Subject | English | Greek |
fin. | acquisition of operating funds | απόκτηση κεφαλαίων κινήσεως |
commun. | actual operating conditions | πραγματικές συνθήκες εκμετάλλευσης |
commun. | Administrations and Recognised Private Operating Agencies | δημόσιες διοικήσεις και αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις |
commun., IT | advance preparation operating | προετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο και στην είσοδο |
life.sc. | advanced atmospheric sensor operating in the millimetre wavebands AMAS | προηγμένος ατμοσφαιρικός ανιχνευτής στην περιοχή μήκους κύματος της τάξεως χιλιοστού |
commun., transp., avia. | aircraft operating agency | αερομεταφορέας |
transp., mech.eng. | allowable engine operating time | επιτρεπόμενο όριο λειτουργίας κινητήρα |
earth.sc. | ambient operating temperature | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας |
IT, el. | amplifier quiescent operating point | σημείο ηρεμίας ενισχυτή |
fin. | annual fund operating expenses | ετήσια έξοδα διαχείρισης αμοιβαίου κεφαλαίου |
commun. | automatic detection of data signaling rate,code and operating characteristics | αυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών |
commun. | automatic detection of data signalling rate,code and operating characteristics | αυτόματη ανίχνευση του ρυθμού δεδομένων,του κώδικα και των λειτουργικών χαρακτηριστικών |
commun. | average operating time | μέσος χρόνος λειτουργίας |
econ., fin. | banking operating charge | βάρη τραπεζικής εκμετάλλευσης |
econ., fin. | banking operating income | αποτέλεσμα τραπεζικής εκμετάλλευσης |
IT | basic operating system | βασικό λειτουργικό σύστημα |
gen. | brittle-fracture-oriented operating diagram | λειτουργικό διάγραμμα περιλαμβάνον τις περιπτώσεις διαμπερούς θραύσεως |
IT | calculating machine operating with cards | μηχανή υπολογισμού με κάρτες |
commun. | cellular operating system | κυψελοειδές λειτουργικό σύστημα |
el. | centre operating frequency | λειτουργική συχνότητα κέντρου |
law | Chief Operating Officer | Διοικητικός Γενικός Διευθυντής |
commun., IT | client-server operating system | λειτουργικό σύστημα πελάτη-εξυπηρετητή |
earth.sc., el. | closing in the operating position | ενεργοποιημένος κλειστός |
gen. | co-operating criminals | συvεργαζόμεvoι εγκληματίες |
commun., IT | co-operating user agent | συνεργαζόμενος πράκτορας χρήστη |
IT | concurrent operating control | Σύνδρομος λειτουργικός έλεγχος |
el. | continuous operating conditions | συνθήκες μονίμου λειτουργίας |
el. | continuous operating conditions | μόνιμος κατάστασις |
el. | continuous operating temperature | θερμοκρασία συνεχούς λειτουργίας |
el., construct. | conventional operating current | συμβατικό ρεύμα λειτουργίας |
met. | conventional operating welding conditions | συμβατικές συνθήκες συγκόλλησης |
mech.eng. | core operating limit supervisory system | σύστημα επιτηρήσεως οριακών τιμών λειτουργίας του πυρήνα |
tech. | core operating limit supervisory system | σύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα |
astronaut., transp. | critical operating conditions | Κρίσιμες συνθήκες πτητικής λειτουργίας |
industr., construct. | crosswise operating machine | μηχανή εγκάρσιας συναρμογής |
met. | cutting machine operating with a toothless metal friction disc | μηχανή κοπής με μεταλλικούς δίσκους τριβής |
met. | cutting machine operating with abrasive discs | μηχανή κοπής με λειαντικούς δίσκους τριβής |
earth.sc. | deep ocean operating system | λειτουργικό σύστημα για μεγάλα βάθη |
mech.eng. | defective operating | ελαττωματική λειτουργία |
commun., IT | delay operating | καθυστερημένη λειτουργία |
earth.sc. | design operating surface temperature | επιφανειακή θερμοκρασία λειτουργίας θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό |
gen. | direct operating functions | διαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως |
interntl.trade. | Directive 2004/17/EC coordinating the procurement procedures of entities operating in the water, energy, transport and postal services sectors | Οδηγία 2004/17/EK περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών |
econ. | disaggregation of the operating surplus | διάσπαση του λειτουργικού πλεονάσματος |
IT, dat.proc. | disc operating system | λειτουργικό σύστημα δίσκου |
IT, el. | disk operating system | λειτουργικό σύστημα δίσκου |
IT | disk-operating system | λειτουργικό σύστημα δίσκου |
IT, el. | Disk Operating System | λειτουργικό σύστημα δίσκου |
transp. | drill for the operating of the doors | άσκηση λειτουργίας των θυρών |
econ. | ECSC operating budget | επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ |
fin. | ECSC's operating budget | επιχειρησιακός προϋπολογισμός της ΕΚΑΧ |
