN operator | τελεστής ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠΟ |
commun. | licensed operator | εγκεκριμένος φορέας λειτουργίας |
lab.law. | linotype operator | λινοτύπης |
lab.law. | lithographic/offset machine operator | χειριστής OFFSET |
energ.ind. | LNG system operator | διαχειριστής συστήματος ΥΦΑ |
lab.law. | loader operator | χειριστής φορτωτού υπογείων στοών |
agric. | local operator | συλλογικός φορέας |
comp., MS | logical operator | λογικός τελεστής (The and/or operator used when constructing a rule) |
lab.law. | macaroni making equipment operator | τεχνίτης ζυμαρικών |
lab.law. | machine operator | χειριστής μηχανής κατασκευής ειδών από χαρτόνι |
lab.law. | machine operator | χειριστής μηχανών επεξεργασίας σιτηρών |
lab.law. | machine operator | χειριστής μηχανής επεξεργασίας τροφίμων και ποτών |
forestr. | machine operator | χειριστής μηχανήματος |
IT, dat.proc. | macro operator | τελεστής μακροεντολής |
commun. | mail handled by intermediary operator | ταχυδρομείο που διεκπεραιώθηκε από ενδιάμεσο φορέα εκμετάλλευσης |
commun. | mail posted by a private operator | ταχυδρομικό υλικό που έχει ταχυδρομηθεί από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης |
commun., IT | main network operator | κύριος χειριστής δικτύου |
environ. | market operator | διαχειριστής αγοράς |
fin. | market operator | φορέας εκμετάλλευσης αγοράς |
lab.law. | mattress spring coiling machine operator | κατασκευαστής μεταλλικών ελατηρίων |
lab.law. | measuring machine operator | χειριστής μηχανής μετρήσεως δερμάτων |
transp., avia. | Member State operator | Εκμεταλλευόμενος κράτους μέλους |
lab.law. | metal cutting machine operator | χειριστής κοπτικής μηχανής μετάλλου |
lab.law. | milling machine operator | φρεζαδόρος μετάλλου |
lab.law. | milling machine setter-operator | φρεζαδόρος |
lab.law. | mineral crushing plant operator | χειριστής σπαστήρος |
comp., MS | mobile operator | πάροχος κινητής τηλεφωνίας (A company that provides telephone and other communications services to consumers) |
commun. | mobile operator | φορέας εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας |
comp., MS | mobile operator | υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας (A company that provides telephone and other communications services to consumers) |
commun., transp., avia. | Mode S operator | φορέας διαχείρισης του τρόπου λειτουργίας S |
lab.law. | monotype keyboard operator | μονοτύπης |
met. | multi-operator constant potential welding generator | γεννήτρια συγκόλλησης σταθερού δυναμικού για πολλαπλούς χρήστες |
met., el. | multi-operator transformer welding set | συσκευή ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με μετασχηματιστή πολλαπλών λήψεων για εξυπηρέτηση πολλών συγκολλητών |
met., el. | multi-operator welding set with separate regulators | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με χωριστά ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσοτέρων συγκολλητών |
met., el. | multi-operator welding transformer | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου,χωρίς ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσότερων συγκολλητών |
met., el. | multi-operator welding transformer with regulators all in one casing | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με ενσωματωμένα ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσοτέρων συγκολλητών |
met., el. | multi-operator welding transformer with separate chokes | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με χωριστά ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσοτέρων συγκολλητών |
met., el. | multi-operator welding transformer with separate regulators | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με χωριστά ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσοτέρων συγκολλητών |
met., el. | multi-operators welding transformers with chokes all in one casing | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με ενσωματωμένα ρυθμιστικά όργανα,με πολλαπλές λήψεις για εξυπηρέτηση περισσοτέρων συγκολλητών |
transp. | multimodal transport operator | φορέας μεταφορών με πολλαπλά μέσα |
transp. | multimodal transport operator | φορέας πολυτροπικών μεταφορών |
transp. | multimodal transport operator | μεταφορέας πολλαπλών μεταφορών |
met. | multiple-operator welding generator | γεννήτρια συγκόλλησης σταθερού δυναμικού για πολλαπλούς χρήστες |
commun. | multiple system operator | τηλεφωνήτρια πολλαπλών συστημάτων |
IT, dat.proc. | multiplication operator | τελεστής πολλαπλασιασμού |
transp., nautic. | nationality of the maritime transport operator | εθνικότητα του θαλάσσιου μεταφορέα |
IT, dat.proc. | negation operator | τελεστής άρνησης |
commun. | network operator | υπεύθυνος δικτύου |
commun. | network operator | φορέας λειτουργίας δικτύου |
commun., IT | network operator | Αρχή εκμετάλλευσης δικτύου |
commun. | network operator | φορέας εκμετάλλευσης δικτύου |
commun., IT | network operator position | θέση τηλεφωνήτριας δικτύου |
stat., commun., IT | network operators | φορείς λειτουργίας δικτύου |
commun. | network operators | φορείς εκμετάλλευσης δικτύου' φορείς λειτουργίας δικτύου |
stat., commun., IT | network operators | φορείς εκμετάλλευσης δικτύου |
el. | no operator available | μη διαθεσιμότητα χειριστή |
IT, dat.proc. | non-disjunctive operator | τελεστής "ΟΧΙ-Ή" |
IT, dat.proc. | NOT operator | τελεστής άρνησης |
commer. | notified operator | κοινοποιημένος φορέας |
IT, dat.proc. | NOT-OR operator | τελεστής "ΟΧΙ-Ή" |
nucl.phys. | nuclear operator | φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικών εγκαταστάσεων |
commun., IT | number of operators | αριθμός χειριστριών |
commun., IT | number of operators | αριθμός τηλεφωνητριών |
lab.law. | numerically controlled machine tool operator | ρυθμιστής,χειριστής εργαλειομηχανών ψηφιακής κυβερνήσεως |
transp. | occupation of road haulage operator | επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων |
transp. | occupation of road passenger transport operator | επάγγελμα οδικού μεταφορέα επιβατών |
lab.law. | office machine operator | χειριστής μηχανών γραφείου |
agric. | official register of professional operators | μητρώο |
agric. | operator area | τάφρος εργασίας |
commun., transp., environ. | operator assistance | βοήθεια χειριστή |
commun. | operator assisted calls | κλήσεις με βοήθεια τηλεφωνητή |
commun. | operator-assisted paging service | υπηρεσία τηλεειδοποίησης με τη μεσολάβηση τηλεφωνικού κέντρου |
commun., IT | operator-assisted services | υπηρεσίες με τηλεφωνήτριες |
gen. | operator behaviour under stress | συμπεριφορά του χειριστή υπό συνθήκες άγχους |
commun., IT | operator call cancel | αναίρεση κλήσης από την τηλεφωνήτρια |
el. | operator call-in signal | σήμα κλήσης τηλεφωνήτριας |
commun., IT | operator center | κέντρο χειριστριών |
commun., IT | operator centre | κέντρο χειριστριών |
IT, el. | operator certification | πιστοποιήση τηλεφωνήτριας |
commun. | operator code | κωδικός φορέα εκμετ5άλλευσης |
commun., IT | operator control | χειροκίνητη εκμετάλλευση |
