DictionaryForumContacts

Terms containing Operate | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
commun.actual operating conditionsπραγματικές συνθήκες εκμετάλλευσης
commun.Administrations and Recognised Private Operating Agenciesδημόσιες διοικήσεις και αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις
commun., ITadvance preparation operatingπροετοιμασία επικοινωνιών στην έξοδο και στην είσοδο
transp., avia.adverse operating conditionsδυσμενείς συνθήκες λειτουργίας
polit.Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotageΣυμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές
gen.Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotageΣυμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές
polit.Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotageΣυμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές
gen.Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotageΣυμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές
transp., avia.Aerodrome Operating Minimaεπιχειρησιακά ελάχιστα αεροδρομίου
transp., avia.aerodrome operating minimaελάχιστα λειτουργίας αεροδρομίου
transp., avia.aeroplane operating lightφώτα πτητικής λειτουργίας αεροπλάνου
transp., avia.aeroplane operating mattersθέματα πτητικής λειτουργίας αεροπλάνου
commun., transp., avia.aircraft operating agencyαερομεταφορέας
earth.sc.ambient operating temperatureθερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας
IT, el.amplifier quiescent operating pointσημείο ηρεμίας ενισχυτή
fin.annual fund operating expensesετήσια έξοδα διαχείρισης αμοιβαίου κεφαλαίου
astronaut., transp.approved operating limitationΕγκεκριμένοι περιορισμοί πτητικής λειτουργίας
astronaut., transp.approved operating limitationsΕγκεκριμένοι περιορισμοί πτητικής λειτουργίας
transp.Association of Train Operating CompaniesΕνωση Σιδηροδρομικών Εταιρειών
econ., fin.banking operating chargeβάρη τραπεζικής εκμετάλλευσης
econ., fin.banking operating incomeαποτέλεσμα τραπεζικής εκμετάλλευσης
commun.Bell Operating CompanyΕταιρεία Εκμετάλλευσης Μπελ
commun., ITbreak-in operate timeχρόνος αποενεργοποίησης καταστολής
gen.brittle-fracture-oriented operating diagramλειτουργικό διάγραμμα περιλαμβάνον τις περιπτώσεις διαμπερούς θραύσεως
econ., fin., energ.ind.Build, Operate and Transferκατασκευή, εκμετάλλευση, εξώνηση
econ., fin., energ.ind.Build, Own, Operate and Transferσχέδιο ΒΟΤ
gen.Build, Transfer and Operateκατασκευή, εξώνηση και εκμετάλλευση
commun.burglar alarm operating by capacitance effectsσυναγερμός που στηρίζεται στην ηλεκτροχωρητικότητα
commun.burglar alarm operating by capacitance effectsειδοποιητήρια συσκευή ηλεκτροχωρητικότητας
ITcalculating machine operating with cardsμηχανή υπολογισμού με κάρτες
commun.cellular operating systemκυψελοειδές λειτουργικό σύστημα
transp.central operating consoleκεντρική κονσόλα χειρισμών
el.centre operating frequencyλειτουργική συχνότητα κέντρου
transp., avia.certificated operating altitudeπιστοποιημένο ύψος πτητικής λειτουργίας
lawChief Operating OfficerΔιοικητικός Γενικός Διευθυντής
transp.Chief Operating Superintendentπροϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης
commun., ITclient-server operating systemλειτουργικό σύστημα πελάτη-εξυπηρετητή
gen.co-operating criminalsσυvεργαζόμεvoι εγκληματίες
commun., ITco-operating user agentσυνεργαζόμενος πράκτορας χρήστη
commun., ITcomposite operating aid signalσύνθετο σήμα λειτουργίας
commun., ITcomposite operating aid signalσύνθετο σήμα εκμετάλλευσης
ITconcurrent operating controlΣύνδρομος λειτουργικός έλεγχος
transp.conditions under which non-resident carriers may operate transport services within a Member Stateόροι υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σαυτό
lawconditions under which non-resident carriers may operate transport services within a Member Stateόροι υπό του οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ'αυτό
transp., nautic.contract-related operating aidλειτουργική ενίσχυση για τη σύμβαση
el., construct.conventional operating currentσυμβατικό ρεύμα λειτουργίας
met.conventional operating welding conditionsσυμβατικές συνθήκες συγκόλλησης
industr., construct.crosswise operating machineμηχανή εγκάρσιας συναρμογής
met.cutting machine operating with a toothless metal friction discμηχανή κοπής με μεταλλικούς δίσκους τριβής
met.cutting machine operating with abrasive discsμηχανή κοπής με λειαντικούς δίσκους τριβής
earth.sc.deep ocean operating systemλειτουργικό σύστημα για μεγάλα βάθη
transp., nautic., fish.farm.deepest operating waterlineμέγιστη επιτρεπτή ίσαλος γραμμή
commun., ITdemand operatingάμεση εξυπηρέτηση
astronaut., transp.design operating pressureΠίεση λειτουργίας σχεδιασμού
transp., mil., grnd.forc.design operating stateκατάσταση ονομαστικής λειτουργίας
transp.direct operating costάμεσο λειτουργικό κόστος
gen.direct operating functionsδιαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως
IT, dat.proc.disc operating systemλειτουργικό σύστημα δίσκου
ITdisk-operating systemλειτουργικό σύστημα δίσκου
IT, el.disk operating systemλειτουργικό σύστημα δίσκου
transp., avia.dry operating fleet mass toleranceανοχή συνολικής μάζας πτητικής λειτουργίας στόλου
transp., avia.dry operating massξηρή λειτουργική μάζα
econ.ECSC operating budgetεπιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.engine operating speed rangeκλίμακα στροφών λειτουργίας κινητήρα
transp., avia.en-route operating minimaεπιχειρησιακά ελάχιστα σε πορεία / πτήση
gen.to ensure that the departments of the Commission operateεξασφάλιση της λειτουργίας των υπηρεσιών της Eπιτροπής
lawenterprise operating competitivelyεπιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού
IT, el.equipment operating lifetimeδιάρκεια ζωής εξοπλισμού
account.exceptional and extraordinary operating profitsέκτακτα και κατ'εξαίρεση λειτουργικά έσοδα
ITexchange kernel operating systemλειτουργικό σύστημα πυρήνα ανταλλαγής
astronaut., transp.expected operating conditionΑναμενόμενες συνθήκες πτητικής λειτουργίας
el.expected operating conditionsσυνθήκες λειτουργίας
el.failure to operateαστοχία λειτουργίας
el.failure to operateδιαλείπουσα λειτουργία
el.failure to operateαποτυχία λειτουργίας
environ.fairly high X-radiation dose rates at normal operating voltagesΑρκετά υψηλοί ρυθμοί δόσης ακτίνων Χ σε κανονικές τάσεις λειτουργίας.
lawfranchise operating manualεγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise
commun., transp.free-flow operating speedλειτουργική ταχύτητα ελεύθερης ροής
transp.freight stock operatingυπηρεσία βαγονιών εμπορευμάτων
gen.full operating capabilityπλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα
transp., construct.gate operating capstanμηχανισμός χειρισμού θυροφραγμάτων
el.general operating testγενική δοκιμή λειτουργίας
tech., lawGeneral requirements for bodies operating product certification systemsΓενικές απαιτήσεις για φορείς που λειτουργούν ως συστήματα πιστοποίησης προϊόντων
transp., el.grid operatingπαράλληλη εκμετάλλευση δικτύων διανομής
econ., fin.gross operating marginλειτουργικό ακαθάριστο περιθώριο
econ., fin.gross operating resultακαθάριστο αποτέλεσμα χρήσης
gen.initial operating capabilityαρχική επιχειρησιακή δυνατότητα
ed., ITintelligent operating systemλειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης
fin.interest and amortisation payments are covered out of operating profitsη εξυπηρέτηση τόκων και αποσβέσεως του κεφαλαίου εξασφαλίζεται από τα κέρδη εκμεταλλεύσεως
lawlease of operating facilitiesσυμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης
lawlease of operating facilitiesσυμβόλαιο διαχείρισης
astronaut., transp.likely operating conditionΠιθανές συνθήκες πτητικής λειτουργίας
IT, dat.proc.to load from an operating systemφορτώνω από το λειτουργικό σύστημα
el., construct.lowest operating levelκατώτερη στάθμη εκμετάλευσης
construct.main operating rodαναρτήρας
commun., ITmaintenance and operating aid facilitiesβοηθήματα λειτουργίας και συντήρησης
commun., ITmaintenance and operating aid subsystemυποσύστημα λειτουργίας και συντήρησης
met.man who operates automatic welding machinesχειριστής αυτομάτου μηχανής συγκολλήσεως
fin.margin to cover operating costsπεριθώριο για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων
transp., avia.maximum certificated operating altitudeμέγιστο πιστοποιημένο ύψος πτητικής λειτουργίας
el.maximum frequency drift over operating temperatureμέγιστη ολίσθηση συχνότητας συναρτήσει της θερμοκρασίας λειτουργίας
el.maximum frequency drift over operating temperatureμέγιστη ολίσθηση συχνότητας στη θερμοκρασία λειτουργίας
transp., avia.maximum landing gear operating speedΜέγιστη ταχύτητα λειτουργίας συστήματος προσγείωσης
commun., el.maximum non-operate currentμέγιστο ρεύμα αδυναμίας έλξης
commun., el.maximum non-operate currentμέγιστη ένταση αδυναμίας έλξης
astronaut., transp.maximum normal operating pressureΜέγιστη κανονική πίεση λειτουργίας
astronaut., transp.maximum operating altitudeΜέγιστο ύψος πτητικής λειτουργίας
tech., el.maximum operating flowμέγιστη ωφέλιμη ροή
transp., avia.maximum operating limit speedΜέγιστη οριακή ταχύτητα πτητικής λειτουργίας
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.maximum operating pressureμέγιστη πίεση λειτουργίας
transp.maximum operating speedμέγιστη ταχύτητα οχήματος εν κυκλοφορία
transp.maximum operating speedμέγιστη ταχύτητα λειτουργία
transp., tech.maximum operating speedμέγιστος επιχειρησιακός αριθμός Μαχ
astronaut., transp.maximum operating speedΜέγιστη ταχύτητα πτητικής λειτουργίας
ITmaximum operating temperatureμέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας
transp., nautic., fish.farm.maximum permissible operating draughtμέγιστο επιτρεπτό βύθισμα πλεύσης
astronaut., transp.maximum safe operating limitΜέγιστο όριο ασφαλούς λειτουργίας
transp.maximum vehicle operating speedμέγιστη ταχύτητα οχήματος εν κυκλοφορία
market.method of allocating operating costsμέθοδος καταμερισμού λειτουργικών δαπανών
market.method of allocating operating costsμέθοδος καταλογισμού λειτουγικού κόστους
ITmicrocomputer operating consoleχειριστήριο μικροϋπολογιστή
commun., el.minimum operate currentελάχιστο ρεύμα έλξης
commun., el.minimum operate currentελάχιστη ένταση έλξης
el.minimum operating currentελάχιστο ρεύμα λειτουργίας
construct.minimum operating levelκατώτατη στάθμη λειτουργίας
el.minimum operating temperatureελάχιστη θερμοκρασία λειτουργίας
astronaut., transp.minimum safe operating limitΕλάχιστο όριο ασφαλούς λειτουργίας
tech., law, el.minimum stable operating levelελάχιστο σημείο ευσταθούς λειτουργίας
comp.mobile operating systemκινητή πλατφόρμα
met.mould operating by gravityμήτρα για χύτευση με βαρύτητα
met.mould operating by gravityαδρανής μήτρα
met.mould operating by injectionμήτρα για χύτευση με έγχυση
gen.net operating expensesκαθαρά έξοδα λειτουργίας
ITnetwork operating frequencyσυχνότητα λειτουργίας δικτύου
ed., ITnetwork operating systemλειτουργικό σύστημα δικτύων
commun., el.non-operate currentρεύμα αδυναμίας έλξης
commun., el.non-operate currentένταση αδυναμίας έλξης
el.non-operating signal rejectionαπόρριψη αλειτουργικού σήματος
econ., fin.non-banking operating incomeαποτέλεσμα μη τραπεζικής εκμετάλλευσης
transp.non-vessel operating multimodal transport operatorsφορέας διεκπεραίωσης πολύμορφων μεταφορών χωρίς σκάφη
el.normal operating amperageρεύμα λειτουργίας
el.normal operating amperageένταση ρεύματος λειτουργίας
astronaut., transp.normal operating conditionsΚανονικές συνθήκες πτητικής λειτουργίας
el.normal operating currentρεύμα λειτουργίας
el.normal operating periodπερίοδος κανονικής λειτουργίας
astronaut., transp.normal operating rangeΚανονικό εύρος λειτουργίας
transp., avia.normal operating speedΚανονική ταχύτητα λειτουργίας
el.normal operating strengthρεύμα λειτουργίας
transp.obligation to operateυποχρέωση εκμετάλλευσης
transp.one-man operatingοδήγηση μηχανών έλξης με ένα μόνο μηχανοδηγό
transp.to operate a route systemεκτέλεση ενός συστήματος δρομολογίων
busin., labor.org.to operate ... as a monopolyεκμεταλλεύομαι... κατά μονοπωλιακό τρόπο
commun., el.operate currentρεύμα έλξης
commun., el.operate currentένταση έλξης
mater.sc.to operate from the tankπυρόσβεση με νερό της δεξαμενής
mater.sc.to operate from the tankθέτω σε λειτουργία την δεξαμενή
fin.to operate in accordance with commercial principlesλειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες του εμπορίου
tech.to operate in latched volume configurationχρησιμοποιώ σε κατάσταση μανδάλωσης
tech.to operate in latched volume configurationχρησιμοποιώ μανδαλωμένο
ITto operate in stroke modeμε σάρωση stroke mode
transp., avia., mech.eng.to operate in vibration environmentλειτουργώ σε περιβάλλον δονήσεων
commun., el.operate levelστάθμη λειτουργίας
commun., el.operate levelστάθμη διέγερσης
transp.to operate on the route concernedάδεια για παροχή υπηρεσιών σέ συγκεκριμένο δρομολόγιο
transp., avia.operate routesεκμεταλλεύομαι δρομολόγια
commun.to operate the call flapsθέτω σε λειτουργία τον προειδοποιητικό μηχανισμό
el.operate timeχρόνος λειτουργίας
el.operate timeχρόνος διέγερσης
polit.operating accidentατύχημα κατά την εκμετάλλευση
polit.operating accidentατύχημα εκμετάλλευσης
fin., econ.operating accountλογαριασμός εκμεταλλεύσεως
account.operating activitiesλειτουργικές δραστηριότητες
law, fin.operating agreementσυμφωνία λειτουργίας
econ., commer.operating aidενίσχυση λειτουργίας
fin., agric.operating aidενίσχυση στη λειτουργία
fin., agric.operating aidλειτουργική ενίσχυση
gen.operating aidενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας
commun., IToperating aid channelδίαυλος υπηρεσίας
commun., IToperating aid channelδίαυλος εκμετάλλευσης
commun., IToperating aid facilitiesβοηθήματα λειτουργίας
commun., IToperating aid informationπληροφορία λειτουργικής βοήθειας
transp., avia.operating air carrierπραγματικός αερομεταφορέας
transp., avia.operating altitudeύψος πτητικής λειτουργίας
commun., IToperating and maintenance overheadsεπιβαρύνσεις λειτουργίας και συντήρησης
gen.operating anomalyλειτουργική ανωμαλία
fin.operating appropriationπιστώσεις διοικητικής λειτουργίας
commun.operating areaλειτουργική περιοχή
commun.operating authorityαρχή εκμετάλλευσης
commun., IToperating bodyλειτουργόν σώμα
fin.operating budgetπροϋπολογισμός διοικητικής λειτουργίας
fin.operating budgetεπιχειρησιακός προϋπολογισμός
fin.operating budgetπροϋπολογισμός λειτουργίας
transp.operating by a line controllerλειτουργία με προϊστάμενο κίνησης
fin.operating capabilityικανότητα λειτουργίας
el.operating capacityπαραγόμενη ηλεκτρική ισχύς
fin., tax., industr.operating capitalκεφάλαιο λειτουργίας
fin.operating capital maintenanceδιατήρηση διαχειριστικού κεφαλαίου
transp., avia.operating carrierπραγματικός αερομεταφορέας
commun.operating centerκέντρο λειτουργικού ελέγχου
commun.operating centerκέντρο ελέγχου εκμετάλλευσης
commun.operating centreκέντρο λειτουργικού ελέγχου
med.operating chairχειρουργική καρέκλα
el.operating characteristicχαρακτηριστική λειτουργίας
math.operating characteristicχαρακτηριστική λειτουργική καμπύλη
stat., tech.operating characteristic curveχαρακτηριστική καμπύλη λειτουργίας
transp., mil., grnd.forc.operating characteristics linked to train safetyχαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης σχετικά με την ασφάλεια των τραίνων
fin.operating chargeλειτουργική υποχρέωση
account.operating chargesδαπάνες εκμετάλλευσης
account.operating chargesλειτουργικές δαπάνες
account.operating chargesέξοδα εκμετάλλευσης
IToperating commandεντολή λειτουργίας
fin.operating companyεταιρεία εκμεταλλεύσεως
fin.operating companyδιαφορετική εταιρεία
transp.operating conditionsόροι εκμετάλλευσης
transp.operating conditionsσυνθήκες εκμετάλλευσης
health.operating conditionsπαράγοντες λειτουργίας
el.operating conditions of an echo suppressorλειτουργικές συνθήκες ενός καταστολέα ηχώς
IT, transp.operating controlδιεκπεραίωση λειτουργίας
transp.operating control pointθέση ελέγχου εκμετάλλευσης
IT, transp.operating control systemσύστημα διεύθυνσης λειτουργίας
IT, transp.operating control systemμηχανισμός διεύθυνσης λειτουργίας
econ.operating costλειτουργικό κόστος
commun.operating cost of a postal establishmentκόστος λειτουργίας ταχυδρομικού καταστήματος
fin.operating costsκόστος εκμετάλλευσης
account.operating costsλειτουργικό κόστος
fin.operating costsδαπάνες λειτουργίας
fin.operating costsκόστος λειτουργίας
