Subject | English | Greek |
gen. | affirming as the essential objective of their efforts the constant improvement of | θέτοντας ως κύριο σκοπό των προσπαθειών τους τη σταθερή βελτίωση των... |
polit. | Committee for implementation of development cooperation operations which contribute to the general objective of developing and consolidating democracy and the rule of law and to that of respecting human rights and fundamental freedoms 1999-2004 | Επιτροπή για την εφαρμογή δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη που συμβάλλουν στο γενικό στόχο ανάπτυξης και παγιοποίησης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου όπως και το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών 1999-2004 |
fin. | Community initiative concerning the improvement in tendering for services by businesses in Objective 1 regions | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την προετοιμασία των επιχειρήσεων στην προοπτική της ενιαίας αγοράς |
med. | consciousness of objective importance | υποκειμενική συνείδησις |
med. | consciousness of objective importance | αντικειμενική συνείδησις |
med. | electromagnetic objective lens | ηλεκτρομαγνητικός αντικειμενικός φακός |
med. | morpho-objective perception | μορφοαντικειμενική αντίληψις |
econ., market. | neutral and objective criteria | ουδέτερα και αντικειμενικά κριτήρια |
commun., life.sc., lab.law. | objective analysis | αντικειμενική ανάλυση |
med. | objective anxiety | αντικειμενικό άγχος |
med. | objective consciousness | αντικειμενική συνείδησις |
industr., construct. | objective containing one or more lenses which | αντικειμενικός φακός |
econ., market. | objective criterion or condition | αντικειμενικό κριτήριο ή προϋπόθεση |
mater.sc. | objective evidence | αντικειμενική μαρτυρία |
tech. | objective evidence | αντικειμενική απόδειξη |
mater.sc. | objective evidence | αντικειμενική ένδειξη |
social.sc. | objective factor of fact | αντικειμενικό πραγματικό στοιχείο |
law | objective factor of law | αντικειμενικό νομικό στοιχείο |
environ. | objective for the stabilization of carbon dioxide emissions | στόχος σταθεροποίησης των επιπέδων του CO 2 |
nat.sc. | objective function | συνάρτηση που αποτελεί το αντικείμενο αριστοποίησης |
stat., scient. | objective function parametrization | παραμετροποίηση της οικονομικής συνάρτησης |
earth.sc. | objective-holder | διάταξη που φέρει τους αντικειμενικούς φακούς |
commun. | objective impairment | αντικειμενική υποβάθμιση |
el. | objective interference impression | αντικειμενική εντύπωση παρεμβολής |
comp., MS | objective KPI | KPI στόχου (A KPI that derives its target value and score from a rollup of its child KPIs) |
med. | objective lens | αντικειμενικός φακός |
med. | objective lens | αντικειμενικός |
law | objective liability | αντικειμενική ευθύνη |
transp., mil., grnd.forc. | objective luminous flux | αντικειμενική φωτεινή ροή |
earth.sc., tech. | objective noise meter | αντικειμενικό θορυβόμετρο |
gen. | objective of accreditation for the system | στόχος της διαπίστευσης του συστήµατος |
econ., fin. | objective of price stability | στόχος της σταθερότητας των τιμών |
med. | objective of thinking | στόχος της σκέψης |
med. | objective of thinking | αντικείμενο της σκέψης |
med. | objective of treatment | αντικειμενικός σκοπός θεραπείας |
ed., IT | objective over time | στόχος σε συνάρτηση με το χρόνο |
transp., avia. | objective procedure for slot allocation | αντικειμενική διαδικασία κατανομής του διαθεσίμου χρόνου |
gen. | Objective 1 region | περιφέρεια του στόχου 1 |
environ. | objective, reliable, timely and comparable information | Αντικειμενικές, αξιόπιστες, έγκαιρες και συγκρίσιμες πληροφορίες |
law | objective responsibility | αντικειμενική ευθύνη |
insur. | objective risk | αντικειμενικός κίνδυνος |
med. | objective stimulus intensity | ένταση αντικειμενικού ερεθισμού |
transp., avia. | objective test | υποκειμενική δοκιμή |
transp., avia. | objective testing | υποκειμενική δοκιμή |
fin., account. | objective valuation price | αντικειμενική εκτιμώμενη τιμή |
cultur. | objective with a focussing device | αντικειμενικός φακός με αυτόματη διάταξη ρύθμισης |
lab.law. | objective working environment | αντικειμενικό εργασιακό περιβάλλον |
econ., polit., agric. | objective x region | περιοχή του στόχου Χ |
law, commer. | principle of objective territoriality | θεωρία των αποτελεσμάτων |
environ. | quality objective for aquatic environment | ποιοτικός στόχος για το υδάτινο περιβάλλον |
econ., polit., agric. | region covered by objective x | περιοχή του στόχου Χ |
earth.sc. | revolving objective-holder | περιστροφική διάταξη φορέας των αντικειμενικών φακών |
crim.law. | specific objective physical characteristics not subject to change | ιδιαίτερα αμετάβλητα φυσικά χαρακτηριστικά' ιδιαίτερα, αντικειμενικά και αναλλοίωτα φυσικά χαρακτηριστικά |
environ. | the objective is to reduce emissions through the capture and stable disposal of pollutants | σκοπός είναι να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων επιτυγχάνοντας τη δέσμευση και την ασφαλή διάθεσή τους |
life.sc., coal. | wedge to be attached to the objective of an optical shaft plumbing instrument | πρίσμα που προσαρμόζεται στο αντικειμενικό σύστημα όργανου οπτικού καταβιβασμού |
law | with a view to furthering the objective of this Treaty | για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης |