Subject | English | Greek |
transp. | a light is operated and kept in service by a keeper able to intervene at once in case of need | φανός του οποίου η λειτουργία εξαρτάται ή καθορίζεται από κάποιο φύλακα |
transp., avia. | aeroplane required to be operated with a copilot | αεροπλάνο που απαιτείται να ίπταται με συγκυβερνήτη |
mech.eng. | air-operated brake | φρένο με συμπιεσμένο αέρα |
mech.eng. | air-operated brake | αερόφρενο |
mech.eng. | air-operated chuck | πνευματικός δίσκος |
mater.sc. | air operated drive | ρύθμιση με πεπιεσμένο αέρα |
mater.sc. | air operated drive | έλεγχος λειτουργίας με πεπιεσμένο αέρα |
transp. | air-operated equipment | πνευματικός εξοπλισμός |
mech.eng. | air-operated expanding arbor | εκτατός δίσκος με πνευματικό χειρισμό |
mech.eng. | air-operated expanding mandrel | εκτατός δίσκος με πνευματικό χειρισμό |
mech.eng. | air-operated fixture | διάταξη πνευματικής σύσφιξης |
mater.sc., mech.eng. | air-operated stapling | κλείσιμο με συνδετήρες δετικής συσκευής πεπιεσμένου αέρα |
mater.sc. | air-operated stapling head | κεφαλή δετικής συσκευής που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα |
mech.eng. | air pressure operated valve | βαλβίδα πιεσμένου αέρα |
earth.sc. | ambient operating temperature | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας |
fin. | annual fund operating expenses | ετήσια έξοδα διαχείρισης αμοιβαίου κεφαλαίου |
el. | anti-noise carrier-operated device | αντιθορυβικό διεγειρόμενο από φέρουσα |
commun. | apparatus operated by a fusible product | συσκευή με εύτηκτη ύλη |
transp. | automatically and remotely operated fire damper | διάφραγμα απομονώσεως πυρός που λειτουργεί αυτόματα και με τηλεχειρισμό |
gen. | automatically-operated service door | θύρα επιβατών αυτόματης λειτουργίας |
econ., fin. | banking operating charge | βάρη τραπεζικής εκμετάλλευσης |
econ., fin. | banking operating income | αποτέλεσμα τραπεζικής εκμετάλλευσης |
el. | battery operated active nozzle | ενεργό ρύγχος τροφοδοτούμενο από ηλεκτρικό συσσωρευτή |
agric. | battery operated calf dehorner | συσκευή αποκεράτωσης μόσχων με μπαταρία |
agric. | battery operated calf dehorner | αποκερατωτήρας μόσχων με μπαταρία |
agric., el. | battery-operated electric fencer | φορητός ηλεκτρικός τροφοδότης |
el. | battery operated equipment | εξοπλισμός που λειτουργεί με συσσωρευτή |
agric. | battery-operated fencer | τροφοδότης ηλεκτρικού ρεύματος με συστοιχία συσσωρευτών |
el. | battery-operated lamp | λυχνία που τροφοδοτείται από ηλεκτρική στήλη |
transp. | battery operated locomotive | σιδηροδρομική μηχανή που κινείται με ηλεκτρικούς συσσωρευτές |
transp. | battery operated rail car | όχημα αυτοκινούμενο σε σιδηροτροχιές με συσσωρευτές |
IT, el. | battery-operated receiver | δέκτης τροφοδοτούμενος από συσσωρευτή |
el. | battery operated vacuum cleaner | ηλεκτρική σκούπα τροφοδοτούμενη από συσσωρευτή |
fish.farm. | boat-operated lift net | μπέντουλας σκάφους |
gen. | brittle-fracture-oriented operating diagram | λειτουργικό διάγραμμα περιλαμβάνον τις περιπτώσεις διαμπερούς θραύσεως |
transp. | cable-operated ferry | πορθμείο που λειτουργεί με συρματόσχοινο |
hobby, coal. | cable-operated hauling and towing machine | συσκευή ρυμούλκησης ή έλξης με κάλοσυρματόσχοινο |
el. | carrier operated anti noise device | αντιθορυβικό διεγειρόμενο από φέρουσα |
mech.eng. | cartridge operated riveting tool | πιστόλι για το κάρφωμα |
mech.eng. | cartridge operated riveting tool | καρφωτικό πιστόλι |
agric. | cattle-operated bowl | ποτίστρα με πίεση |
agric. | cattle-operated pasture pump | αντλιοποτίστρα στο λιβάδι |
agric. | cattle-operated water pump | αντλιοποτίστρα στο λιβάδι |
el. | centre operating frequency | λειτουργική συχνότητα κέντρου |
coal. | chain-operated hauling and towing machine | συσκευή ρυμούλκησης ή έλξης με αλυσίδα |
law | Chief Operating Officer | Διοικητικός Γενικός Διευθυντής |
gen. | co-operating criminals | συvεργαζόμεvoι εγκληματίες |
mun.plan. | coin-operated automatic washing machine | αυτόματο πλυντήριο με κέρματα |
industr., construct. | coin-operated clock | εκκρεμές που λειτουργεί με ρίψη κερμάτων |
commun. | coin-operated telephone | τηλεφωνική συσκευή που λειτουργεί με κέρμα |
commun. | coin-operated telephone | συσκευή που λειτουργεί με νόμισμα |
IT | combining autonomous and tele-operated modes | συνδυασμός του αυτόνομου και του τηλεχειριζόμενου τρόπου λειτουργίας |
transp., mech.eng. | compressed air operated brake | αερόφρενο |
el., construct. | conventional operating current | συμβατικό ρεύμα λειτουργίας |
met. | conventional operating welding conditions | συμβατικές συνθήκες συγκόλλησης |