account.operating costsλειτουργικές δαπάνες
econ., transp.operating costs of vehiclesλειτουργικό κόστος των οχημάτων
el.operating currentρεύμα λειτουργίας
transp.operating cycleκύκλος λειτουργίας κινητήρα
commun., el.operating cycleκύκλος χειρισμών
industr., construct.operating cycleκύκλος λειτουργίας
account.operating cycleλειτουργικός κύκλος
industr., construct.operating cycleκύκλος εργασίας
account.operating cycleκύκλος εκμετάλλευσης
environ.operating dataδεδομένα λειτουργίας
environ.operating data Data referring to the practical carrying-out of a processδεδομένα λειτουργίας
gen.operating daysημέρες λειτουργίας
fin.operating deficitλειτουργικό έλλειμμα
fin.operating deficitέλλειμμα εκμετάλλευσης
transp.operating departmentτομέας λειτουργίας
transp.operating departmentκλάδος λειτουργίας
earth.sc.operating deviceδιάταξη χειρισμού
el.operating durationχρόνος λειτουργίας
el.operating durationχρονικό διάστημα λειτουργίας
el.operating durationδιάρκεια λειτουργίας
transp., tech.operating duty cycleδρομολόγιο κυκλοφορίας
econ.operating economiesοικονομίες εκμετάλλευσης
commun.operating environmentπεριβάλλον λειτουργίας
econ., market.operating equipmentλειτουργικός εξοπλισμός
fin.operating expenditureδιοικητικές δαπάνες
fin.operating expenditureεπιχειρησιακές δαπάνες
fin.operating expenditureεπιχειρηματικές δαπάνες
fin.operating expenseεπιχειρησιακή δαπάνη
account.operating expensesέξοδα λειτουργίας
fin.operating expensesδαπάνες λειτουργίας
account.operating expensesλειτουργικές δαπάνες
econ.operating expenses per hectareεπιβάρυνση ανά εκτάριο
econ.operating expenses per hourωριαία επιβάρυνση
econ.operating expenses per yearετήσιες λειτουργικές δαπάνες
health.operating factorsπαράγοντες λειτουργίας
econ., transp.operating failureσυμβάν εκμετάλλευσης
econ., transp.operating failureανωμαλία εκμετάλλευσης
transp.operating fleetαριθμός οχημάτων σε κυκλοφορία
el.operating frequencyσυχνότητα "ειτουργίας
transp., construct.operating gear or mechanismμηχανισμός λειτουργίας
transp., construct.operating gear or operating machineryμηχανισμός λειτουργίας
account.operating general expensesέξοδα λειτουργίας
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.operating gripχειρολαβή χειρισμού
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.operating gripλαβή χειρισμού
gen.operating groupομάς λειτουργίας
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.operating handleχειρολαβή χειρισμού
transp.operating hoursχρόνος λειτουργίας
bank.operating hoursωράριο λειτουργίας
el.operating impedance of secondary circuitφαινομένη αντίσταση λειτουργίας του δευτερεύοντος κυκλώματος
IT, earth.sc.operating in data modeλειτουργία σε κατάσταση δεδομένων
econ., transp.operating incidentσυμβάν εκμετάλλευσης
econ., fin.operating incomeέσοδα εκμετάλλευσης
commun.operating incomeέσοδα
econ., agric.operating incomeπρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης
econ., fin.operating incomeοργανικά έσοδα
fin., account.operating incomeαποτέλεσμα εκμετάλλευσης
fin., account.operating incomeκέρδος εκμεταλλεύσεως
fin., account.operating incomeοργανικό κέρδος
fin., account.operating incomeκέρδος επιχειρήσεως
fin., account.operating incomeαποτελέσματα χρήσης
busin., labor.org., account.operating incomeέσοδα εκμεταλλεύσεως
commun., transp., mil., grnd.forc.operating languageγλώσσα εργασίας
account.operating leaseλειτουργική μίσθωση
econ.operating leaseλήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing
account.operating leasingμίσθωση λειτουργική-
econ.operating leasingλήζιγκ εκμεταλλεύσεως leasing
transp., mech.eng.operating leverμοχλός χειρισμού
law, nucl.phys.operating licenceάδεια λειτουργίας
law, fin.operating licenceάδεια εκμετάλλευσης
tax., commun.operating licence feeτέλος άδειας εκμετάλλευσης
transp.operating lifeδιάρκεια ζωής
el.operating lifeδιάρκεια λειτουργίας
commun., IToperating lifetimeωφέλιμος χρόνος
energ.ind., industr.operating lifetimeλειτουργικός χρόνος ζωής
energ.ind., industr.operating lifetimeχρόνος ζωής
energ.ind., industr.operating lifetimeδιάρκεια ζωής
commun.operating limitόριο λειτουργίας