commun., IT | operator control | χειροκίνητη λειτουργία |
tech., mater.sc. | operator control | έλεγχος από το χειριστή |
IT | operator control panel | πίνακας χειριστή |
IT, lab.law. | operator-controlled computer dialogue | διάλογος ελεγχόμενος από τον χειριστή |
commun. | operator distance dialing | ημιαυτόματη υπεραστική επιλογή |
commun. | operator distance dialling | ημιαυτόματη υπεραστική επιλογή |
health. | operator enclosure | ηχομονωμένος θάλαμος |
commun., IT | operator extension | εσωτερικό τηλέφωνο-τηλεφωνήτρια |
commun. | operator extension | εσωτερικό τηλέφωνο - τηλεφωνήτρια' εσωτερικό τηλέφωνο σε ρόλο τηλεφωνήτριας |
commun. | operator extension | εσωτερικό τηλέφωνο σε ρόλο τηλεφωνήτριας |
med. | operator gene | γονίδιο χειριστής |
med. | operator gene | γονίδιο-χειριστής |
med. | operator gene | χειριστής |
commun., IT | operator hold | συγκράτηση κλήσης από την τηλεφωνήτρια |
commun., transp., environ. | operator holding a certificate | πτυχιούχος χειριστής |
commun., transp., environ. | operator holding a certificate | διπλωματούχος χειριστής |
ecol. | operator holding account | λογαριασμός αποθέματος φορέων εκμετάλλευσης |
IT, dat.proc. | operator ID | αναγνώριση τελεστή |
commun. | operator identity | ταυτότητα φορέα εκμετάλλευσης |
IT, dat.proc. | operator indicator | ενδείκτες χειρισμού |
IT | operator-indicator light | φωτεινή ένδειξη χειριστή |
med. | operator locus | περιοχή χειριστή |
med. | operator locus | γονίδιο χειριστής |
med. | operator locus | χειριστής |
commun. | operator network | δίκτυο του φορέα εκμετάλλευσης |
IT | operator of a data bank | χειριστής τράπεζας δεδομένων |
IT | operator of a databank | χειριστής τράπεζας δεδομένων |
commun. | operator of a means of communication | χειριστής τεχνικής επικοινωνιών |
econ. | operator of a means of communication | φορέας μέσου επικοινωνίας |
life.sc., coal. | operator of a mining field | ο εκμεταλλευτής ορυχείου |
life.sc., coal. | operator of a mining field | μεταλλειοκτήτης |
gen. | operator of installation | υπευθυνος της εγκατάστασης |
IT | operator of man-made systems | χειριστής ανθρωπογενών συστημάτων |
agric. | operator organisation | οργάνωση φορέων |
comp., MS | operator overloading | υπερφόρτωση τελεστή (The assignment of more than one function to a particular operator, with the implication that the operation performed will vary depending on the data type (operands) involved. Some languages, such as Ada and C++, specifically allow for operator overloading) |
IT, tech. | operator part | τμήμα πράξης |
agric. | operator pit | τάφρος εργασίας |
commun., el. | operator position | θέση τηλεφωνήτριας |
IT | operator position number-receiver | αριθμός-δέκτης θέσης χειρίστριας |
commun., IT | operator positions | τηλεφωνητριακές θέσεις |
IT | operator precedence | προτεραιότητα τελεστή |
IT | operator precedence | προτεραιότητα |
comp., MS | operator procedure | διαδικασία τελεστή (A series of Visual Basic statements that define the behavior of a standard operator (such as *, <> or And) on a class or structure you have defined. This is also called operator overloading) |
commun. | operator's certificate | πιστοποιητικό χειριστή |
commun. | operator's certificate | πτυχίο χειριστή |
commun. | operator's certificate | δίπλωμα χειριστή |
commun., IT | operator's console | τηλεφωνικός μεταλλάκτης |
commun., IT | operator's console | μεταλλακτική θέση τηλεφωνήτριας |
gen. | operator's control panel | χειριστήριο |