industr., construct. | crosswise operating machine | μηχανή εγκάρσιας συναρμογής |
el. | current operated | σε λειτουργία με ηλεκτρικό ρεύμα |
fin. | customer-operated machines | μηχανήματα που χειρίζονται οι ίδιοι οι πελάτες |
met. | cutting machine operating with a toothless metal friction disc | μηχανή κοπής με μεταλλικούς δίσκους τριβής |
met. | cutting machine operating with abrasive discs | μηχανή κοπής με λειαντικούς δίσκους τριβής |
el. | d.c.operated solid-state equipment | συνεχορρευματικός εξοπλισμός στερεάς κατάστασης |
earth.sc. | deep ocean operating system | λειτουργικό σύστημα για μεγάλα βάθη |
transp. | detector operated by heat | ανιχνευτής που διεγείρεται με τη θερμότητα |
transp. | detector operated by heat | θερμοδιεγερόμενος ανιχνευτής |
transp. | detector operated by heat | ανιχνευτής ενεργοποιούμενος με τη θερμότητα |
transp., mech.eng. | diaphragm-operated foot valve | ποδωστήριο με διάφραγμα |
gen. | direct operating functions | διαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως |
earth.sc., mech.eng. | directly operated pressure control valve | βαλβίδα ελέγχου πιέσεως με απ'ευθείας οδήγηση |
transp. | Directorate-General for Road Traffic and Privately Operated Transport Services | Γενική Διεύθυνση ιδιωτικών μεταφορών και προνομιούχων μεταφορικών επιχειρήσεων |
gen. | driver operated service door | θύρα επιβατών την οποία χειρίζεται ο οδηγός |
econ. | ECSC operating budget | επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ |
agric. | electric motor operated churn | καρδάρα βουτύρου με ηλεκτρικό κινητήρα |
agric. | electric motor operated churn | ηλεκτρική καρδάρα βουτύρου |
agric. | electric motor operated churn | βουτυρομηχανή |
mech.eng., el. | electrically-operated geared motor | ηλεκτρικός κινητήρας με μειωτήρα στροφών |
el. | electrically operated hand tool | ηλεκτρικό εργαλείο χεριού |
mech.eng. | electrically operated lift | ηλεκτροκίνητος ανελκυστήρας |
mech.eng. | electrically operated valve | ηλεκτροβαλβίδα |
transp. | electric-motor operated switch | ηλεκτροκίνητη αλλαγή τροχιάς |
gen. | electronically-operated proximity fuse | ραδιοκατευθυνόμενος πυροσωλήνας κοντινής απόστασης |
cultur. | electronically operated shutter | ηλεκτρομαγνητική διάταξη τηλεχειρισμού |
law | enterprise operating competitively | επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού |
account. | exceptional and extraordinary operating profits | έκτακτα και κατ'εξαίρεση λειτουργικά έσοδα |
agric. | exhaust-gas operated pump | αντλία με λήψη ισχύος από αέρια εξαγωγής |
el. | expected operating conditions | συνθήκες λειτουργίας |
el. | failure to operate | διαλείπουσα λειτουργία |
el. | failure to operate | αστοχία λειτουργίας |
el. | failure to operate | αποτυχία λειτουργίας |
environ. | fairly high X-radiation dose rates at normal operating voltages | Αρκετά υψηλοί ρυθμοί δόσης ακτίνων Χ σε κανονικές τάσεις λειτουργίας. |
agric. | flop operated drinker | ποτίστρα με πίεση |
earth.sc., mech.eng. | flow operated switch mechanism | μηχανισμός διακόπτη που λειτουργεί με τη ροή |
industr. | foot-operated loom | ποδοκίνητος αργαλειός |
industr., construct., chem. | foot-operated mould | Kαλούπι με μηχανισμό πεντάλ |
mech.eng. | foot operated pump | ποδοκίνητη αντλία |
industr., construct., chem. | foot-operated score | Mηχανισμός ποδοκίνητου σπασίματος |
law | franchise operating manual | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
mech.eng. | front-operated lathe | εμπρόσθια χειριζόμενος τόρνος |
gen. | full operating capability | πλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα |
el. | full size battery operated vacuum cleaner | πλήρους μεγέθους ηλεκτρική σκούπα που τροφοδοτείται από συσσωρευτή |
mech.eng. | gas operated beer dispensing unit | συσκευή αναρρόφησης μπύρας |
mech.eng. | gas-operated welding appliance | συσκευή που λειτουργεί με αέριο |
transp., mech.eng. | gear-operated door | θυρίδα σε αλληλουχία λειτουργίας με το σκέλος προσγείωσης |
el. | general operating test | γενική δοκιμή λειτουργίας |
tech., law | General requirements for bodies operating product certification systems | Γενικές απαιτήσεις για φορείς που λειτουργούν ως συστήματα πιστοποίησης προϊόντων |
transp. | government operated system | δημόσια επιχείρηση |
agric. | gravity operated automatic water trough | αυτόματη ποτίστρα με κρεμαστή υδρορρόη |
agric., construct. | greenhouses with centrally operated side ventilation | θερμοκήπια με σύστημα πλευρικού αερισμού κεντρικού ελέγχου |
econ., fin. | gross operating margin | λειτουργικό ακαθάριστο περιθώριο |
econ., fin. | gross operating result | ακαθάριστο αποτέλεσμα χρήσης |
agric. | group-operated holding | συνεργαζόμενη εκμετάλλευση |
transp. | hand brake operated from ground | χειρόφρενο χειριζόμενο από το έδαφος |
transp. | hand brake operated from ground | πέδη χερός χειριζόμενη από το έδαφος |
mech.eng. | hand operated | χειροκίνητο |
earth.sc., mech.eng. | hand operated bilge pump | χειροκίνητη αντλία κύτους |
transp. | hand-operated brake control valve | χειροκίνητη βαλβίδα ελέγχου πέδησης |
transp., mech.eng. | hand operated brake control valve | χειροκίνητη δικλείδα ελέγχου της πέδησης |
agric. | hand-operated butter churn | χειροκίνητη καρδάρα βουτύρου |
agric. | hand-operated butter churn | καρδάρα βουτύρου με μανιβέλα |
earth.sc., life.sc. | hand operated camera | φωτογραφική μηχανή χειρός |
agric. | hand-operated clippers | κουρευτική μηχανή ζώων |
agric. | hand-operated cream separator | χειροκίνητος κορυφολόγος |
industr., construct. | hand-operated device for stamping tickets | λαβίδαπένσαπου φέρει διάταξη εκτύπωσης ή σφράγισης |
cultur. | hand-operated drying machine | σουρώστρα με στρόφαλο |
el. | hand-operated electric generator | χειροκίνητη ηλεκτρογεννήτρια |
el. | hand-operated fuse-switch | ασφάλεια τήξης με χειρολαβή |
mech.eng. | hand operated grinding wheel | χειροκίνητος τροχός ακονίσματος |
mun.plan. | hand-operated hair clipper | κουρευτική μηχανή του χεριού |
fish.farm. | hand-operated handline | καθετή χειριζόμενα με το χέρι |
transp. | hand-operated hoist | χειροκίνητο βαρούλκο διάσωσης |
commun. | hand-operated inking roller | κύλινδρος μελάνωσης με το χέρι |
industr., construct. | hand-operated ink-roller | κύλινδος μελάνης για χρήση με το χέρι |
cultur. | hand-operated joiner | χειροκίνητη μηχανή κόλλησης |
agric. | hand operated liquid fertilizer injector | χειροκίνητος εγχυτής απολυμαντικών εδάφους ή υγρών λιπασμάτων |
agric. | hand operated liquid fertilizer injector | εγχυτής εδάφους |
industr. | hand-operated loom | χειροκίνητος αργαλειός |
mech.eng. | hand-operated machine | χειροκίνητη μηχανή |
agric. | hand-operated maize sheller | χειροκίνητη εκκοκιστική μηχανή καλαμποκιού |
fish.farm. | hand-operated poleline | καλάμι χειριζόμενα με το χέρι |
earth.sc., agric. | hand operated pressure | συντηρούμενη πίεση |
IT, dat.proc. | hand-operated punched card | χειροκίνητη διάτρητη κάρτα |
work.fl., IT | hand-operated punched cards | διάτρητες κάρτες χειροκίνητης επιλογής |
mech.eng. | hand-operated regulating valve | χειροκίνητη ρυθμιστική βαλβίδα |
agric. | hand-operated rotary seed broadcaster | χειροσπορέας για σπορά στα πεταχτά |
agric. | hand-operated screw press | χειροκίνητο μηχανικό πιεστήριο |
agric. | hand-operated seed cleaner | απλός καθαριστήρας κόκκων |
transp. | hand-operated sliding door | χειροκίνητη ολισθαίνουσα θύρα |
agric. | hand operated sprayer | ψεκαστήρας με χειροκίνητο έλεγχο |
agric. | hand operated sprayer | ψεκαστήρας με συντηρούμενη πίεση |
agric. | hand operated sprayer | ψεκαστήρας χειρός |
industr., construct. | hand-operated stamp | σφραγίδα για χρήση με το χέρι |
transp. | hand operated switch | χειροκίνητη αλλαγή σιδηροτροχιάς |
transp. | hand-operated switch lever | χειροκίνητη ράβδος χειρισμών |
transp., mech.eng. | hand-operated windscreen wiper | χειροκίνητος υαλοκαθαριστήρας |
agric. | hand operated winnower | χειροκίνητη λιχνιστική μηχανή |
mech.eng. | hydraulic operated valve | υδραυλικά ρυθμιζόμενη βαλβίδα |
mech.eng. | hydraulically operated clamp | διάταξη υδραυλικής σύσφιξης |
transp., mech.eng. | hydraulically operated switch | αλλαγή χειριζόμενη υδραυλικά |
transp., mech.eng. | hydraulically operated switch | αλλαγή τροχιάς με υδραυλικό κινητήρα |
transp., mech.eng. | hydraulically-operated tipping wagon | όχημα υδραυλικά ανατρεπόμενο |
mater.sc. | hydraulically operated turntable ladder | υδραυλική μηχανική κλίμακα |
transp. | individual hand-operated mechanism | αποκλειστικός χειροκίνητος μηχανισμός |
mech.eng., construct. | inertia operated safety-gear | μηχανισμός αρπάγης ενεργοποιούμενος από δυνάμεις αδρανείας |
gen. | initial operating capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
ed., IT | intelligent operating system | λειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης |
fin. | interest and amortisation payments are covered out of operating profits | η εξυπηρέτηση τόκων και αποσβέσεως του κεφαλαίου εξασφαλίζεται από τα κέρδη εκμεταλλεύσεως |
construct. | key-operated locking hasp | επικλείδα ασφάλειας με κλειδί |
earth.sc., el. | key-operated switch | διακόπτης με κλειδί |
agric. | land wheel operated pump | αντλία λαμβάνουσα κίνηση από τροχό |
el. | laser-operated welding machine | συσκευή συγκόλλησης λέιζερ |
law | lease of operating facilities | συμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης |
law | lease of operating facilities | συμβόλαιο διαχείρισης |
transp. | length of line operated | μήκος γραμμής υπό λειτουργία |
transp. | length of line operated | μήκος γραμμής υπό εκμετάλλευση |
agric. | lever-operated bellows | φυσητήρας |
el. | lever-operated knife switch | μαχαιρωτός διακόπτης |
el. | lever operated switch | μαχαιρωτός διακόπτης |
fish.farm. | lift-netter using one boat-operated net NB | σκάφος με ένα μόνο ανυψωμένο δίχτυ NB |
transp. | line not operated | γραμμή εκτός υπηρεσίας |
transp. | line not operated | γραμμή κλειστή στην κίνηση |
transp. | line not operated | γραμμή εκτός εκμετάλλευσης |
transp. | line operated | γραμμή σε εκμετάλλευση |
earth.sc., mech.eng. | liquid level operated switch mechanism | μηχανισμός διακόπτη που λειτουργεί με το επίπεδο του ρευστού |
transp., construct. | machine operated pile driver | μηχανικός πασσαλομπήκτης |
IT, dat.proc. | machine-operated punched card | μηχανικά επιλεγόμενο δελτίο |
work.fl., IT | machine-operated punched cards | διάτρητες κάρτες μηχανικής ταξινόμησης |
construct. | main operating rod | αναρτήρας |
agric. | mains-operated electric fencer | τροφοδότης ηλεκτρικού ρεύματος μέσω δικτύου |
commun., IT | mains-operated tube receiver | δέκτης λυχνίας με τροφοδοσία από κύριο δίκτυο |
met. | man who operates automatic welding machines | χειριστής αυτομάτου μηχανής συγκολλήσεως |
mech.eng. | manually operated | χειροκίνητο |
transp. | manually operated call point | μη αυτόματης λειτουργίας σημείο προειδοποίησης για πυρκαϊά |
earth.sc., mech.eng. | manually operated minimum flow valve | χειροκίνητη βαλβίδα κατάθλιψης |
earth.sc., mech.eng. | manually operated pressure control valve | χειροκίνητος ρυθμιστής πιέσεως |
earth.sc., mech.eng. | manually operated pressure control valve | βαλβίδα ελέγχου πιέσεως χειροδηγούμενη |
transp. | manually-operated signal | σήμα χειρός |
transp. | manually-operated signal | χειροκίνητο σήμα |
mater.sc. | manually operated turntable ladder | μηχανική κλίμακα χειροκίνητης λειτουργίας |
transp. | manually operated valve | χειροκίνητη βαλβίδα |
fin. | margin to cover operating costs | περιθώριο για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων |
el. | maximum frequency drift over operating temperature | μέγιστη ολίσθηση συχνότητας συναρτήσει της θερμοκρασίας λειτουργίας |
el. | maximum frequency drift over operating temperature | μέγιστη ολίσθηση συχνότητας στη θερμοκρασία λειτουργίας |
tech., el. | maximum operating flow | μέγιστη ωφέλιμη ροή |
health. | mechanically-operated instrument which penetrates the brain | μηχανικό όργανο που διεισδύει στον εγκέφαλο |
mater.sc. | mechanically operated turnable ladder | μηχανική κλίμακα μηχανικής λειτουργίας |
industr., construct. | mechanism operated by a draw piece | μηχανισμός με έλξη |
industr., construct. | mechanism operated by a push piece | μηχανισμός με αξονίσκο |
industr., construct. | mechanism operated by a rocking bar | μηχανισμός με ταλάντωση |
el. | minimum operating current | ελάχιστο ρεύμα λειτουργίας |
construct. | minimum operating level | κατώτατη στάθμη λειτουργίας |
el. | minimum operating temperature | ελάχιστη θερμοκρασία λειτουργίας |
tech., law, el. | minimum stable operating level | ελάχιστο σημείο ευσταθούς λειτουργίας |
comp. | mobile operating system | κινητή πλατφόρμα |
mech.eng., construct. | motor-operated needle valve | μηχανοκίνητος βελονοειδής δικλείς |
mech.eng. | motor operated valve | βαλβίδα με κινητήρα |
met. | mould operating by gravity | μήτρα για χύτευση με βαρύτητα |
met. | mould operating by gravity | αδρανής μήτρα |
met. | mould operating by injection | μήτρα για χύτευση με έγχυση |
IT, dat.proc. | needle-operated punched card | διάτρητο δελτίο επιλεγόμενο με βελόνα |
work.fl., IT | needle-operated punched cards | διάτρητες κάρτες επιλογής με βελόνα |
gen. | net operating expenses | καθαρά έξοδα λειτουργίας |
ed., IT | network operating system | λειτουργικό σύστημα δικτύων |
el. | non-operating signal rejection | απόρριψη αλειτουργικού σήματος |
econ., fin. | non-banking operating income | αποτέλεσμα μη τραπεζικής εκμετάλλευσης |
el. | normal operating amperage | ρεύμα λειτουργίας |
el. | normal operating amperage | ένταση ρεύματος λειτουργίας |
el. | normal operating current | ρεύμα λειτουργίας |
el. | normal operating period | περίοδος κανονικής λειτουργίας |
el. | normal operating strength | ρεύμα λειτουργίας |
nat.sc. | oil-electrically operated lift | ηλεκτροϋδραυλικός ανελκυστήρας |
transp. | only hand-operated door | χειροκίνητη και μόνο λειτουργία θύρας |
busin., labor.org. | to operate ... as a monopoly | εκμεταλλεύομαι... κατά μονοπωλιακό τρόπο |
fin. | to operate in accordance with commercial principles | λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του εμπορίου |
law, agric. | operated by land-owners | ιδιοχρησία γαιοκτησίας |
el. | operated condition | κατάσταση λειτουργικότητας |
IT | operated in the associated mode | σε συνειρμικό τρόπο λειτουργίας |
el. | operated time | χρόνος τέλεσης |
polit. | operating accident | ατύχημα κατά την εκμετάλλευση |
polit. | operating accident | ατύχημα εκμετάλλευσης |
fin., econ. | operating account | λογαριασμός εκμεταλλεύσεως |
account. | operating activities | λειτουργικές δραστηριότητες |
law, fin. | operating agreement | συμφωνία λειτουργίας |
fin., agric. | operating aid | λειτουργική ενίσχυση |
fin., agric. | operating aid | ενίσχυση στη λειτουργία |
econ., commer. | operating aid | ενίσχυση λειτουργίας |
gen. | operating aid | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
gen. | operating anomaly | λειτουργική ανωμαλία |
fin. | operating appropriation | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας |
fin. | operating budget | επιχειρησιακός προϋπολογισμός |
fin. | operating budget | προϋπολογισμός διοικητικής λειτουργίας |
fin. | operating budget | προϋπολογισμός λειτουργίας |
fin. | operating capability | ικανότητα λειτουργίας |
el. | operating capacity | παραγόμενη ηλεκτρική ισχύς |
fin., tax., industr. | operating capital | κεφάλαιο λειτουργίας |
fin. | operating capital maintenance | διατήρηση διαχειριστικού κεφαλαίου |
med. | operating chair | χειρουργική καρέκλα |
el. | operating characteristic | χαρακτηριστική λειτουργίας |
math. | operating characteristic | χαρακτηριστική λειτουργική καμπύλη |
stat., tech. | operating characteristic curve | χαρακτηριστική καμπύλη λειτουργίας |
fin. | operating charge | λειτουργική υποχρέωση |
account. | operating charges | λειτουργικές δαπάνες |
account. | operating charges | δαπάνες εκμετάλλευσης |
account. | operating charges | έξοδα εκμετάλλευσης |
fin. | operating company | εταιρεία εκμεταλλεύσεως |
fin. | operating company | διαφορετική εταιρεία |
health. | operating conditions | παράγοντες λειτουργίας |
el. | operating conditions of an echo suppressor | λειτουργικές συνθήκες ενός καταστολέα ηχώς |
econ. | operating cost | λειτουργικό κόστος |
fin. | operating costs | κόστος λειτουργίας |
fin. | operating costs | δαπάνες λειτουργίας |
fin. | operating costs | κόστος εκμετάλλευσης |
account. | operating costs | λειτουργικό κόστος |
account. | operating costs | λειτουργικές δαπάνες |
econ., transp. | operating costs of vehicles | λειτουργικό κόστος των οχημάτων |
el. | operating current | ρεύμα λειτουργίας |
industr., construct. | operating cycle | κύκλος λειτουργίας |
industr., construct. | operating cycle | κύκλος εργασίας |
account. | operating cycle | λειτουργικός κύκλος |
account. | operating cycle | κύκλος εκμετάλλευσης |
environ. | operating data | δεδομένα λειτουργίας |
environ. | operating data Data referring to the practical carrying-out of a process | δεδομένα λειτουργίας |
gen. | operating days | ημέρες λειτουργίας |
fin. | operating deficit | λειτουργικό έλλειμμα |
fin. | operating deficit | έλλειμμα εκμετάλλευσης |
earth.sc. | operating device | διάταξη χειρισμού |
el. | operating duration | χρόνος λειτουργίας |
el. | operating duration | χρονικό διάστημα λειτουργίας |
el. | operating duration | διάρκεια λειτουργίας |
econ. | operating economies | οικονομίες εκμετάλλευσης |
econ., market. | operating equipment | λειτουργικός εξοπλισμός |
fin. | operating expenditure | επιχειρησιακές δαπάνες |
fin. | operating expenditure | διοικητικές δαπάνες |
fin. | operating expenditure | επιχειρηματικές δαπάνες |
fin. | operating expense | επιχειρησιακή δαπάνη |
account. | operating expenses | έξοδα λειτουργίας |
fin. | operating expenses | δαπάνες λειτουργίας |
account. | operating expenses | λειτουργικές δαπάνες |
econ. | operating expenses per hectare | επιβάρυνση ανά εκτάριο |
econ. | operating expenses per hour | ωριαία επιβάρυνση |
econ. | operating expenses per year | ετήσιες λειτουργικές δαπάνες |
health. | operating factors | παράγοντες λειτουργίας |
econ., transp. | operating failure | συμβάν εκμετάλλευσης |
econ., transp. | operating failure | ανωμαλία εκμετάλλευσης |
el. | operating frequency | συχνότητα "ειτουργίας |
account. | operating general expenses | έξοδα λειτουργίας |
gen. | operating group | ομάς λειτουργίας |
el. | operating impedance of secondary circuit | φαινομένη αντίσταση λειτουργίας του δευτερεύοντος κυκλώματος |
econ., transp. | operating incident | συμβάν εκμετάλλευσης |
fin., account. | operating income | αποτελέσματα χρήσης |
fin., account. | operating income | κέρδος επιχειρήσεως |
fin., account. | operating income | οργανικό κέρδος |
fin., account. | operating income | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
econ., fin. | operating income | έσοδα εκμετάλλευσης |
econ., fin. | operating income | οργανικά έσοδα |
econ., agric. | operating income | πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης |
fin., account. | operating income | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
busin., labor.org., account. | operating income | έσοδα εκμεταλλεύσεως |
account. | operating lease | λειτουργική μίσθωση |
econ. | operating lease | λήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing |
account. | operating leasing | μίσθωση λειτουργική- |
econ. | operating leasing | λήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing |
law, nucl.phys. | operating licence | άδεια λειτουργίας |
law, fin. | operating licence | άδεια εκμετάλλευσης |
tax., commun. | operating licence fee | τέλος άδειας εκμετάλλευσης |
el. | operating life | διάρκεια λειτουργίας |
energ.ind., industr. | operating lifetime | χρόνος ζωής |
energ.ind., industr. | operating lifetime | λειτουργικός χρόνος ζωής |
energ.ind., industr. | operating lifetime | διάρκεια ζωής |
chem. | operating line | γραμμή λειτουργίας |
agric., construct. | operating line | γραμμή άρδευσης |
agric., mech.eng. | operating line | συρματόσχοινο έλξης |
el. | operating major item | κύριο αντικείμενο τεχνικής εκμετάλλευσης |
gen. | operating manual | εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας |
fin. | operating margin | κέρδη εκμετάλλευσης |
med. | operating methods | χειρουργική τεχνική |
law | operating monopoly | μονοπώλιο εκμετάλλευσης |
el. | operating noise temperature | θερμοκρασία θορύβου λειτουργίας |
gen. | operating organization | οργανισμός λειτουργίας |
gen. | operating parameters | λειτουργικές παράμετροι |
stat., tech. | operating path | λειτουργική πορεία |
law, nucl.phys. | operating permit | άδεια λειτουργίας |
gen. | operating personnel | προσωπικό λειτουργίας |
gen. | operating phase | φάση συνεχούς λειτουργίας |
el. | operating point | σημείο λειτουργίας |
el. | operating point shift | μετατόπιση σημείου λειτουργίας |
el. | operating position | θέση λειτουργίας |
el. | operating pressure | πίεση κενού |
agric., construct. | operating pressure | πίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή |
agric., construct. | operating pressure at sprinkler | πίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή |
fin. | operating procedures of organised markets | καθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών |
econ., fin. | operating procedures of organized markets | καθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών |
fin., account. | operating profit | οργανικό κέρδος |
econ., market. | operating profit | κέρδος του επιχειρηματία |
tech. | operating range | περιοχή λειτουργίας |
econ., fin. | operating ratio | δείκτης εκμετάλλευσης |
econ., market. | operating ratios | ρυθμοί διαχείρισης |
gen. | operating record | κατάστάση λειτουργίας |
el. | operating reliability | διάρκεια λειτουργίας |
el. | operating reserve | εφεδρεία λειτουργίας |
fin., account. | operating result | οργανικό κέρδος |
econ. | operating result | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης |
fin., transp. | operating result to employee ratio | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά υπάλληλο" |
fin., account. | operating return | οργανικό κέρδος |
econ., fin. | operating revenues | οργανικά έσοδα |
life.sc., construct. | operating rule curve | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας |
econ. | operating schedule | δρομολόγιο |
el. | operating series | σειρά λειτουργιών |
stat. | operating statistics | στατιστική των επιχειρήσεων |
econ., market. | operating statistics | εσωτερικές στατιστικές |
gen. | operating status | κατάσταση λειτουργίας |
econ., fin. | operating subsidy | επιδότηση λειτουργίας |
gen. | operating subsidy | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας |
account. | operating surplus | λειτουργικό πλεόνασμα |
med. | operating table | χειρουργικό τραπέζι |
med. | operating table for orthopaedic surgery | ειδικό τραπέζι για την ορθοπεδική χειρουργική |
fin. | operating target | λειτουργικός στόχος |
med. | operating technique | χειρουργική τεχνική |
environ. | operating temperature | θερμοκρασία λειτουργίας |
el. | operating temperature range | περιοχή θερμοκρασίας λειτουργίας |
tech. | operating temperatures | θερμοκρασίες λειτουργίας |
med. | operating theatre linen | ιματισμός χειρουργείου |
el. | operating threshold | κατώφλιο λειτουργίας |
earth.sc., mech.eng. | operating unbalance | αζυγοσταθμία λειτουργίας λειαντικού τροχού |