agric., construct.operating lineγραμμή άρδευσης
chem.operating lineγραμμή λειτουργίας
agric., mech.eng.operating lineσυρματόσχοινο έλξης
transp.operating loadσυνολικό φορτίο λειτουργίας
transp., mater.sc.operating load spectrumφάσμα φορτίσεων κατά τη λειτουργία
transp., mater.sc.operating load spectrumφάσμα επιχειρησιακών φορτίσεων
el.operating major itemκύριο αντικείμενο τεχνικής εκμετάλλευσης
gen.operating manualεγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας
fin.operating marginκέρδη εκμετάλλευσης
med.operating methodsχειρουργική τεχνική
transp., avia.operating minimaελάχιστα πτητικής λειτουργίας
commun., transp.operating modeτρόποι λειτουργίας
IToperating mode systemσύστημα τρόπου λειτουργίας
IToperating mode systemσύστημα εκμετάλλευσης
lawoperating monopolyμονοπώλιο εκμετάλλευσης
el.operating noise temperatureθερμοκρασία θορύβου λειτουργίας
gen.operating organizationοργανισμός λειτουργίας
IT, transp.operating panelομάδα υπηρεσίας εκμετάλλευσης
gen.operating parametersλειτουργικές παράμετροι
stat., tech.operating pathλειτουργική πορεία
law, nucl.phys.operating permitάδεια λειτουργίας
gen.operating personnelπροσωπικό λειτουργίας
gen.operating phaseφάση συνεχούς λειτουργίας
astronaut., transp.operating placardΠινακίδα λειτουργίας
transp., construct.operating platformέδρα χειρισμού
el.operating pointσημείο λειτουργίας
el.operating point shiftμετατόπιση σημείου λειτουργίας
commun., el.operating positionθέση τηλεφωνήτριας
el.operating positionθέση λειτουργίας
commun.operating position of a sorting machineλειτουργικό πόστο μηχανής διαλογής
commun.operating position of a sorting machineθέση λειτουργίας μηχανής διαλογής
el.operating pressureπίεση κενού
agric., construct.operating pressureπίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή
agric., construct.operating pressure at sprinklerπίεση στο ακροφύσιο εκτοξευτή
transp.operating proceduresδιαδικασίες λειτουργίας
fin.operating procedures of organised marketsκαθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών
econ., fin.operating procedures of organized marketsκαθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών
fin., account.operating profitοργανικό κέρδος
econ., market.operating profitκέρδος του επιχειρηματία
transp.operating radiusαυτονομία ενός κινητήριου οχήματος
transp.operating rangeαυτονομία ενός κινητήριου οχήματος
transp.operating rangeεπιχειρησιακή εμβέλεια
tech.operating rangeπεριοχή λειτουργίας
transp.operating ratioσυντελεστής εκμετάλλευσης
IToperating ratioλόγος απόδοσης
IToperating ratioλόγος ορθής λειτουργίας
econ., fin.operating ratioδείκτης εκμετάλλευσης
transp.operating ratio after financial chargesκαθαρός συντελεστής εκμετάλλευσης
econ., market.operating ratiosρυθμοί διαχείρισης
transp.operating reasonsλόγοι ανάγκης
transp.operating reasonsεπιτακτικοί λόγοι
gen.operating recordκατάστάση λειτουργίας
transp.operating regulationυπηρεσιακή εντολή
el.operating reliabilityδιάρκεια λειτουργίας
el.operating reserveεφεδρεία λειτουργίας
fin., account.operating resultοργανικό κέρδος
econ.operating resultαποτέλεσμα εκμετάλλευσης
fin., transp.operating result to employee ratioλόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά υπάλληλο"
fin., account.operating returnοργανικό κέρδος
commun.operating revenueέσοδα
transp.operating revenuesέσοδα εκμετάλλευσης
econ., fin.operating revenuesοργανικά έσοδα
life.sc., construct.operating rule curveκαμπύλη βελτίστης λειτουργίας
astronaut., transp.Operating RulesΚανονισμοί πτητικής λειτουργίας
econ.operating scheduleδρομολόγιο
el.operating seriesσειρά λειτουργιών
transp.operating serviceυπηρεσία κυκλοφορίας
transp., avia.operating siteχώρος λειτουργίας
transp., avia.operating siteτοποθεσία λειτουργίας
IT, dat.proc.operating softwareλειτουργικό σύστημα
IT, dat.proc.operating spaceχώρος χειρισμού
commun., transp.operating space agencyοργανισμός εκμετάλλευσης διαστήματος
transp.operating speedεμπορική ταχύτητα
transp.operating speedταχύτητα λειτουργίας
commun., transp.operating speedλειτουργική ταχύτητα
transp.operating statementμητρώο κυκλοφορίας
transp.operating statementβιβλίο κυκλοφορίας