commun., IT | operator's dial | επιλογικός δίσκος τηλεφωνήτριας |
commun. | operator's general certificate | γενικό πτυχίο χειριστή |
commun., el. | operator's headset amplifier | ενισχυτής κεφαλοφώνου χειριστή |
life.sc. | operator's local representative | τοπικός εκπρόσωπος εκμεταλλευομένου |
econ. | operator's net profit | καθαρό κέρδος φορέα εκμετάλλευσης |
forestr. | operator's panel | πίνακας χειρισμού |
commun., el. | operator's position | θέση τηλεφωνήτριας |
commun. | operator's restricted certificate | περιορισμένο πτυχίο χειριστή |
forestr. | operator's seating | κάθισμα χειριστή |
commun. | operator's special certificate | ειδικό πτυχίο χειριστή |
commun., IT | operator's telephone set | συσκευή τηλεφωνήτριας |
commun. | operator's telephone set | τηλεφωνική συσκευή τηλεφωνήτριας |
commun. | operator's telephone set | συσκευή χειριστού |
med. | operator sequence | αλληλουχία χειριστή |
commun. | operator service call | κλήση υπηρεσίας τηλεφωνήτριας |
commun. | operator service provider | παροχέας υπηρεσιών τηλεφωνήτριας |
med. | operator services | υπηρεσία μέσω τηλεφωνήτριας |
fin., commun. | operator services cost | κόστος υπηρεσιών φορέα εκμετάλλευσης |
med. | operator site | θέση χειριστή |
IT | operator switched | μεταγωγή μέσω τηλεφωνήτριας |
commun., el. | operator system | σύστημα χειριστή |
commun., el. | operator system | σύστημα εξυπηρέτησης κίνησης |
commun., el. | operator temporarily unavailable | χειριστής προσωρινά μη διαθέσιμος |
commun., IT | operator terminal | τερματικό χειριστή |
commun., IT | operator terminal | τερματικό χειρισμού |
hobby, transp., mil., grnd.forc. | operators of cable-cars, chair-lifts an other such mechanical units | φορείς εκμεταλλεύσεως τελεφερίκ και αναβατήρων |
agric. | operators' organisation | οργάνωση φορέων |
IT | optional for operators to implement for their aim | προαιρετικό για τους φορείς εκμετάλλευσης για επίτευξη σκοπών τους |
relig., IT, construct. | OR operator | τελεστής OR |
coal., met. | oven-top operators | χειρισμός του καλύμματος της καμίνου |
lab.law. | pantograph engraving machine operator | χαράκτης με παντογράφο |
lab.law. | paper and paperboard making machine operator | χειριστής χαρτοποιητικής μηχανής |
lab.law. | paper cutting machine operator | χειριστής χαρτοκοπτικής μηχανής |
IT, dat.proc. | parentheses operator | τελεστής λογικών πράξεων των σε παρένθεση δεδομένων |
fin. | payment systems operator | φορέας εκμετάλλευσης συστήματος πληρωμών |
commun. | to per-operator | δρω κατ' αίτηση |
lab.law. | photographic printing machine operator | υπεύθυνος εμφανίσεως φωτογραφιών |
lab.law. | photographic processing machine operator | εμφανιστής φωτογραφιών |
lab.law. | pig casting machine operator | χειριστής χυτευτικής μηχανής |
lab.law. | planing/shaping machine operator | χειριστής πλάνης μετάλλου |
agric. | planned co-operator | εθελοντής δασοπυροσβέστης |
lab.law. | plant operator | υπεύθυνος παραγωγικής διαδικασίας |
lab.law. | plastics foam machine operator | παρασκευαστής πλαστικής μάζας |
lab.law. | plate levelling machine operator | χειριστής πλάνης μετάλλου |
lab.law. | pleating machine operator | χειριστής διπλωτικής μηχανής υφασμάτων |
lab.law. | pneumatic drill operator | χειριστής κομπρεσέρ |
lab.law. | pneumatic drill operator | χειριστής αεροσυμπιεστή |
IT | polishing operator | στιλβωτής |
commun. | postal operator | φορέας εκμετάλλευσης των ταχυδρομικών υπηρεσιών |
gen. | Postal Operator | ταχυδρομικός φορέας εκμετάλλευσης |
commun. | postal services operator | φορέας εκμετάλλευσης των ταχυδρομικών υπηρεσιών |
gen. | postfix operators | επόμενοι τελεστές |
forestr. | power saw operator | χειριστής αλυσοπρίονου |
lab.law., met. | press bending machine operator | χειριστής πρέσσας μετάλλου |
lab.law., industr. | press moulding machine operator | χειριστής μηχανής χυτεύσεως ελαστικού |
lab.law., industr. | press/vacuum moulding machine operator | χειριστής μηχανής σχηματοποιήσεως πλαστικών |
commun., IT | primary operator position | πρωτεύουσα θέση τηλεφωνήτριας |
gen. | principal economic operator | κύριος οικονομικός φορέας |
commun. | private service operator | ιδιωτικός παροχέας υπηρεσιών |
commun. | private service operators | ιδιωτικός παροχέας υπηρεσιών |
lab.law. | process camera operator | φωτοχαράκτης κλισέ |
agric. | professional operator | επαγγελματίας |
commun. | provision of operator assistance | παροχή βοήθειας από το κέντρο |
IT | public network operator | φορέας εκμετάλλευσης δημόσιου δικτύου |
commun. | public network operator | φορέας εκμετάλλευσης δημοσίου δικτύου |
gen. | public network operator | φορέας οργανισμός εκμετάλλευσης δημόσιου δικτύου |
gen. | public postal operator | δημόσιος ταχυδρομικός φορέας |
commun. | public telecommunication operator | φορέας εκμετάλλευσης λειτουργίας δημόσιων τηλεπικοινωνιών |
IT | public telecommunication operator | οργανισμός λειτουργίας δημοσίων τηλεπικοινωνιών |
IT | public telecommunication operator | οργανισμός εκμετάλλευσης δημοσίων τηλεπικοινωνιών |
commun. | Public Telecommunications Operator | φορείς εκμετάλλευσης δημοσίων συστημάτων τηλεπικοινωνιών |
commun. | public telecoms operator | φορείς εκμετάλλευσης δημοσίων συστημάτων τηλεπικοινωνιών |
commun. | public telephone operator | φορείς εκμετάλλευσης δημοσίων συστημάτων τηλεπικοινωνιών |
lab.law. | punching press operator | σημειωτής με μηχανή |
commun. | qualified operator | κατάλληλος φορέας |
transp., nautic. | radio operator | χειριστής ασυρμάτου |
gen. | radio operator | αξιωματικός ασυρμάτου; χειριστής ασυρμάτου |
commun. | radiocommunication operator | χειριστής ραδιοεπικοινωνιών |
transp. | radiotelegraph operator | χειριστής ασυρμάτου |
commun. | radiotelegraph operator | ραδιοτηλεγραφητής |
commun. | radiotelephone operator | ραδιοτηλεφωνητής |
commun. | radiotelephone operator | χειριστής ραδιοτηλεφωνίας |
min.prod. | radiotelephone operator | χειριστής ραδιοτηλεφώνου |
IT, dat.proc. | range operator | τελεστής περιοχής |
chem. | recovery operator | παρασκευαστής ανακτημένης ουσίας |
chem. | recovery operator | φορέας ανάκτησης |
chem. | recovery operator | εγκατάσταση που πραγματοποιεί την ανάκτηση |
polit., loc.name., fin. | regional and local economic operators | περιφερειακοί και τοπικοί οικονομικοί παράγοντες |
agric. | register of professional operators | μητρώο |
commun., IT | remote connection of operator position | απομακρυσμένη σύνδεση τηλεφωνήτριας |
commun. | reserved service operator | φορέας παροχής προστατευόμενης υπηρεσίας |
commun. | reserved service operator | φορέας εκμετάλλευσης προστατευόμενης υπηρεσίας |
IT, dat.proc. | restriction operator | τελεστής περιορισμού |
transp. | retarder operator | χειριστής πέδης γραμμής |
lab.law. | rheo operator | χειριστής μηχανής διαχωρισμού άνθρακος |
IT, dat.proc. | row-totalling operator | τελεστής άθροισης τιμών γραμμής |
health., lab.law., environ. | safety precautions for operators | προληπτικά μέτρα ασφάλειας για τους χρήστες |
commun., tech. | satellite operator | φορέας του δορυφόρου |