chem. | operating variable | μεταβλητή λειτουργίας |
el. | operating voltage | τάση ενεργοποίησης προς λειτουργία |
el. | operating voltage | τάση λειτουργίας |
energ.ind., industr. | operating voltage | τάση χειρισμού |
el. | operating voltage indicator | ενδείκτης τάσης λειτουργίας |
med. | operating weight | επιχειρησιακό βάρος κενό |
med. | operating weight empty | επιχειρησιακό βάρος κενό |
busin., labor.org. | operating year | έτος λειτουργίας |
mech.eng. | optic eye operated | λειτουργία με φωτοκύτταρο |
el. | optimum operating frequency | βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας |
econ., market. | other operating revenue | διάφορα έσοδα λειτουργίας |
econ., fin. | overall operating income | συνολικό αποτέλεσμα χρήσης |
el. | overall operating noise factor | συνολικός παράγοντας θορύβου λειτουργίας |
transp., mech.eng. | parking brake hydraulically operated valve | βαλβίδα θέσης φρένου στάθμευσης |
el. | passively operating maser | παθητικό μέιζερ |
el. | passively operating maser | παθητικό MASER |
interntl.trade. | payment and clearing systems operated by public entities | σύστημα πληρωμών και εκκαθαρίσεων που λειτουργούν σε δημόσιους φορείς |
el. | pedal-operated electric generator | ποδοκίνητη ηλεκτρογεννήτρια |
mech.eng. | pedal operated grinding wheel | ποδοκίνητος τροχός ακονίσματος |
cultur. | pedal-operated joiner | ποδοκίνητη μηχανή κόλλησης |
mech.eng. | pedal operated machine | ποδοκίνητη μηχανή |
mech.eng. | pedal operated machine | μηχανή με πεντάλι |
mech.eng. | pedal-operated mould | μήτρα με πεντάλι |
el. | pilot-operated governor | ρυθμιστής με βοηθητικό κινητήρα |
el. | pilot-operated governor | ρυθμιστής με σερβοκινητήρα |
earth.sc., mech.eng. | pilot operated pressure control valve | βαλβίδα ελέγχου πιέσεως εμμέσως καθοδηγούμενη |
el. | pilot-operated relief valve | χειριζόμενη βαλβίδα ασφαλείας |
transp., mech.eng. | piston-operated foot valve | ποδωστήριο με έμβολο |
mech.eng. | pneumatic lever-operated clamp | πνευματικός μοχλός σύσφιξης |
mech.eng. | pneumatic operated valve | πνευματικά ρυθμιζόμενη βαλβίδα |
mech.eng. | pneumatically operated brake | φρένο με συμπιεσμένο αέρα |
mech.eng. | pneumatically operated brake | αερόφρενο |
mech.eng. | pneumatically operated hand tool | εργαλείο χεριού με πεπιεσμένο αέρα |
agric. | pneumatically operated pruner | πνευματικό κλαδευτήρι |
transp. | points operated by hand | χειροκίνητη αλλαγή σιδηροτροχιάς |
transp. | points operated on site | αλλαγή σιδηροτροχιάς με χειρισμό από κοντά |
tech., el. | portable battery-operated frequency standard | φορητό πρότυπο συχνότητας με τροφοδοσία από συσσωρευτή |
agric., industr., construct. | portable battery operated meter | υγρασιόμετρο με μπαταρίες |
mech.eng. | power-operated builders'hoist | μηχανοκίνητο ανυψωτικό μηχάνημα εργοταξίου |
mech.eng. | power-operated feed | αυτόματη πρόωση |
transp. | power-operated partition | ηλεκτροκίνητο διαχωριστικό σύστημα |
transp. | power-operated points | ηλεκτροκίνητη αλλαγή |
transp. | power-operated roof panel system | ηλεκτροκίνητο σύστημα φύλλου οροφής |
gen. | power-operated service door | μηχανοκίνητη θύρα επιβατών |
transp., el. | power-operated signal box | χειριστήριο που λειτουργεί με ενέργεια |
transp. | power-operated sliding door | μηχανοκίνητη ολισθαίνουσα θύρα |
mech.eng. | power-operated tool | μηχανικό εργαλείο |
transp. | power-operated window | ηλεκτροκίνητο παράθυρο |
transp. | power system for power-operated door | σύστημα παροχής ισχύος,για μηχανοκίνητη θύρα |
earth.sc., mech.eng. | pressure operated switch mechanism | μηχανισμός διακόπτη που λειτουργεί με πίεση |
econ. | producers'operating costs | κόστος λειτουργίας των παραγωγικών μονάδων |
law, fin. | public law body that operates under private law | νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,το οποίο λειτουργεί υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου |
el. | quiescent operating point | σημείο λειτουργίας |
el. | quiescent operating point | σημείο εργασίας |
fin., transp. | ratio of operating result to tonne-kilometres | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά τονοχιλιόμετρο" |
el. | receiver operating conditions | λειτουργικές συνθήκες δέκτη |
econ., commer. | regional operating aid | περιφερειακή λειτουργική ενίσχυση |
transp. | remotely operated release device | τηλεχειριζόμενος μηχανισμός απασφάλισης |
transp. | remotely operated steering equipment | τηλεχειριζόμενος εξαρτισμός πηδαλιουχίας |
transp., industr. | remotely operated vehicle | τηλεκατευθυνόμενο όχημα |
energ.ind. | residual current-operated protective device | διάταξη προστασίας ρεύματος διαρροής |