IT, earth.sc.operating stationθέση χειριστού
stat.operating statisticsστατιστική των επιχειρήσεων
econ., market.operating statisticsεσωτερικές στατιστικές
gen.operating statusκατάσταση λειτουργίας
transp.operating strategyστρατηγική λειτουργίας
transp.operating strategyστρατηγική επιχείρησης
econ., fin.operating subsidyεπιδότηση λειτουργίας
gen.operating subsidyενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας
transp.operating supervisionεποπτική υπηρεσία λειτουργίας
commun.operating supervisorενεργός επόπτης
commun.operating support systemσύστημα στήριξης λειτουργίας
account.operating surplusλειτουργικό πλεόνασμα
IToperating system certificationορθότητα συστήματος
IToperating system certificationπιστοποίηση λειτουργικού ελέγχου
IToperating system performanceασφαλές λειτουργικό σύστημα
IToperating system performanceεπίδοση λειτουργικού συστήματος
IT, dat.proc.operating-system promptσύμβολο προτροπής από το λειτουργικό πρόγραμμα
IT, dat.proc.Operating System/Virtual Storageλειτουργικό σύστημα/εικονική μνήμη
med.operating tableχειρουργικό τραπέζι
med.operating table for orthopaedic surgeryειδικό τραπέζι για την ορθοπεδική χειρουργική
fin.operating targetλειτουργικός στόχος
med.operating techniqueχειρουργική τεχνική
transp., mil., grnd.forc.operating temperatureθερμοκρασία χρήσης
environ.operating temperatureθερμοκρασία λειτουργίας
el.operating temperature rangeπεριοχή θερμοκρασίας λειτουργίας
astronaut., transp.operating temperaturesΘερμοκρασίες λειτουργίας
tech.operating temperaturesθερμοκρασίες λειτουργίας
med.operating theatre linenιματισμός χειρουργείου
el.operating thresholdκατώφλιο λειτουργίας
transp., mech.eng.operating torqueροπή λειτουργίας
transp., mech.eng.operating torqueροπή εφαρμογής
transp.operating troubleπαρεμβολή
astronaut., transp.operating tyre pressureΠίεση λειτουργίας ελαστικού επίσωτρου
earth.sc., mech.eng.operating unbalanceαζυγοσταθμία λειτουργίας λειαντικού τροχού
transp.operating under shunting regulationsκυκλοφορία με πορεία "εν όψει"
transp.operating under shunting regulationsλειτουργία με πορεία "εν όψει"
transp.operating under shunting regulationsκυκλοφορία αποκλειστικά με οπτική αντίληψη
commun.operating unit for automation of composing machinesεπιχειρησιακή μονάδα αυτοματισμού μηχανών στοιχειοθεσίας
chem.operating variableμεταβλητή λειτουργίας
el.operating voltageτάση λειτουργίας
el.operating voltageτάση ενεργοποίησης προς λειτουργία
energ.ind., industr.operating voltageτάση χειρισμού
el.operating voltage indicatorενδείκτης τάσης λειτουργίας
med.operating weightεπιχειρησιακό βάρος κενό
med.operating weight emptyεπιχειρησιακό βάρος κενό
busin., labor.org.operating yearέτος λειτουργίας
el.optimum operating frequencyβέλτιστη συχνότητα λειτουργίας
econ., market.other operating revenueδιάφορα έσοδα λειτουργίας
econ., fin.overall operating incomeσυνολικό αποτέλεσμα χρήσης
el.overall operating noise factorσυνολικός παράγοντας θορύβου λειτουργίας
transp., el.pantograph operating mechanismμηχανισμός χειρισμού του παντογράφου
commun., el.pantograph operating signalσήμα χειρισμού των παντογράφων
el.passively operating maserπαθητικό μέιζερ
el.passively operating maserπαθητικό MASER
transp.Permit to Operate High Speed Craftάδεια εκτέλεσης πλόων για ταχύπλοο σκάφος
transp., nautic.Permit to operate High-Speed CraftΑδεια Εκμεταλλεύσεως Ταχυπλόου Σκάφους
transp.point operating apparatusχειριστήριο βελόνης
transp., mech.eng.point operating stretcherράβδος χειρισμού αλλαγής
transp., el.points-operating relay trainρελέ χειρισμού βελόνης αλλαγής
transp., el.points-operating relay trainηλεκτρονόμος χειρισμού αλλαγής
astronaut., transp.powerplant operating characteristicsΧαρακτηριστικά λειτουργίας συστήματος ισχύος
commun.preparation operatingεκμετάλλευση με προπαρασκευή
commun.private operating agencyIδιωτικός Oργανισμός Eκμετάλλευσης
econ.producers'operating costsκόστος λειτουργίας των παραγωγικών μονάδων
ITprogrammed operating zoneζώνη προγραμματισμένης λειτουργίας
