Subject | English | Greek |
gen. | Article Procurement with On Line Local Ordering | Προμήθειες Υλικού με Απευθείας Τοπικές Παραγγελίες |
commun., IT | Article Procurement with On-line Local Ordering | Προμήθειες Υλικού με Απευθείας Τοπικές Παραγγελίες |
commun. | article procurement with on-line local ordering | Προμήθειες Υλικού με Απευθείας Τοπικές Παραγγελίες |
market. | asset depreciated on a straight line basis | στοιχείο ενεργητικού που αποσβέννυται με βάση γραμμική απόσβεση |
transp. | braking in accordance with the restrictions on the line | πέδηση σε συνάρτηση με τις συνθήκες γραμμής |
transp. | braking in accordance with the restrictions on the line | πέδηση ανάλογα με τις συνθήκες γραμμής |
earth.sc., el. | brought on line | συνδεδεμένο |
gen. | Debug on-line | Διόρθωση λαθών σε επικοινωνία |
commun. | device for holding a connection on line while communicating with a person on another extension | διάταξη θέσης σε αναμονή μιας γραμμής |
mech.eng., el. | direct-on-line starting | άμεση εκκίνηση |
agric., construct. | distance between sprinkler position on a sprinkler line | απόσταση μεταξύ των εκτοξευτών |
transp. | European Agreement on Important International Combined Transport Lines and Related Installations | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις κύριες διεθνείς γραμμές συνδυασμένων μεταφορών και συναφών εγκαταστάσεων |
transp. | European Agreement on Main International Railway Lines AGC | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις κύριες διεθνείς σιδηροδρομικές γραμμές AGC |
IT, dat.proc. | font on-line | ενσωματωμένος τύπος χαρακτήρων |
IT | government on-line services | υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης |
IT | government on-line services | ηλεκτρονικές υπηρεσίες στις δημόσιες διοικήσεις |
met. | guiding from a line on a workpiece | οδήγηση με χάραξη |
transp. | International Conference on Load Lines | διεθνής διάσκεψη για τις γραμμές φόρτωσης |
transp., nautic., environ. | International Convention on Load Lines | Διεθνής Σύμβαση "περί γραμμών φορτώσεως πλοίων" |
transp., nautic. | International Convention on Load Lines | Διεθνής Σύμβαση Γραμμής Φορτώσεως |
transp. | International Convention on Load Lines | Διεθνής σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων, του 1966 |
transp. | International Convention on Load Lines | Διεθνής Σύμβαση για τις Γραμμές Φόρτωσης |
transp. | line on a falling grade | σιδηροδρομική γραμμή με κατωφέρεια |
transp. | line on a falling grade | σιδηροδρομική γραμμή με αρνητική κατά μήκος κλίση |
transp. | line on a falling gradient | σιδηροδρομική γραμμή με κατωφέρεια |
transp. | line on a falling gradient | σιδηροδρομική γραμμή με αρνητική κατά μήκος κλίση |
agric., construct. | line on wheels | κινητή γραμμή άρδευσης |
IT, dat.proc. | to line up figures on the comma | στοίχιση ψηφίων βάσει της υποδιαστολής |
IT, dat.proc. | to line up figures on the comma | ευθυγράμμιση ψηφίων βάσει της υποδιαστολής |
health., IT | medical literature on line | τράπεζα δεδομένων για ιατρικά συγγράμματα σε συνεχή σύνδεση με υπολογιστή |
IT, R&D. | on line | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
commer., IT | on line advertising | διαφήμιση σε απευθείας σύνδεση |
commer., IT | on line advertising | διαφήμιση on-line |
econ. | on line data service | υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης |
transp. | on the wrong line | αντίθετα προς το ρεύμα κυκλοφορίας |
transp. | on the wrong line | αντίθετα προς την επιτρεπόμενη φορά κυκλοφορίας |
transp., el. | on-course line | σε γραμμή πορείας |
el. | on-line | συνδεδεμένος απ'ευθείας |
transp. | on-line | βασική συγκοινωνιακή γραμμή |
IT, R&D. | on-line | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
IT | on-line | σε απευθείας σύνδεση |
IT | on-line | επιγραμμικός |
gen. | on-line | άμεσης επικοινωνίας |
el. | on-line | απ'ευθείας συνδέσεως |
gen. | on-line | απ'ευθείας |
fin. | on-line accounting system | λογιστικό σύστημα άμεσης επικοινωνίας |
IT | on-line aid | βοηθήματα σε απευθείας σύνδεση |
IT | on-line back-propagation algorithm | οπισθοδρομικός αλγόριθμος σε σύνδεση με υπολογιστή |
industr., construct., chem. | on-line coating | Eπικάλυψη εν σειρά |
IT | on-line COM recorders | εγγραφέας μικροφωτοταινίας σε σύνδεση |
IT, dat.proc. | on-line computer service | υπηρεσία άμεσης επικοινωνίας |
gen. | On-line computer service | Σε επικοινωνία εξυπηρέτηση με υπολογιστή |
IT | on-line computer system | επιγραμμικό σύστημα υπολογιστή |
gen. | On-line connection | Σύνδεση σε επικοινωνία |
arts., commun., IT | on-line creation | δημιουργία on line |
commun., transp., industr. | On-Line Data Interchange | απευθείας ανταλλαγή δεδοµένων |
IT, transp., avia. | on-line data interchange | απευθείας ανταλλαγή δεδομένων ; ανταλλαγή δεδομένων με άμεση επικοινωνία |
IT | on-line data processing | επεξεργασία δεδομένων on-line |
IT, R&D. | on-line data service | κέντρο δεδομένων "άμεσης επικοινωνίας"; τράπεζα δεδομένων άμεσης επικοινωνίας |
gen. | On-line data transmission | Σε επικοινωνία μετάδοση δεδομένων |
gen. | On-line data-base service | Υπηρεσίες βάσης δεδομένων σε επικοινωνία |
earth.sc. | on-line decontamination | απολύμανση on-line |
IT | on-line diagnostics | διάγνωση on-line |
fin., commun. | on-line distribution of music | ηλεκτρονική διάθεση µουσικής |
commun., IT | on-line environment | περιβάλλον επί γραμμής |
IT | on-line equipment | Εξοπλισμός σε επικοινωνία |
ed., IT | on-line European learning resource directory | συνεχώς συνδεδεμένο ευρωπαϊκό ευρετήριο των πηγών πληροφοριών για τη μάθηση |
commun. | on-line feature-film access | πρόσβαση σε ταινίες σε απευθείας σύνδεση |
IT | on-line file | Αρχείο σε επικοινωνία |
health., IT | on-line health | ηλεκτρονικές υπηρεσίες στον τομέα της υγείας |
health., IT | on-line health | ηλεκτρονική υγεία |
health., IT | on-line health | ηλ-υγεία |
IT | on-line help menu | βοηθητικά μενού επιλογής σε σύνδεση με υπολογιστή |
med. | on-line hyphenated techniques | συνδυασμένες τεχνικές σε απευθείας σύνδεση |
commun., IT | on-line information and communications service | υπηρεσία τηλεματικής |
commun., IT | on-line information and communications service | τηλεματική υπηρεσία |
commun., IT | on-line information society | ηλεκτρονικά συνδεδεμένη κοινωνία της πληροφορίας |
insur. | on-line information system | σύστημα πληροφοριών άμεσης επικοινωνίας |
gen. | On-line input | Είσοδος σε επικοινωνία |
ed. | on-line learning | ηλεκτρονική μάθηση |
nat.sc. | on-line measurement | απευθείας μέτρηση |
commun., IT | on-line mode | τρόπος λειτουργίας ON-LINE |
IT | on-line multiple access | πολλαπλή πρόσβαση σε σειρά |
IT | on-line operation | Λειτουργία σε επικοινωνία,επεξεργασία σε επικοινωνία |