transp., construct. | electrical operating gear | ηλεκτρικός εξοπλισμός |
transp., construct. | electrical operating machinery | ηλεκτρικός εξοπλισμός |
law | enterprise operating competitively | επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού |
IT, el. | equipment operating lifetime | διάρκεια ζωής εξοπλισμού |
gen. | EU Air Deployable Operating Base | αεροπορική αναπτύξιμη επιχειρησιακή βάση της ΕΕ |
account. | exceptional and extraordinary operating profits | έκτακτα και κατ'εξαίρεση λειτουργικά έσοδα |
IT | exchange kernel operating system | λειτουργικό σύστημα πυρήνα ανταλλαγής |
el. | expected operating conditions | συνθήκες λειτουργίας |
el. | failure to operate | αστοχία λειτουργίας |
el. | failure to operate | διαλείπουσα λειτουργία |
el. | failure to operate | αποτυχία λειτουργίας |
environ. | fairly high X-radiation dose rates at normal operating voltages | Αρκετά υψηλοί ρυθμοί δόσης ακτίνων Χ σε κανονικές τάσεις λειτουργίας. |
fin. | financial intermediary operating on a non-profit-making basis | μη κερδοσκοπικός χρηματοοικονομικός ενδιάμεσος Οργανισμός |
fin. | financial intermediary operating on a non-profit-making basis | μη κερδοσκοπικός ενδιάμεσος χρηματοδοτικός φορέας |
transp., avia. | fixed installation for the purpose of operating air services | μόνιμη εγκατάσταση με σκοπό την εκμετάλλευση αεροπορικών γραμμών |
astronaut., transp. | flap operating range | εύρος πτητικής λειτουργίας με χρήση πτερυγίων καμπυλότητας |
law | franchise operating manual | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
commun., transp. | free-flow operating speed | λειτουργική ταχύτητα ελεύθερης ροής |
gen. | full operating capability | πλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα |
tech., mater.sc. | full operating time | χρόνος πλήρους λειτουργίας |
el. | general operating test | γενική δοκιμή λειτουργίας |
tech., law | General requirements for bodies operating product certification systems | Γενικές απαιτήσεις για φορείς που λειτουργούν ως συστήματα πιστοποίησης προϊόντων |
transp., el. | grid operating | διασύνδεση δικτύων διανομής |
market. | gross operating loss or profit | ακαθάριστo απoτέλεσμα εκμετάλλευσης |
econ., fin. | gross operating margin | λειτουργικό ακαθάριστο περιθώριο |
econ., fin. | gross operating result | ακαθάριστο αποτέλεσμα χρήσης |
econ. | gross operating surplus of the economy | ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα της οικονομίας |
econ. | gross operating surplus of the economy | ακαθάριστο διαχειριστικό πλεόνασμα της οικονομίας |
IT | GUARDIAN 90 operating system | λειτουργικό σύστημα GUARDIAN 90 |
transp., avia. | helicopter emergency medical service operating base | επιχειρησιακή βάση ιατρικής υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης ελικοπτέρων |
transp., avia. | helicopter emergency medical service operating base | βάση επιχειρήσεων ελικοπτέρων επείγουσας ιατρικής βοήθειας |
transp., avia. | HEMS operating base | επιχειρησιακή βάση ιατρικής υπηρεσίας έκτακτης ανάγκης ελικοπτέρων |
transp., avia. | HEMS operating base | βάση επιχειρήσεων ελικοπτέρων επείγουσας ιατρικής βοήθειας |
gen. | initial operating capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
ed., IT | intelligent operating system | λειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης |
fin. | interest and amortisation payments are covered out of operating profits | η εξυπηρέτηση τόκων και αποσβέσεως του κεφαλαίου εξασφαλίζεται από τα κέρδη εκμεταλλεύσεως |
fin. | larger overlap of operating time | μεγαλύτερη επικάλυψη στις ώρες λειτουργίας |
fin. | larger overlap of operating time | μεγαλύτερη αλληλοεπικάλυψη ωραρίων εργασίας |
law | lease of operating facilities | συμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης |
law | lease of operating facilities | συμβόλαιο διαχείρισης |
IT, dat.proc. | to load from an operating system | φορτώνω από το λειτουργικό σύστημα |
el., construct. | lowest operating level | κατώτερη στάθμη εκμετάλευσης |
econ., transp. | main operating base | κύρια επιχειρησιακή βάση |
construct. | main operating rod | αναρτήρας |
commun., IT | maintenance and operating aid facilities | βοηθήματα λειτουργίας και συντήρησης |
commun., IT | maintenance and operating aid subsystem | υποσύστημα λειτουργίας και συντήρησης |
met. | man who operates automatic welding machines | χειριστής αυτομάτου μηχανής συγκολλήσεως |
transp. | Management of the Operating Department | Διεύθυνση Εκμετάλλευσης |
fin. | margin to cover operating costs | περιθώριο για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων |
el. | maximum continuous operating temperature | μέγιστη θερμοκρασία συνεχούς λειτουργίας |
el. | maximum frequency drift over operating temperature | μέγιστη ολίσθηση συχνότητας συναρτήσει της θερμοκρασίας λειτουργίας |
el. | maximum frequency drift over operating temperature | μέγιστη ολίσθηση συχνότητας στη θερμοκρασία λειτουργίας |
commun., el. | maximum non-operate current | μέγιστο ρεύμα αδυναμίας έλξης |
commun., el. | maximum non-operate current | μέγιστη ένταση αδυναμίας έλξης |
tech., el. | maximum operating flow | μέγιστη ωφέλιμη παροχή |
tech., el. | maximum operating flow | μέγιστη ωφέλιμη ροή |
tech., el. | maximum operating flow | μέγιστη λειτουργική παροχή |
transp., avia. | maximum operating limit speed | η μέγιστη ταχύτητα αέρα στην οποία ένα αεροσκάφος είναι πιστοποιημένο να πετάει / η μέγιστη ταχύτητα Μach στην οποία ένα αεροσκάφος έχει πιστοποιηθεί να πετάει |
transp., tech. | maximum operating speed | μέγιστη επιχειρησιακή ταχύτητα |
IT | maximum operating temperature | μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας |
transp. | maximum vehicle operating speed | μέγιστη ταχύτητα λειτουργία |
environ. | measurements were made of household line voltage and operating high voltage | Μετρήσεις έγιναν στην τάση του δικτύου πόλεως και στην υψηλή τάση λειτουργίας. |
IT | menu mode operating sequence | ακολουθία λειτουργίας σε "μενού" |
IT | microcomputer operating console | χειριστήριο μικροϋπολογιστή |
commun., el. | minimum operate current | ελάχιστο ρεύμα έλξης |
commun., el. | minimum operate current | ελάχιστη ένταση έλξης |
el. | minimum operating current | ελάχιστο ρεύμα λειτουργίας |
construct. | minimum operating level | κατώτατη στάθμη λειτουργίας |
el. | minimum operating temperature | ελάχιστη θερμοκρασία λειτουργίας |
tech., law, el. | minimum stable operating level | ελάχιστο σημείο ευσταθούς λειτουργίας |
comp. | mobile operating system | κινητή πλατφόρμα |
met. | mould operating by gravity | μήτρα για χύτευση με βαρύτητα |
met. | mould operating by gravity | αδρανής μήτρα |
met. | mould operating by injection | μήτρα για χύτευση με έγχυση |
comp., MS | MS-DOS operating system | λειτουργικό σύστημα MS-DOS (A Microsoft computer operating system with a command-line interface that is used to control many internal computer functions, such as running programs and organizing and maintaining files) |
gen. | net operating expenses | καθαρά έξοδα λειτουργίας |
econ. | net operating surplus of the economy | καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα της οικονομίας |
IT | network operating frequency | συχνότητα λειτουργίας δικτύου |
ed., IT | network operating system | λειτουργικό σύστημα δικτύων |
commun., el. | non-operate current | ρεύμα αδυναμίας έλξης |
commun., el. | non-operate current | ένταση αδυναμίας έλξης |
el. | non-operating signal rejection | απόρριψη αλειτουργικού σήματος |
commun., IT | non-operating time | χρόνος μη-λειτουργίας |
econ., fin. | non-banking operating income | αποτέλεσμα μη τραπεζικής εκμετάλλευσης |
el. | normal operating amperage | ρεύμα λειτουργίας |
el. | normal operating amperage | ένταση ρεύματος λειτουργίας |
el. | normal operating current | ρεύμα λειτουργίας |
el. | normal operating current | ένταση ρεύματος λειτουργίας |
el. | normal operating period | περίοδος κανονικής λειτουργίας |
astronaut., transp. | normal operating range of engine or propeller speeds | Κανονικό εύρος λειτουργίας κινητήρα ή ταχύτητες έλικα |
el. | normal operating strength | ρεύμα λειτουργίας |
el. | normal operating strength | ένταση ρεύματος λειτουργίας |
IT | number of LSBs to be compared when operating outside home network | αριθμός των LSB που πρέπει να συγκριθούν όταν η λειτουργία είναι εκτός οικείου δικτύου |
earth.sc., el. | opening in the operating position | ανοικτός σε θέση λειτουργίας |
busin., labor.org. | to operate ... as a monopoly | εκμεταλλεύομαι... κατά μονοπωλιακό τρόπο |
commun., el. | operate current | ρεύμα έλξης |
commun., el. | operate current | ένταση έλξης |
fin. | to operate in accordance with commercial principles | λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του εμπορίου |
IT | to operate in stroke mode | με σάρωση stroke mode |
polit. | operating accident | ατύχημα κατά την εκμετάλλευση |
polit. | operating accident | ατύχημα εκμετάλλευσης |
fin., econ. | operating account | λογαριασμός εκμεταλλεύσεως |
account. | operating activities | λειτουργικές δραστηριότητες |
law, fin. | operating agreement | συμφωνία λειτουργίας |
commun. | Operating Agreement on the International Mobile Satellite Organisation | Συμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Κινητών Δορυφόρων |
commun. | Operating Agreement relating to the International Telecommunications Satellite Organisation "INTELSAT" | Συμφωνία λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών με δορυφόρους INTELSAT |
econ., commer. | operating aid | ενίσχυση λειτουργίας |
fin., agric. | operating aid | λειτουργική ενίσχυση |
fin., agric. | operating aid | ενίσχυση στη λειτουργία |
gen. | operating aid | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
gen. | operating anomaly | λειτουργική ανωμαλία |
fin. | operating appropriation | επιχειρησιακές πιστώσεις |
fin. | operating appropriation | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας |
fin. | operating appropriation | διοικητικές πιστώσεις |
commun. | operating area | λειτουργική περιοχή |
mech.eng. | operating area of hand lever | χώρος χειρισμού του χειρομοχλού |
transp., mil., grnd.forc. | operating area of the windscreen wipers | περιοχή λειτουργίας των υαλοκαθαριστήρων |
el. | operating bias | πόλωση λειτουργίας |
fin. | operating budget | επιχειρησιακός προϋπολογισμός |
fin. | operating budget | προϋπολογισμός διοικητικής λειτουργίας |
fin. | operating budget | προϋπολογισμός λειτουργίας |
fin. | operating capability | ικανότητα λειτουργίας |
el. | operating capacity | παραγόμενη ηλεκτρική ισχύς |
fin., tax., industr. | operating capital | κεφάλαιο εκμετάλλευσης |
fin., tax., industr. | operating capital | κεφάλαιο λειτουργίας |
fin., tax., industr. | operating capital | κεφάλαιο κινήσεως |
fin., tax., industr. | operating capital | ενεργητικό κεφάλαιο |
fin. | operating capital maintenance | διατήρηση διαχειριστικού κεφαλαίου |
commun. | operating centre | κέντρο λειτουργικού ελέγχου |
commun. | operating centre | κέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης |
med. | operating chair | χειρουργική καρέκλα |
stat. | operating characteristic | έρευνα διαδικασιών |
el. | operating characteristic | χαρακτηριστική λειτουργίας |
math. | operating characteristic | χαρακτηριστική λειτουργική καμπύλη |
stat. | operating characteristic | λειτουργική έρευνα |
stat., tech. | operating characteristic curve | χαρακτηριστική καμπύλη λειτουργίας |
fin. | operating charge | λειτουργική υποχρέωση |
account. | operating charges | λειτουργικές δαπάνες |
account. | operating charges | δαπάνες εκμετάλλευσης |
account. | operating charges | έξοδα εκμετάλλευσης |
IT | operating command | εντολή λειτουργίας |
fin. | operating company | εταιρεία εκμεταλλεύσεως |
fin. | operating company | διαφορετική εταιρεία |
health. | operating conditions | παράγοντες λειτουργίας |
el. | operating conditions of an echo suppressor | λειτουργικές συνθήκες ενός καταστολέα ηχώς |
IT, transp. | operating control | διεκπεραίωση λειτουργίας |
mech.eng. | operating control | στοιχείο χειρισμού |
IT, transp. | operating control system | σύστημα διεύθυνσης λειτουργίας |
IT, transp. | operating control system | μηχανισμός διεύθυνσης λειτουργίας |
mech.eng. | operating controls | στοιχείο χειρισμού |
econ. | operating cost | λειτουργικό κόστος |
account. | operating costs | λειτουργικό κόστος |
fin. | operating costs | κόστος λειτουργίας |
fin. | operating costs | δαπάνες λειτουργίας |
fin. | operating costs | κόστος εκμετάλλευσης |
account. | operating costs | λειτουργικές δαπάνες |
account. | operating costs | δαπάνες εκμετάλλευσης |
account. | operating costs | έξοδα εκμετάλλευσης |
econ., transp. | operating costs of vehicles | λειτουργικό κόστος των οχημάτων |
mech.eng. | operating crank | στρόφαλος με λαβή |
transp., avia. | operating crew member | μέλος πληρώματος σε καθήκοντα |
el. | operating current | ρεύμα λειτουργίας |
account. | operating cycle | λειτουργικός κύκλος |
industr., construct. | operating cycle | κύκλος εργασίας |
industr., construct. | operating cycle | κύκλος λειτουργίας |
account. | operating cycle | κύκλος εκμετάλλευσης |
environ. | operating data | δεδομένα λειτουργίας |
environ. | operating data Data referring to the practical carrying-out of a process | δεδομένα λειτουργίας |
gen. | operating days | ημέρες λειτουργίας |
fin. | operating deficit | λειτουργικό έλλειμμα |
fin. | operating deficit | έλλειμμα εκμετάλλευσης |
earth.sc. | operating device | διάταξη χειρισμού |
mech.eng. | operating device | στοιχείο χειρισμού |
el. | operating duration | χρονικό διάστημα λειτουργίας |
el. | operating duration | χρόνος λειτουργίας |
el. | operating duration | διάρκεια λειτουργίας |
econ. | operating economies | οικονομίες εκμετάλλευσης |
mech.eng. | operating efficiency | απόδοση εργασίας |
mech.eng. | operating efficiency | απόδοση έργου |
IT, dat.proc. | operating efficiency | επάρκεια λειτουργίας |
IT, dat.proc. | operating efficiency | αποδοτικότητα |
commun. | operating environment | περιβάλλον λειτουργίας |
econ., market. | operating equipment | λειτουργικός εξοπλισμός |
fin. | operating expenditure | επιχειρησιακές δαπάνες |
fin. | operating expenditure | διοικητικές δαπάνες |
fin. | operating expenditure | επιχειρηματικές δαπάνες |