law, fin.public law body that operates under private lawνομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,το οποίο λειτουργεί υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου
IT, el.quickly operatingταχείας λειτουργίας
el.quiescent operating pointσημείο λειτουργίας
el.quiescent operating pointσημείο εργασίας
transp.Railway construction and operating regulationsκανονισμός κατασκευής και εκμετάλλευσης σιδηροδρόμων
fin., transp.ratio of operating result to tonne-kilometresλόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά τονοχιλιόμετρο"
transp., avia.reasonably expected adverse operating conditionsλογικά αναμενόμενες δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας
el.receiver operating conditionsλειτουργικές συνθήκες δέκτη
commun.recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης
commun.recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
commun.recognised private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός
commun.recognized private operating agencyαναγνωρισμένος ιδιωτικός οργανισμός εκμετάλλευσης
commun.Regional Bell Operating Company USAΠεριφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπέλ ΗΠΑ
ITRegional Bell Operating CompanyΠεριφερειακή Εταιρεία Εκμετάλλευσης Μπελ
econ., commer.regional operating aidπεριφερειακή λειτουργική ενίσχυση
commun., transp.regional operating headquartersτοπικός σταθμός ελέγχου
el.relay must-operate valueτιμή υποχρεωτικής λειτουργίας ηλεκτρονόμου
el.relay must-operate valueτιμή ανάληψης ηλεκτρονόμου
el.relay must-operate valueτιμή έλξης ηλεκτρονόμου
transp.remote operating positionθέση χειρισμού εξ αποστάσεως
ITreprogrammable operating parameterεπαναπρογραμματιζόμενη παράμετρος λειτουργίας
ITreprogrammable operating parameterπαράμετρος λειτουργίας που μπορεί να επαναπρογραμματίζεται
ITreprogrammable operating parameterεπαναπρογραμματίσιμη παράμετρος λειτουργίας
gen.Security Operating Procedureλειτουργική διαδικασία ασφαλείας
transp., mech.eng.to set a brake in operating positionενεργοποιώ την πέδη
transp., mech.eng.to set a brake in operating positionβάζω την πέδη σε θέση λειτουργίας
transp.signal operating rodράβδος χειρισμού σήματος
transp.single speed operatingσύστημα ενιαίας ταχύτητας μεταφοράς
stat., tech.slope of an operating characteristic curveκλίση χαρακτηριστικής καμπύλης
el.stabilisation of operating pointσταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας
el.stabilization of operating pointσταθεροποίηση του σημείου λειτουργίας
ITStandard Operating Procedureτυποποιημένες διαδικασίες
pharma.Standard Operating Procedureτυποποιημένη διαδικασία λειτουργίας
astronaut., transp.structural operating limitationsΔομικοί περιορισμοί πτητικής λειτουργίας
ITsupervisory operating systemλειτουργικό σύστημα εποπτείας
el.suppression operate timeχρόνος λειτουργίας του υποβιβασμού
commun.television operating centerκέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
commun.television operating centerκέντρο εκμετάλλευσης τηλεόρασης
commun.television operating centreκέντρο τηλεοπτικής λειτουργίας
transp.temporary operating licenceπροσωρινή άδεια εκμετάλλευσης
el.test for operating direction of relayδοκιμή της κατευθυντηρίου λειτουργίας ηλεκτρονόμου
patents.this protection shall operate for the benefit of the author and his successors in titleη προστασία ασκείται προς όφελος του δημιουργού και παντός δικαιοδόχου
earth.sc., tech.time to operateχρόνος λειτουργίας
transp.token operatingλειτουργία με "ράβδο-πιλότο"
transp.toll operating companyεταιρεία διοδίων
transp.Traffic Operating Departmentυπηρεσία εκμετάλλευσης
transp.Traffic Operating Departmentεκμετάλλευση
mater.sc.turnable ladder operating positionστροφοτράπεζα χειρισμού μηχανικής κλίμακας
mater.sc.unit operating duty periodπερίοδος λειτουργίας συσκευής
commun., transp.unstalled operating rangeπεδίο εκμετάλλευσης χωρίς απώλεια στήριξης
commun., transp.unstalled operating rangeεπιχειρησιακή περιβάλλουσα
transp.vehicle operating conditionsσυνθήκες κυκλοφορίας των οχημάτων
environ.wet-operating dedusterυγρός αποκονιωτής
transp., construct.working gear or operating mechanismμηχανισμός χειρισμού θυροφραγμάτων
Showing first 500 phrases

Get short URL