chem., el. | on-line pigging | εσωτερική διέλευση εμβόλου εν λειτουργία |
IT | on-line real-time operation | Λειτουργία πραγματικού χρόνου σε επικοινωνία |
commun., IT | on-line reception | λήψη ον λάιν |
commun., IT | on-line reception | άμεση λήψη |
IT | on-line reduction of data | αναγωγή δεδομένων σε σύνδεση με υπολογιστή |
gen. | on-line refiguration | ανασυγκρότηση σε σύνδεση |
gen. | on-line remote micrifiche reader | Εικονοσκόπιο,από απόσταση αναγνώστης μικροφωτοδελτίων σε επικοινωνία |
IT, dat.proc. | on-line remote microfiche reader | απομακρυσμένος αναγνώστης μικροφωτοδελτίων άμεσης επικοινωνίας |
ed., IT | on-line resource directory | ευρετήριο πηγών σε απευθείας σύνδεση |
commun., IT | on-line sale | πώληση on-line |
med. | on-line separation | διαχωρισμός σε απευθείας σύνδεση |
environ. | on-line service | υπηρεσία επί γραμμής |
commun. | on-line service | υπηρεσία ανοικτής γραμμής |
environ. | on-line service Service providing an active connection with a communications network | υπηρεσία επί γραμμής |
gen. | on-line state indicator | εξακριβωτής κατάστασης σε συνεχή σύνδεση |
transp. | on-line station | στάση βασικής συγκοινωνιακής γραμμής |
IT | on-line storage | επιγραμμική αποθήκευση |
commun., IT | on-line support | υποστήριξη ον λάιν |
commun., IT | on-line support | άμεση υποστήριξη |
gen. | on-line test | δοκιμή "εντός κυκλώματος" |
gen. | On-line test executive program | Εποπτεύον πρόγραμμα δοκιμής σε επικοινωνία |
gen. | On-line test system | Σύστημα δοκιμής σε επικοινωνία |
mater.sc., industr., construct. | on-line testing | συνεχής μέτρηση παραμέτρων παραγωγής |
mater.sc., industr., construct. | on-line testing | δοκιμή κατά τη λειτουργία |
gen. | On-line testing | Δοκιμή σε επικοινωνία |
IT | on-line transmission of information | διαβίβαση πληροφοριών με άμεση επικοινωνία |
IT | on-line usage | πρόσβαση προς επιγραμμική χρήση |
ed., IT | on-line video dictionary | λεξικό βίντεο σε απευθείας σύνδεση |
gen. | On-line viewer | Εικονοσκόπιο,από απόσταση αναγνώστης μικροφωτοδελτίων σε επικοινωνία |
transp. | to run on the left hand line | κυκλοφορώ στην αριστερή γραμμή |
transp. | to run on the right hand line | κυκλοφορώ στη δεξιά γραμμή |
transp. | to run on the wrong line | κυκλοφορώ σε γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης |
transp. | running on the wrong line | πορεία στη γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης |
hobby | safety line for use on recreational craft | σχοινί ασφαλείας για χρήση σε σκάφη αναψυχής |
industr., construct., chem. | seam on neck ring parting line | Pαφή επιλαίμιου |
IT | sent on line | μετάδοση άμεσης επικοινωνίας |
commun., transp. | signal on open line | σήμα ανοικτής γραμμής |
gen. | survey-line on surface | επίγεια όδευση |
gen. | This designation is without prejudice to positions on status, and is in line with UNSCR 1244 and the ICJ Opinion on the Kosovo Declaration of Independence. | Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 1244 και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου |
IT, chem. | Toxicology information on line | τράπεζα δεδομένων για τοξικολογικές πληροφορίες σε συνεχή σύνδεση με υπολογιστή |
transp. | traffic turn-over on a line | κυκλοφοριακή παροχή γραμμής |
commun., transp. | vehicle-on-line indicator | δείκτης κυκλοφορίας οχήματος στη γραμμή |
life.sc. | visual line of position on land | γραμμή οπτικής επαφής |