fin. | operating expense | επιχειρησιακή δαπάνη |
fin. | operating expenses | δαπάνες λειτουργίας |
account. | operating expenses | έξοδα εκμετάλλευσης |
account. | operating expenses | δαπάνες εκμετάλλευσης |
account. | operating expenses | έξοδα λειτουργίας |
account. | operating expenses | λειτουργικές δαπάνες |
account. | operating expenses | έξοδα διοικήσεως |
econ. | operating expenses per hectare | επιβάρυνση ανά εκτάριο |
econ. | operating expenses per hectare | έξοδα εκμετάλλευσης ανά εκτάριο |
econ. | operating expenses per hour | ωριαία επιβάρυνση |
econ. | operating expenses per year | ετήσιες λειτουργικές δαπάνες |
nucl.phys. | operating experience | λειτουργική εμπειρία |
health. | operating factors | παράγοντες λειτουργίας |
econ., transp. | operating failure | συμβάν εκμετάλλευσης |
econ., transp. | operating failure | ανωμαλία εκμετάλλευσης |
mech.eng., el. | operating-flow | ονομαστική παροχή |
el. | operating frequency | συχνότητα "ειτουργίας |
account. | operating general expenses | έξοδα λειτουργίας |
account. | operating general expenses | έξοδα διοικήσεως |
gen. | operating group | ομάς λειτουργίας |
mech.eng. | operating handbook | οδηγίες λειτουργίας |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | operating handle | λαβή χειρισμού |
chem. | operating hold-up | λειτουργικό κατακράτημα |
el. | operating impedance of secondary circuit | φαινομένη αντίσταση λειτουργίας του δευτερεύοντος κυκλώματος |
IT, earth.sc. | operating in data mode | λειτουργία σε κατάσταση δεδομένων |
econ., transp. | operating incident | συμβάν εκμετάλλευσης |
econ., transp. | operating incident | ανωμαλία εκμετάλλευσης |
fin., account. | operating income | αποτελέσματα χρήσης |
fin., account. | operating income | κέρδος επιχειρήσεως |
fin., account. | operating income | οργανικό κέρδος |
fin., account. | operating income | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
fin., account. | operating income | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
econ., fin. | operating income | οργανικά έσοδα |
econ., agric. | operating income | πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης |
econ., fin. | operating income | έσοδα εκμετάλλευσης |
busin., labor.org., account. | operating income | έσοδα εκμεταλλεύσεως |
account. | operating lease | λειτουργική μίσθωση |
econ. | operating lease | λήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing |
account. | operating leasing | μίσθωση λειτουργική- |
econ. | operating leasing | λήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing |
mech.eng. | operating lever | μοχλός επιλογής |
law, nucl.phys. | operating licence | άδεια λειτουργίας |
law, fin. | operating licence | άδεια εκμετάλλευσης |
tax., commun. | operating licence fee | τέλος άδειας εκμετάλλευσης |
transp. | operating licence for railway undertaking | άδεια σιδηροδρομικής επιχείρησης |
el. | operating life | διάρκεια λειτουργίας |
commun., IT | operating lifetime | ωφέλιμος χρόνος |
energ.ind., industr. | operating lifetime | χρόνος ζωής |
energ.ind., industr. | operating lifetime | λειτουργικός χρόνος ζωής |
energ.ind., industr. | operating lifetime | διάρκεια ζωής |
commun. | operating limit | όριο λειτουργίας |
agric., mech.eng. | operating line | συρματόσχοινο έλξης |
agric., mech.eng. | operating line | καλώδιο έλξης |
chem. | operating line | γραμμή λειτουργίας |
agric., construct. | operating line | γραμμή άρδευσης |
agric., mech.eng. | operating line | κύριο συρματόσχοινο έλξεως |
fin. | operating loss | ζημία εκμεταλλεύσεως |
fin. | operating loss | λειτουργική ζημία |
busin. | operating loss | ζημία εκμετάλλευσης |
el. | operating major item | κύριο αντικείμενο τεχνικής εκμετάλλευσης |
gen. | operating manual | εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας |
fin. | operating margin | κέρδη εκμετάλλευσης |
med. | operating methods | χειρουργική τεχνική |
med. | operating microscope | χειρουργικό μικροσκόπιο |
IT | operating mode system | σύστημα τρόπου λειτουργίας |
IT | operating mode system | σύστημα εκμετάλλευσης |
law | operating monopoly | μονοπώλιο εκμετάλλευσης |
el. | operating noise temperature | θερμοκρασία θορύβου λειτουργίας |
fin. | operating on a non-profit-making basis | χωρίς να επιδιώκει κέρδος |
mech.eng. | operating order | σε κατάσταση λειτουργίας |
mech.eng. | operating order | εν λειτουργία |
gen. | operating organization | οργανισμός λειτουργίας |
IT, transp. | operating panel | ομάδα υπηρεσίας εκμετάλλευσης |
gen. | operating parameters | λειτουργικές παράμετροι |
stat., tech. | operating path | λειτουργική πορεία |
law, nucl.phys. | operating permit | άδεια λειτουργίας |
gen. | operating personnel | προσωπικό λειτουργίας |
gen. | operating phase | φάση συνεχούς λειτουργίας |
