Subject | English | Greek |
tech., construct. | application of the principles of normalization and modular coordination | εφαρμογή των αρχών της κανονικοποίησης και του κατά μονάδα συντονισμού |
IT | broadband modular standardization | τυποποίηση δομοστοιχείων ευρυζωνικής επικοινωνίας |
IT | fast accelerator for modular exponentiation | γρήγορος επιταχυντής δομοστοιχειωτής εκθετικοποίησης |
el. | Gas Turbine-Modular Helium Reactor | σπονδυλωτός αεριοστροβιλικός αντιδραστήρας θερμοκρασίας ηλίου |
el. | Gas Turbine Modular Helium Temperature Reactor | σπονδυλωτός αεριοστροβιλικός αντιδραστήρας θερμοκρασίας ηλίου |
mech.eng. | hydraulic modular block | άρθρωμα πολλαπλής υδραυλικής σύνδεσης |
law | innovative characteristic of modular product | καινοτόμο χαρακτηριστικό του δομοστοιχειωμένου προϊόντος |
tech., construct. | minimum modular head | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής |
earth.sc., construct. | minimum modular head ratio | συντελεστής ελαχίστου φορτίου λειτουργίας αυτομάτων ή ημιαυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς ή ημισταθεράς παροχής |
tech., construct. | minimum modular loss | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής |
mech.eng., construct. | modular air conditioning system | κλιματιστική μονάδα για διαμόρφωση κλιματιστικών κέντρων |
IT | modular approach | δομοστοιχειωτή προσέγγιση |
commun., IT | modular architecture | δομοστοιχειωτή αρχιτεκτονική |
commun., IT | modular architecture | αρθρωτή αρχιτεκτονική |
el. | modular array | βαθμιδωτή μήτρα |
IT, el. | modular construction | δομοστοιχειωτή κατασκευή |
arts., construct. | modular construction | αρχιτεκτονική μέτρου |
gen. | Modular coordination | Εμβατική συσχέτιση |
lab.law. | modular course | μαθήματα εναλλασσόμενου χαρακτήρα |
IT | modular decomposition | αποσύνθεση κατά ενότητες |
IT | modular design | δομοστοιχειωτοποίηση |
IT | modular design | κατασκευή με δομοστοιχειωτό τρόπο |
IT | modular design | σχεδιασμός κατά ενότητες |
arts., construct. | modular design | αρχιτεκτονική μέτρου |
IT, el. | modular design of electronics | δομοστοιχειωτός σχεδιασμός ηλεκτρονικής |
mech.eng. | modular engine | στροβιλοκινητήρας κατασκευασμένος σε αρθρώματα συνδεόμενα με πέλμα |
mech.eng. | modular engine | κινητήρας συναρμολόγησης πέλμα με πέλμα |
gen. | modular exhibit | έκθεμα σε μετατρεπόμενα στοιχεία |
agric. | modular farm turnout | υδροληψία τύπου αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
el. | modular input-output system | μοντουλαρισμένο σύστημα εισόδου-εξόδου |
commun. | modular jack | υποδοχή " πρίζα |
IT | modular jack | υποδοχή |
mun.plan. | modular kitchen | εντοιχισμένη κουζίνα |
mech.eng., construct. | modular limits | όρια λειτουργίας ημιαυτομάτων ρυθμιστών ημισταθεράς παροχής |
mech.eng., construct. | modular limits | όρια λειτουργίας αυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς παροχής |
el. | modular MSI | λειτουργική μονάδα |
el. | modular MSI | λειτουργικό υποσύστημα |
transp., construct. | modular offtake regulator with two baffles | υδροληψία τύπου ρυθμιστού σταθεράς παροχής μετά δύο ασπίδων |
agric. | modular outlet | υδροληψία τύπου αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
gen. | modular panels | κινητά τυποποιημένα τοιχώματα |
IT, dat.proc. | modular programming | προγραμματισμός κατά ενότητες |
industr. | modular public toilet | δομοστοιχειωτό δημόσιο αποχωρητήριο |
mech.eng., construct. | modular range | εύρος λειτουργίας ημιαυτομάτων ρυθμιστών ημισταθεράς παροχής |
mech.eng., construct. | modular range | εύρος λειτουργίας αυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς παροχής |
IT | modular software | δομοστοιχειωτό λογισμικό |
el. | modular spacing | στοιχειώδης απόσταση |
nat.sc. | modular stellarator | σπονδυλωτή διάταξη Stellarator |
IT, dat.proc. | modular structure | αρθρωτή δομή |
IT, dat.proc. | modular structure | τμηματική δομή |
IT, el. | modular structure | δομοστοιχειωτή κατασκευή |
industr. | modular support frame | αρθρωτό πλαίσιο στήριξης |
gen. | modular system for video surveillance | σύστημα επιτήρησης με βίντεο |
gen. | Modular VCI | αρθρωτή διεπαφή επικοινωνίας με επεξεργαστή οχήματος |
gen. | Modular Vehicle Communication Interface | αρθρωτή διεπαφή επικοινωνίας με επεξεργαστή οχήματος |
earth.sc., tech. | non-modular analog oscilloscope | μη βαθμιδωτός αναλογικός παλμογράφος |
construct. | non-modular outlet | υδροληψία μη αυτομάτου παροχής |
construct. | non-modular outlet | υδροληψία ασταθούς παροχής |
construct. | non-modular pipe outlet | υδροληψία μετά διόδου εκροής και με παροχήν εξηρτημένην εκ της στάθμης ανάντη και κατάντη |
environ. | novel modular water treatment system by combination of solar photooxidation and air ionisation | Καινοτόμο σύστημα καθαρισμού του ύδατος μέσω της διαδοχικής επεξεργασίας του με ηλιακή φωτοοξείδωση και ιονισμό του αέρα |
agric. | semi-modular farm turnout | υδροληψία τύπου ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
agric. | semi-modular outlet | υδροληψία τύπου ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
IT | triple modular redundancy | αυτοδιορθούμενος υπολογιστής |