Subject | English | Greek |
gen. | Ad hoc Working Party on Genetically Modified Organisms | Ad hoc Ομάδα "Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί" |
industr., construct., chem. | alcohol-modified melamine resin | ρητίνη μελαμίνης βελτιωμένη με αλκοόλη |
industr., construct., chem. | alcohol-modified phenolic resin | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με αλκοόλη |
industr., construct., chem. | alcohol-modified urea resin | ρητίνη ουρίας βελτιωμένη με αλκοόλη |
industr., construct., chem. | aminoplastic-modified alkyd | αμινοπλαστικό βελτιωμένο με αλκύδιο |
med. | Binet-Simon test modified after Biaesch | μέθοδος του BIAESCH |
commer. | combustion-modified foam | αφρός τροποποιημένος ως προς την καύση |
gen. | Committee for implementation and adaptation to technical progress of the directive on the contained use of genetically modified organisms | Επιτροπή για την εφαρμογή και την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών |
environ. | Committee for implementation of the directive on the deliberate release into the environment of genetically modified organisms | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress and implementation of the directive an the deliberate release into the environment of genetically modified organisms | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
nat.sc. | Committee for the adaptation to technical progress and implementation of the directive on the contained use of genetically modified micro-organisms | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την περιορισμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών |
nat.sc. | Committee for the Release of Genetically Modified Organisms to the Environment | επιτροπή για την ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
nat.sc. | contained use of genetically modified micro-organisms | περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών |
environ. | deliberate release into the environment of genetically modified organisms | σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον |
med. | dominance modifying genes | γονίδια τροποποιούντα την επικράτηση |
health., anim.husb. | Dulbecco's modified Eagle's medium | τροποποιημένο υπόστρωμα Eagle's κατά Dulbecco |
health., anim.husb. | Evan's modified Tobie's medium | τροποποιημένο υπόστρωμα Tobie's κατά Evan's |
el. | expander modified propagation delay time | χρόνος καθυστέρησης διάδοσης αλλαγμένος λόγω διάταξης επέκτασης |
interntl.trade. | to extend, modify or terminate a waiver | παρατείνω, τροποποιώ ή επιφέρω τη λήξη απαλλαγής |
industr., construct., chem. | fatty acid modified phenolic resin | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με λιπαρά οξέα |
fin. | fully modified pass-throughs | πλήρως τροποποιημένες φορολογικές απαλλαγές |
health., nat.sc. | genetically modified | γενετικώς τροποποιημένος |
med., industr. | genetically modified cell | γενετικώς τροποποιημένο κύτταρο |
law | genetically modified characteristics | χαρακτηριστικό που έχει τροποποιηθεί γενετικώς |
agric. | genetically modified colza | γενετικώς τροποποιημένη ελαιοκράμβη |
health., nat.sc., food.ind. | genetically modified food | διαγονιδιακά τρόφιμα |
nat.sc. | genetically modified higher plant | γενετικώς τροποποιημένο ανώτερο φυτό |
nat.sc. | genetically modified micro-organism | γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός |
nat.sc. | genetically modified micro-organism | διαγονιδιακά ζώα |
mater.sc. | genetically modified micro-organism | ΓΤΜ |
econ. | genetically modified organism | γενετικά τροποποιημένος οργανισμός |
environ. | genetically modified organism An organism that has undergone external processes by which its basic set of genes has been altered | γενετικά τροποποιημένος οργανισμός |
life.sc., industr., chem. | genetically modified organism | γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός |
industr. | genetically modified plant | φυτό με ανασυνδυασμένο DNA |
agric. | genetically modified plant | γενετικώς τροποποιημένο φυτό |
environ. | heavily modified water body | ιδιαιτέρως τροποποιημένο υδατικό σύστημα |
el. | insert-modified parallel-gap welding | συγκόλληση με παράλληλα ηλεκτρόδια διακένου |
el. | insert-modified parallel-gap welding | με βύθιση θερμότητας |
el. | insert-modified parallel-gap welding | εισαγωγή μετατροπέα |
comp., MS | Last Modified Date/Time | Ημερομηνία/ώρα τελευταίας τροποποίησης (The timestamp of the most recent modification of a Navision entity. The modified entries are retrieved from the Change Log. If the Last Modified Date/Time is older than the last synchronization time, then entities will not be synchronized. If The Last Modified Date/Time is more recent, the synchronization will be performed) |
mater.sc. | living modified organism | ζωντανός τροποποιημένος οργανισμός |
life.sc., environ., agric. | living modified organism intended for direct use as food or feed or for processing | ζων τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για άμεση χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή ή για περαιτέρω επεξεργασία |
IT | modified address | διεύθυνση δεικτοδοτημένη |
IT | modified address | Τροποποιημένη διεύθυνση |
environ., chem. | modified adsorption | τροποποιημένη προσρόφηση |
chem. | modified AFNOR T 90-302 test | τροποποιημένη δοκιμασία AFNOR T 90-302 |
chem. | modified alkyd resins | τροποποιημένες αλκυδικές ρητίνες |
commun. | modified alternate mark inversion | τροποποιημένο διπολικό σήμα |
gen. | modified American plan | ημιδιατροφή |
med. | modified amino acid | τροποποιημένο αμινοξύ |
industr., construct., chem. | modified aminoplastic | βελτιωμένα αμινοπλαστικά |
math. | modified arithmetic mean | τροποποιημένος μέσος όρος |
math. | modified arithmetic mean | τροποποιημένος αριθμητικός μέσος όρος |
math. | modified arithmetic mean | τακτοποιημένος μέσος όρος |
food.ind., industr. | modified atmosphere | τροποποιημένη ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | modified atmosphere | ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
agric., mater.sc. | modified atmosphere storage room | θάλαμος ελεγχόμενης ατμόσφαιρας |
med. | modified base | τροποποιημένη βάση |
construct. | modified binder | τροποποιημένος σύνδεσμος |
construct. | modified binder | τροποποιημένο συνδετικό υλικό |
stat., scient. | modified binomial distribution | τροποποιημένη διωνυμική κατανομή |
stat. | modified binomial distribution | τροποποιημένη δυωνυμική διανομή |
IT | modified biquinary code | Τροποποιημένος διπενταδικός κώδικας |
IT | modified biquinary code | διπενταδικός κώδικας |
gen. | modified BOD meter | τροποποιημένος μετρητής BOD |
agric., chem. | modified cellulose | βελτιωμένη ξυλοκυτταρίνη |
industr., construct., chem. | modified chemical vapour deposition process | Mέθοδος εξωτερικής οξειδώσεως αερίου φάσεως |
industr., construct., chem. | modified chemical vapour deposition process | μέθοδος χημικής επικαλύψεως δι'ατμών |
el. | modified constant voltage charge | φόρτιση υπό τροποποιημένο σταθερό δυναμικό |
stat. | modified control limits | τροποποιημένα όρια ελέγχου |
el. | modified diode-transistor-logic gate | πύλη DTL τροποποίησης |
el. | modified diode-transistor-logic gate | πύλη λογική διόδου-τρανζίστορ-τροποποίησης |
el. | modified DTL gate | πύλη λογική διόδου-τρανζίστορ-τροποποίησης |
el. | modified DTL gate | πύλη DTL τροποποίησης |
el. | modified duo-binary format | τροποποιημένο διδυαδικό μορφότυπο |
fin. | modified duration | τροποποιημένη διάρκεια |
nat.sc., food.ind. | modified entity with no established history of food use | μόριο χωρίς αποδεδειγμένο ιστορικό χρήσης σε τρόφιμα |
agric. | modified environment | τροποποιημένη ατμόσφαιρα |
chem. | modified ethylene-propylene | τροποποιημένο αιθυλένιο-προπυλένιο |
chem. | modified ethylene-propylene-diene | τροποποιημένο αιθυλένιο-προπυλένιο-διένιο |
agric. | modified Ewers polarimetric method | τροποποιημένη πολωσιμετρική μέθοδος Ewers |
stat. | modified exponential curve | τροποποιημένη εκθετική καμπύλη |
nat.sc., food.ind. | modified food molecular entity | τροποποιημένο τροφικό μόριο |
IT, el. | modified frequency modulation | τροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας |
IT | modified frequency modulation recording | καταγραφή τροποποιημένης διαμόρφωσης συχνότητας MFM ΤΔΣ |
IT | modified frequency modulation recording | Τροποποιημένη διαμόρφωση συχνότητας |
construct. | modified homogeneous earth dam | παρηλλαγμένον ομογενές χωμάτινον φράγμα |
pharma. | modified immunological product | τροποποιημένα ανοσολογικά προϊόντα |
el. | modified index of refraction | τροποποιημένος δείκτης διάθλασης |
commun., IT | modified industry-standard instruments | τροποποιημένα βιομηχανικά τυποποιημένα όργανα |
health. | modified international nonproprietary name | τροποποιημένη διεθνής κοινή ονομασία |
commun., tech. | modified Julian date | τροποποιημένη Iουλιανή ημερομηνία |
mech.eng., el. | modified Kraemer system | τροποποιημένο σύστημα Κρέμερ |
stat. | modified Latin square | τροποποιημένο λατινικό τετράγωνο |
med., health., anim.husb. | modified live-virus vaccine | εμβόλιο με ζωντανό τροποποιημένο ιό |
earth.sc. | modified loess | ηλλοιωμένον Loess |
stat., scient. | modified mean | τροποποιημένος μέσος |
math. | modified mean | τακτοποιημένος μέσος όρος |
math. | modified mean | τροποποιημένος αριθμητικός μέσος όρος |
math. | modified mean | τροποποιημένος μέσος όρος |
stat., scient. | modified mean square successive difference | τροποποιημένη μέση τετραγωνική διαδοχική διαφορά |
stat. | modified mean square successive difference | τροποποιημένος μέσος όρος - τετραγωνική διαδοχική διαφορά |
earth.sc. | modified Mercalli intensity scale | κλίμακα Μερκάλι |
earth.sc. | modified Mercalli scale | κλίμακα Μερκάλι |
gen. | modified MITI test | τροποποιημένη δοκιμασία MITI |
forestr. | modified natural forest | τροποποιημένο φυσικό δάσος |
chem. | modified natural rubber | φυσικό καουτσούκ τροποποιημένο |
stat., scient. | modified normal distribution | τροποποιημένες Κανονικές κατανομές |
stat. | modified normal distributions | τροποποιημένες κανονικές διανομές |
commun. | modified notice | τροποποιημένη σημείωση |
life.sc. | modified OECD screening test | τροποποιημένη δοκιμασία διαλογής κατά ΟΟΣΑ |
chem. | modified oil | τροποποιημένο λάδι |
med. | Modified Outerbridge Scale | τροποποιημένη κλίμακα Outerbridge |
med. | modified paralysis | παράλυσις με τροποποιημένη συμπτωματολογία |
tech., mech.eng. | modified Parshall flume | τροποποιημένος μετρητής Parshall |
mech.eng. | modified part | τροποποιημένο εξάρτημα |
fin. | modified pass-throughs | τροποποιημένες φορολογικές απαλλαγές |
industr., construct., chem. | modified phenolic resin | βελτιωμένη φαινολική ρητίνη |
agric. | modified Polish-type top-side chafer | τροποποιημένου πολωνικού τύπου προστατευτικό φύλλο δικτύου |
transp., construct. | modified Proctor standard compactness | τροποποιημένο πρότυπο συμπύκνωσης Proctor |
econ. | modified product | τροποποιημένο προϊόν |
met. | modified profile | τραχυγράφημα |
stat. | modified profile likelihood | τροποποιημένη πιθανότητα σχεδιαγράμματος |
life.sc. | modified radical mastectomy | τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή |
el. | modified refractive index | τροποποιημένος δείκτης διάθλασης |
gen. | Modified release capsule | Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης |
gen. | Modified-release capsule, hard | Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, σκληρό |
gen. | Modified-release capsule, soft | Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, μαλακό |
gen. | Modified-release granules | Κοκκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης |
gen. | Modified-release tablet | Δισκίο ελεγχόμενης αποδέσμευσης |
gen. | Modified release tablet | Δισκίο ελεγχόμενης αποδέσμευσης |
life.sc. | modified SCAS test | τροποποιημένος έλεγχος SCAS |
life.sc. | modified SCAS test | τροποποιημένος έλεγχος ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | modified SCAS test | τροποποιημένη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | modified SCAS test | τροποποιημένη δοκιμασία SCAS |
life.sc. | modified SCAS test | τροποποιημένη δοκιμή SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμασία SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένος έλεγχος SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένη δοκιμή SCAS |
life.sc. | modified semi-continuous activated sludge test | τροποποιημένος έλεγχος ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
food.ind., chem. | modified starch | κατεργασμένο άμυλο |
food.ind., chem. | modified starch | τροποποιημένο άμυλο |
food.ind. | modified starches | τροποποιημένα άμυλα |
life.sc. | modified Sturm test | τροποποιημένη δοκιμή κατά Sturm |
agric. | modified Vermorel | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας |
agric. | modified Vermorel | ακροφύσιο με πώμα |
stat., scient. | modified von Neumann ratio | τροποποιημένος λόγος von Neumann |
stat. | modified von Neumann ratio | τροποποιημένη von αναλογία Neumann |
chem. | modified Watson correlation | συσχέτιση τροποποιημένη κατά Watson |
chem. | modified zirconium | τροποποιημένη ζιρκονία |
law, crim.law., UN | to modify a crime | αλλάζω το νομικό χαρακτηρισμό |
IT, dat.proc. | to modify mask size | τροποποιώ το μέγεθος της μάσκας |
IT | modify operations | πράξεις τροποποίησης |
comp., MS | Modify Report | Τροποποίηση αναφοράς (A button, found on the Report toolbar, that enables the user to customize a report) |
med. | to modify the genetic constitution by alteration of germ cells | τροποποίηση της γενετικής σύστασης μέσω επεμβάσεων στα βλαστικά κύτταρα |
earth.sc., chem. | modifying factor | συντελεστής τροποποιήσεως |
econ., market. | modifying Member | μέλος που προβαίνει σε τροποποιήσεις |
agric. | Network Group for the exchange and coordination of information concerning coexistence of genetically modified, conventional and organic crops | Ομάδα δικτύου με σκοπό την ανταλλαγή και το συντονισμό πληροφοριών σχετικά με την συνύπαρξη γενετικώς τροποποιημένων, συμβατικών και βιολογικών καλλιεργειών |
chem. | not chemically modified substance | μη χημικώς τροποποιημένη ουσία |
environ. | ozone-modifying substance | ουσία που επηρεάζει τη στιβάδα του όζοντος |
food.ind. | packaged under a modified atmosphere | συσκευασμένο υπό τροποποιημένη ατμόσφαιρα |
econ. | Panel on genetically modified organisms | Ομάδα με θέμα τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
met. | permanently-modified aluminium alloy | κράμα μονίμως τροποποιημένου αλουμινίου |
industr., construct., chem. | phenolic resin-modified alkyd | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με αλκύδιο |
chem. | pitch modified by air-blowing | πισσάσφαλτος τροποποιημένη με εμφύσηση αέρα |
met. | pre-modified aluminium alloy | κράμα προτροποποιημένου αλουμινίου |
transp., nautic., environ. | Protocol of 1997 to amend the International Convention for the Prevention of Pollution from Ships, 1973, as modified by the Protocol of 1978 relating thereto | Πρωτόκολλο του 1997 που τροποποιεί τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη Ρύπανσης από Πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 1978 που σχετίζεται με αυτή |
industr., construct., chem. | rosin modified phenolic resin | φαινολική ρητίνη τροποποιημένη με κολοφώνιο |
health., food.ind. | Scientific Panel on genetically modified organisms | Επιστημονική ομάδα για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
econ. | Scientific Panel on genetically modified organisms | Ομάδα με θέμα τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς |
el. | silicon-modified germanium | γερμάνιο με πρόσμιξη πυριτίου |
chem. | starch modified by esterification | άμυλα κάθε είδους που έχουν τροποποιηθεί με εστεροποίηση |
chem. | starch modified by etherification | άμυλα κάθε είδους που έχουν τροποποιηθεί με αιθεροποίηση |
industr., construct., chem. | terpene-modified phenolic resin | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με τερπένιο |
fin., econ. | the Council may modify the amendments | το Συμβούλιο δύναται να μεταβάλλει τις τροποποιήσεις |
chem. | treatment with modified clay | κατεργασία με τροποποιημένη άργιλο |
IT | which can be modified | τροποποιήσιμος |