el. | operating point | σημείο λειτουργίας |
el. | operating point shift | μετατόπιση σημείου λειτουργίας |
commun., el. | operating position | θέση τηλεφωνήτριας |
el. | operating position | θέση λειτουργίας |
commun. | operating position of a sorting machine | λειτουργικό πόστο μηχανής διαλογής |
commun. | operating position of a sorting machine | θέση λειτουργίας μηχανής διαλογής |
transp., el. | operating position of the bow | θέση λειτουργίας του δοξαριού |
transp., el. | operating position of the bow | θέση εργασίας του δοξαριού |
gen. | operating power | ισχύς λειτουργίας |
commun. | operating power margin | περιθώριο της ισχύος λειτουργίας |
agric., construct. | operating pressure | πίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή |
el. | operating pressure | πίεση κενού |
agric. | operating pressure | πίεση ισορροπίας |
agric., construct. | operating pressure at sprinkler | πίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή |
fin. | operating procedures of organised markets | καθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών |
econ., fin. | operating procedures of organized markets | καθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών |
fin., account. | operating profit | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
fin., account. | operating profit | οργανικό κέρδος |
fin., account. | operating profit | κέρδος επιχειρήσεως |
fin., account. | operating profit | αποτελέσματα χρήσης |
econ., market. | operating profit | κέρδος του επιχειρηματία |
fin., account. | operating profit | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
transp., el. | operating profit or loss | ισολογισμός επιχειρήσεως |
transp. | operating radius | ακτίνα αυτονομίας ενός κινητήριου οχήματος |
tech. | operating range | περιοχή λειτουργίας |
transp. | operating range | ακτίνα αυτονομίας ενός κινητήριου οχήματος |
IT | operating ratio | λόγος ορθής λειτουργίας |
IT | operating ratio | λόγος απόδοσης |
econ., fin. | operating ratio | δείκτης εκμετάλλευσης |
transp. | operating ratio before financial charges | ακαθάριστος συντελεστής εκμετάλλευσης |
econ., market. | operating ratios | ρυθμοί διαχείρισης |
gen. | operating record | κατάστάση λειτουργίας |
el. | operating reliability | διάρκεια λειτουργίας |
el. | operating reserve | εφεδρεία λειτουργίας |
fin., account. | operating result | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
fin., account. | operating result | οργανικό κέρδος |
fin., account. | operating result | κέρδος επιχειρήσεως |
econ. | operating result | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
fin., account. | operating result | αποτελέσματα χρήσης |
transp. | operating result profit/loss after financial charges | καθαρό αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
transp. | operating result profit/loss before financial charges | ακαθάριστο αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
fin., transp. | operating result to employee ratio | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά υπάλληλο" |
fin., account. | operating return | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
fin., account. | operating return | οργανικό κέρδος |
fin., account. | operating return | αποτελέσματα χρήσης |
fin., account. | operating return | κέρδος επιχειρήσεως |
fin., account. | operating return | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
commun. | operating revenue | έσοδα |
econ., fin. | operating revenues | οργανικά έσοδα |
med. | operating room | χειρουργείο |
life.sc., construct. | operating rule curve | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας |
econ. | operating schedule | δρομολόγιο |
transp., mil., grnd.forc., el. | operating sequence | λειτουργική αλληλουχία |
IT | operating sequence | ακολουθία λειτουργίας |
el. | operating sequence | αλληλουχία χειρισμών |
el. | operating series | σειρά λειτουργιών |
IT, dat.proc. | operating software | λειτουργικό σύστημα |
IT, dat.proc. | operating space | χώρος οπτικής παρουσίασης |
IT, dat.proc. | operating space | χώρος προβολής |
IT, dat.proc. | operating space | χώρος χειρισμού |
IT, dat.proc. | operating space | χώρος εμφάνισης |
commun., transp. | operating space agency | οργανισμός εκμετάλλευσης διαστήματος |
commun., transp. | operating speed | λειτουργική ταχύτητα |
IT, earth.sc. | operating station | θέση χειριστού |
stat. | operating statistics | στατιστική των επιχειρήσεων |
econ., market. | operating statistics | εσωτερικές στατιστικές |
gen. | operating status | κατάσταση λειτουργίας |
econ., fin. | operating subsidy | επιδότηση λειτουργίας |
gen. | operating subsidy | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
commun. | operating supervisor | ενεργός επόπτης |
account. | operating surplus | λειτουργικό πλεόνασμα |
comp., MS | operating system | λειτουργικό σύστημα (The software that controls the allocation and usage of hardware resources such as memory, central processing unit (CPU) time, disk space, and peripheral devices. The operating system is the foundation on which programs are built) |
econ. | operating system | λειτουργικό σύστημα |
IT | operating system certification | ορθότητα συστήματος |
IT | operating system certification | πιστοποίηση λειτουργικού ελέγχου |
comp., MS | operating system deployment | ανάπτυξη λειτουργικού συστήματος (A Configuration Manager feature that allows you to create operating system images and deploy those images to target computers) |
comp., MS | Operating System Deployment Manager | Διαχείριση ανάπτυξης λειτουργικού συστήματος (A security role that grants permissions to administrative users so that they can create, deploy, and manage operating system images) |
IT | operating system performance | ασφαλές λειτουργικό σύστημα |
IT | operating system performance | επίδοση λειτουργικού συστήματος |
IT, dat.proc. | operating-system prompt | σύμβολο προτροπής από το λειτουργικό πρόγραμμα |
IT, dat.proc. | Operating System/Virtual Storage | λειτουργικό σύστημα/εικονική μνήμη |
med. | operating table | χειρουργικό τραπέζι |
med. | operating table for orthopaedic surgery | ειδικό τραπέζι για την ορθοπεδική χειρουργική |
fin. | operating target | λειτουργικός στόχος |
med. | operating technique | χειρουργική τεχνική |
transp. | operating tell-tale | ενδεικτικό λειτουργίας |
environ. | operating temperature | θερμοκρασία λειτουργίας |
el. | operating temperature range | περιοχή θερμοκρασίας λειτουργίας |
tech. | operating temperatures | θερμοκρασίες λειτουργίας |
med. | operating theatre | χειρουργείο |
med. | operating theatre linen | ιματισμός χειρουργείου |
el. | operating threshold | κατώφλιο λειτουργίας |
el. | operating time | χρονικό διάστημα λειτουργίας |
el. | operating time | χρόνος λειτουργίας |
el. | operating time | διάρκεια λειτουργίας |
commun. | operating time | διάρκεια αποκατάστασης |
commun. | operating time | χρόνος αποκατάστασης |
el. | operating time | χρόνος διακοπής |
met. | operating time | χρόνος κύκλου συγκολλήσεως σε επαναλμβανόμενη εργασία |
econ., el. | operating time | κύκλος λειτουργίας |
IT, el. | operating time of the counter | χρόνος λειτουργίας απαριθμητή |
econ., el. | operating time ratio | συντελεστής χρόνου λειτουργίας |
econ., el. | operating time ratio | συντελεστής χρονολειτουργίας |
transp. | operating trouble | ενόχληση |
transp. | operating trouble | διαταραχή |
transp. | operating trouble | λειτουργική ανωμαλία |
transp. | operating trouble | ανωμαλία |
earth.sc., mech.eng. | operating unbalance | αζυγοσταθμία λειτουργίας λειαντικού τροχού |
el. | operating value | τιμή λειτουργίας |
el. | operating value of the characteristic quantity | τιμή λειτουργίας του χαρακτηριστικού μεγέθους |
chem. | operating variable | μεταβλητή λειτουργίας |
el. | operating voltage | τάση λειτουργίας |
el. | operating voltage | τάση ενεργοποίησης προς λειτουργία |
energ.ind., industr. | operating voltage | τάση χειρισμού |
el. | operating voltage indicator | ενδείκτης τάσης λειτουργίας |
el. | operating voltage of a circuit of an electric line | τάση λειτουργίας κυκλώματος ηλεκτρικής γραμμής μεταφοράς |
med. | operating weight | επιχειρησιακό βάρος κενό |
med. | operating weight empty | επιχειρησιακό βάρος κενό |
busin., labor.org. | operating year | έτος λειτουργίας |
el. | optimum operating frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
el. | optimum operating frequency | βέλτιστη συχνότητα |
econ., market. | other operating revenue | διάφορα έσοδα λειτουργίας |
econ., fin. | overall operating income | συνολικό αποτέλεσμα χρήσης |
el. | overall operating noise factor | συνολικός παράγοντας θορύβου λειτουργίας |
IT | page mode operating sequence | ακολουθία λειτουργίας σε σελίδα |
commun., el. | pantograph operating signal | σήμα χειρισμού των παντογράφων |
tech., mater.sc. | partial operating time | χρόνος μερικής λειτουργίας |
el. | passively operating maser | παθητικό μέιζερ |
el. | passively operating maser | παθητικό MASER |
lab.law. | plant operating time | διάρκεια χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων |
mech.eng. | power take-off operating lever | μοχλός χειρισμού λήπτη ισχύος |
commun. | preparation operating | εκμετάλλευση με προπαρασκευή |
commun., IT | preparation operating at the outgoing end | προετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο |
econ. | producers'operating costs | κόστος λειτουργίας των παραγωγικών μονάδων |
IT | programmed operating zone | ζώνη προγραμματισμένης λειτουργίας |