lab.law. | saw operator | χειριστής πριονιού |
commun., IT | secondary operator position | δευτερεύουσα θέση τηλεφωνήτριας |
commer., fin., polit. | security and safety authorised economic operator | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας ασφάλειας και προστασίας |
gen. | security and safety authorised economic operator | εγκεκριμένος οικονομικός φορέας για την ασφάλεια και την προστασία |
IT, dat.proc. | selection operator | τελεστής επιλογής |
law | self-regulation by operators | αυτοσυμμόρφωση |
law | self-regulation by operators | αυτορρύθμιση |
gen. | senior operator | ανώτερος χειριστής |
comp., MS | Server Operators group | ομάδα χειριστών διακομιστή (A group whose members can manage all domain controllers in a single domain. This group does not exist on workstations, stand-alone servers, or member servers. Administrative tasks that can be performed by members of this group include logging on locally, creating and deleting network shared resources, starting and stopping services, backing up and restoring files, formatting the hard disk of the computer, and shutting down the computer) |
lab.law. | setter-operator | χειριστής πλάνης μετάλλου |
lab.law. | shears operator | χειριστής ψαλιδίου |
lab.law. | sheet metal working machine operator | χειριστής μεταλλουργικών μηχανών |
transp., nautic. | ship's operator | χειριστής σταθμού πλοίου |
econ., transp., nautic. | ship's operator | εφοπλιστής |
lab.law. | sieve operator | κοσκινιστής |
lab.law. | sieve operator | κοσκινιστής σπόρων |
met. | single operator transformer welding sets | συστοιχία μετασχηματισμών συγκόλλησης από τρεις και πλέον μονοφασικούς μετασχηματιστές |
met., el. | single operator welding transformer | μετασχηματιστής ηλεκτροσυγκολλήσεως τόξου με χαρακτηριστική σταθερής εντάσεως |
environ. | site operator | διαχειριστής του χώρου |
commun., IT | skilled operator | ειδικευμένος χειριστής |
commer., energ.ind. | small distributor, small distribution system operator and small retail energy sales company | μικροδιανομέας, μικρός διαχειριστής συστημάτων διανομής και μικροεταιρεία λιανικής πώλησης |
social.sc., arts. | sociocultural operator | κοινωνικοπολιτιστικός φορέας |
commun. | space segment operator | φορέας εκμετάλλευσης διαστημικού τμήματος |
transp., el. | spacecraft operator | οργανισμός εκμετάλλευσης διαστημοπλοίων |
lab.law. | spark erosion machine operator | χειριστής ηλεκτροδιαβρωτικών μηχανών |
commun., IT | spatial operator | επικάλυψη |
commun., IT | spatial operator | συνάρτηση επιβάρυνσης |
commun., IT | spatial operator | τοπικός τελεστής |
commun. | special service operator | χειρίστρια ειδικής υπηρεσίας |
lab.law. | splitting machine operator | σχίστης δερμάτων με μηχανή |
industr., construct., chem. | spout operator | Xειριστής χύτευσης / M.Διαμαντέ |
commun., IT | stand alone operator system | αυτοδύναμο σύστημα χειριστριών |
comp., MS | standard query operator | τυπικός τελεστής ερωτήματος (A method that constitutes a query pattern and that is implemented by a LINQ provider for a specific domain. Standard query operators are defined in the System.Linq.Enumerable class) |
commun., IT | standardised operator position | τυποποιημένη θέση τηλεφωνήτριας |
commun., IT | standardised operator position | καθιερωμένη θέση τηλεφωνήτριας |
IT, dat.proc. | statistical operator | στατιστικός τελεστής |
energ.ind. | storage system operator | διαχειριστής συστήματος αποθήκευσης |
IT, dat.proc. | string operator | τελεστής στοιχειοσειράς |
IT, dat.proc. | subtraction operator | τελεστής αφαίρεσης |
commun. | switchboard operator | τηλεφωνητής |
commun. | switchboard operator | τηλεφωνήτρια |
commun., el. | switchboard operator position | θέση τηλεφωνήτριας |
el. | system operator | φορέας διαχείρισης δικτύου' διαχειριστής δικτύου |
commun. | technical operator | τεχνικός χειριστής |
commun. | technical operator | τεχνικός υπεύθυνος |
IT | tele-operator to work in nuclear environments | διάταξη τηλεχειρισμού προορισμένη για πυρηνικό περιβάλλον |
gen. | tele-operator to work in waste depositories | διάταξη τηλεχειρισμού προορισμένη για χώρους απόθεσης αποβλήτων |
commun. | telecommunication operator | φορέας εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών |
commun. | telecommunication operator | οργανισμόςεπιχείρησητηλεπικοινωνιών |
commun. | telecommunications operator | χειριστής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών |
commun. | telecommunications operator | φορέας τηλεπικοινωνιών |
gen. | telecommunications operators in the United Kingdom are formed under private law | οι φορείς των τηλεπικοινωνιών στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου |
gen. | telephone operator | τηλεφωνητής |
lab.law. | teleprinter operator | χειριστής τηλετύπων |
transp., nautic. | terminal operator | φορέας εκμετάλλευσης τερματικού σταθμού |
commun., IT | terminals to long distance operator | ακροδέκτες στην υπεραστική τηλεφωνήτρια |
energ.ind., nucl.phys. | the plant operators | οι ασκούντες την εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως |
commun. | third party operator | τρίτοι φορείς εκμετάλλευσης |
lab.law. | tobacco cutting machine operator | χειριστής κοπτικής μηχανής καπνού |
hobby | tour operator | διοργανωτής ταξιδίων |
hobby | tour operator | διοργανωτής περιηγήσεων |
account. | tour operator services | υπηρεσίες οργανωμένων ταξιδιών |
commun. | traffic operator position | θέση εξυπηρέτησης κίνησης |
ed. | training operators | φορείς της κατάρτισης |
energ.ind. | transmission system operator | φορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
energ.ind., el. | transmission system operator | διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
law, transp. | transport vehicle operator's licence | δίπλωμα οδηγού |
law, transp. | transport vehicle operator's licence | άδεια οδήγησης |
chem., el. | travelling crane operator | οδηγός κυλιόμενης γερανογέφυρας |
lab.law. | tufting machine operator | χειριστής μηχανής ταπητουργίας |
el. | twinning arrangement between operators | αδελφοποίηση μεταξύ επιχειρήσεων |
met. | two operator welding | συγκόλληση με δυο συγκολλητές |
comp., MS | unary operator | μονομελής τελεστής (An operator that takes only one operand, for example, the increment (++) operator) |
lab.law. | verifier operator | επαληθευτής διατρητικών καρτών |
commun. | visually handicapped operator console | μεταλλακτική θέση τυφλού τηλεφωνητή |
IT | visually handicapped operator console | μεταλλακτική τυφλού τηλεφωνητή |
social.sc., commun. | visually handicapped operator console | μεταλλακτική θέση τυφλού τηλεφωνητή |
IT | welding operator | σύστημα συγκολλήσεως |
met. | welding operator | χειριστής αυτομάτου μηχανής συγκολλήσεως |
met. | welding operator | συγκολλητής |
transp. | wireless operator | ασυρματιστής |
lab.law. | woodworking machine operator | χειριστής ξυλουργικών μηχανών |
energ.ind., polit. | World Association of Nuclear Operators | Παγκόσμια ομοσπονδία φορέων εκμετάλλευσης πυρηνικών αντιδραστήρων |