mech.eng. | rocker operated valve | βαλβίδα επικεφαλής |
met. | rope-operated control | έλεγχος με συρματόσχοινο |
industr. | rope-operated excavator | πτύο με καλώδια |
transp., construct. | rope operated pile frame | κριός ελεύθερης πτώσης |
commun. | satellite-operated PBX | PBX δορυφόρος |
transp. | screw brake operated from the ground | φρένο με κοχλία χειριζόμενο από το έδαφος |
transp. | screw brake operated from the ground | πέδη με κοχλία χειριζόμενο από το έδαφος |
gen. | Security Operating Procedure | λειτουργική διαδικασία ασφαλείας |
tech., mech.eng. | self-operated control | αυτοέλεγχος |
tech., mech.eng. | self-operated control | άμεση ρύθμιση |
mech.eng. | self-operated measuring unit | άμεση μονάδα μέτρησης |
transp. | self-contained compressed-air-operated breathing apparatus | αυτόνομη αναπνευστική συσκευή με πεπιεσμένο αέρα |
mech.eng. | servo-operated valve | βαλβίδα με υπηρετικό μηχανισμό |
mech.eng. | servo-operated valve | βαλβίδα με αυτοελεγχόμενο μηχανισμό |
fish.farm. | shore-operated lift net | μπέντουλας ακτής |
agric. | shore-operated stationary lift net | δίχτυ που βυθίζεται κρεμασμένο και μανουβράρεται από τη στεριά |
commun. | signal operated noise adjusting device | σηματοελεγχόμενη συσκευή ρύθμισης θορύβου |
stat., tech. | slope of an operating characteristic curve | κλίση χαρακτηριστικής καμπύλης |
transp. | slot cleared but not operated | εγκεκριμένος αλλά μη χρησιμοποιηθείς χρόνος χρήσης αερολιμένος |
industr. | solar operated absorption cooler | ηλιακóς ψυκτήρας με απορρóφηση |
transp., mech.eng. | solenoid pilot-operated hydraulic selector valve | ηλεκτρο-υδραυλικός επιλογέας |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | spring-operated brake | ελατηριωτή πέδη |
industr., mech.eng. | spring-operated mechanical razor | μηχανική ξυριστική μηχανή με ελατήριο |
mech.eng. | spring-operated motor | κινητήρας που λειτουργεί με ελατήριο |
el. | stabilisation of operating point | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας |
el. | stabilization of operating point | σταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας |
fin. | staff-operated machines | μηχανήματα που χειρίζονται υπάλληλοι |
pharma. | Standard Operating Procedure | τυποποιημένη διαδικασία λειτουργίας |
agric. | state operated tree plantation | δασική έκταση κρατικής διαχείρισης |
mech.eng. | stem-operated lift-type disk | δικλείδα |
cultur., commun. | stepwise-operated camera | μηχανή λήψης στατικών εικόνων |
earth.sc., mech.eng. | swash plate operated reciprocating pump | αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίας |
earth.sc., mech.eng. | switch operated by weight and level | διακόπτης στάθμης με βάρη |
el. | synchronously operated code generator | γεννήτρια κωδίκων σύγχρονης λειτουργίας |
IT | tele-operated control | τηλεχειριζόμενος τρόπος ελέγχου |
earth.sc., mech.eng. | temperature operated switch mechanism | μηχανισμός |
el. | test for operating direction of relay | δοκιμή της κατευθυντηρίου λειτουργίας ηλεκτρονόμου |
IT, el. | time switch operated by a synchronous motor | χρονοδιακόπτης ελεγχόμενος από σύγχρονο κινητήρα |
commun., IT | train-operated road signalling at level crossings | αυτόματη οδική σηματοδότηση των ισοπέδων διαβάσεων |
mater.sc. | turnable ladder operating position | στροφοτράπεζα χειρισμού μηχανικής κλίμακας |
mater.sc. | unit operating duty period | περίοδος λειτουργίας συσκευής |
agric. | vacuum-operated clippers | πνευματική κουρευτική μηχανή |
agric. | vacuum-operated clippers | κουρευτική μηχανή κενού |
transp., mil., grnd.forc. | visual inspection of the components while the braking system is operated | οπτική επιθεώρηση των κατασκευαστικών στοιχείων ενόσω λειτουργεί το σύστημα πέδησης |
el. | voice operated device anti-singing | διάταξη καταστολής ήχου ελεγχόμενη από φωνή |
el. | voice operated gain adjusting device | διάταξη ρύθμισης απολαβής ελεγχόμενη από φωνή |
el. | voice-operated relay | μεταγωγή μέσω φωνητικών σημάτων |
el. | voice operated switch | διακόπτης ελεγχόμενος από φωνή |
el. | voice operated switching device | διάταξη μεταγωγής ελεγχόμενη από φωνή |
el. | voice-operated transmitter keyer | μεταγωγή μέσω φωνητικών σημάτων |
el. | voltage operated tuner | συντονιστής ελεγχόμενος από τάση |
tech. | weight operated counting scale | ζυγαριά μέτρησης τεμαχίων |
mech.eng. | weight-operated motor | κινητήρας που λειτουργεί με αντίβαρο |
environ. | wet-operating deduster | υγρός αποκονιωτής |
life.sc. | winch-operated lead | σχοινί βυθομέτρησης που κινείται με βαρούλκο |
life.sc. | winch-operated lead | βολίδα που κινείται με βαρούλκο |
mech.eng., construct. | wind operated automatic dispenser | αυτόματος διανομεύς δι'αέρος |