law, fin. | public law body that operates under private law | νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,το οποίο λειτουργεί υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου |
IT, el. | quickly operating | ταχείας λειτουργίας |
el. | quiescent operating point | σημείο λειτουργίας |
el. | quiescent operating point | σημείο εργασίας |
fin., transp. | ratio of operating result to tonne-kilometres | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά τονοχιλιόμετρο" |
IT | real address and virtual address operating mode system | σύστημα εκμετάλλευσης OSOS |
IT, el. | real-time operating system | λειτουργικό σύστημα πραγματικού χρόνου |
el. | receiver operating conditions | λειτουργικές συνθήκες δέκτη |
commun. | recognised private operating agency | αναγνωρισμένος ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης |
commun. | recognised private operating agency | αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης |
commun. | recognised private operating agency | αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός |
commun. | recognized private operating agency | αναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης |
commun. | Regional Bell Operating Company USA | Περιφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπέλ ΗΠΑ |
IT | Regional Bell Operating Company | Περιφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπελ |
econ., commer. | regional operating aid | περιφερειακή λειτουργική ενίσχυση |
commun., transp. | regional operating headquarters | τοπικός σταθμός ελέγχου |
IT | reprogrammable operating parameter | επαναπρογραμματιζόμενη παράμετρος λειτουργίας |
IT | reprogrammable operating parameter | παράμετρος λειτουργίας που μπορεί να επαναπρογραμματίζεται |
IT | reprogrammable operating parameter | επαναπρογραμματίσιμη παράμετρος λειτουργίας |
commun. | schedule operating time | προγραμματισμένος χρόνος λειτουργίας |
commun. | scheduled operating time | προγραμματισμένη διάρκεια λειτουργίας |
gen. | Security Operating Procedure | λειτουργική διαδικασία ασφαλείας |
el. | signal failure of the operating frequency | απώλεια σήματος στη συχνότητα λειτουργίας |
stat., tech. | slope of an operating characteristic curve | κλίση χαρακτηριστικής καμπύλης |
el. | stabilisation of operating point | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας |
el. | stabilization of operating point | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας |
IT | Standard Operating Procedure | τυποποιημένες διαδικασίες |
pharma. | Standard Operating Procedure | τυποποιημένη διαδικασία λειτουργίας |
el. | strength of operating current pick-up value | ένταση του ρεύματος λειτουργίας |
IT | supervisory operating system | λειτουργικό σύστημα εποπτείας |
transp., mil., grnd.forc. | supply and operating device | διάταξη τροφοδότησης και λειτουργίας |
commun. | television operating center | κέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας |
commun. | television operating center | κέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης |
commun. | television operating centre | κέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας |
commun. | television operating centre | κέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης |
commun., IT | terminal operating in the local mode | λειτουργία τερματικού στον τοπικό κόμβο |
el. | test for operating direction of relay | δοκιμή της κατευθυντηρίου λειτουργίας ηλεκτρονόμου |
gen. | the Commission shall require that operating records be kept and produced | η Eπιτροπή απαιτεί την τήρηση και υποβολή καταστάσεων δραστηριότητος |
gen. | the operating accounts and the balance sheets of the Joint Undertakings | οι λογαριασμοί λειτουργίας και οι ισολογισμοί των κοινών επιχειρήσεων |
commun. | traffic operating staff | προσωπικό εκμετάλλευσης |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | travel of the brake operating device | διαδρομή του ποδοπλήκτρου του μηχανισμού |
mater.sc. | turnable ladder operating position | στροφοτράπεζα χειρισμού μηχανικής κλίμακας |
mater.sc. | unit operating duty period | περίοδος λειτουργίας συσκευής |
mech.eng. | US:operating pitch circle | κύκλος κυλίσεως λειτουργίας |
mech.eng. | US:operating pitch cylinder | κύλινδρος κυλίσεως |
mech.eng. | US:operating pitch cylinder | επιφάνεια κυλίσεως |
mech.eng. | US:operating pitch dia | διάμετρος κύκλου κυλίσεως |
environ. | wet-operating deduster | υγρός αποκονιωτής |
transp., construct. | working gear or operating machinery of the vertical trapezoidal sluice | μηχανισμός χειρισμού του κατακορύφου τραπεζοειδούς θυροφράγματος |
transp., construct. | working gear or operating machinery of the vertical trapezoidal sluice | μηχανισμός λειτουργίας του κατακορύφου τραπεζοειδούς θυροφράγματος |