Subject | English | Greek |
transp., avia. | aeroplane flight manual | Εγχειρίδιο πτήσης |
transp., avia. | aeroplane flight manual | εγχειρίδιο πτήσης του αεροσκάφους |
transp., avia. | Aeroplane Flight Manual | εγχειρίδιο πτήσεως αεροπλάνου |
transp., avia. | Aeroplane Flight Manual | Εγχειρίδιο πτήσης αεροπλάνου |
transp., avia. | aeroplane flight manual | εγχειρίδιο πτήσεως αεροπλάνου |
astronaut., transp. | aeroplane maintenance manual or section | Εγχειρίδιο ή τμήμα συντήρησης αεροπλάνου |
transp., avia. | aircraft flight manual | Εγχειρίδιο πτήσης |
transp., avia. | aircraft flight manual | εγχειρίδιο πτήσης του αεροσκάφους |
transp., avia. | aircraft maintenance manual | εγχειρίδιο συντήρησης αεροσκάφους |
astronaut., transp. | Airworthiness Limitations section of the manual | Τμήμα περιορισμών πτητικής ικανότητας του εγχειριδίου |
transp. | alternating-current manual block | χειροκίνητο σύστημα αποκλεισμού εναλλασσόμενου ρεύματος |
med. | appliance for testing manual dexterity | συσκευή μέτρησης της δεξιοτεχνίας |
law, fin. | audit manual | ελεγκτικό εγχειρίδιο |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | automatic transmission with manual override | αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων με χειροκίνητο επιλογέα |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | automatic transmission with manual override | αυτόματη μετάδοση εξοπλισμένη με χειροκίνητο επιλογέα |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | automatic transmission without manual override | αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων χωρίς χειροκίνητο επιλογέα |
stat., fin., account. | Balance of Payments Manual | Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών |
stat. | Canberra Manual | Εγχειρίδιο της Κανμπέρα |
gov. | category D : manual or service duties which require primary education | Κατηγορία D : Καθήκοντα χειρωνακτικής εργασίας ή εξυπηρέτησης που απαιτούν γνώσεις στοιχειώδους εκπαίδευσης |
stat., work.fl. | coding manual | εγχειρίδιο κωδικοποίησης |
mech.eng. | commissioning manual | εγχειρίδιο θέσεως σε λειτουργία |
immigr. | Committee for implementation of the Decision on procedures for amending the Sirene Manual | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τις διαδικασίες τροποποίησης του εγχειριδίου Sirene |
commer., immigr. | Committee for implementation of the Regulation on procedures for amending the Sirene Manual | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τις διαδικασίες τροποποίησης του εγχειριδίου Sirene |
immigr. | Common Manual | Κοινό Εγχειρίδιο; κοινό εγχειρίδιο για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων |
gen. | Common Manual | κοινός οδηγός |
social.sc., health. | compensatory fund for manual workers | επικουρικό ταμείο χειρωνακτών εργαζομένων |
commun., IT | console manual line service | χειροκίνητη υπηρεσία γραμμής-μεταλλακτική θέση |
mater.sc. | conversion manual | εγχειρίδιο μετατροπής |
h.rghts.act. | Council of EUrope Manual on Hate Speech | εγχειρίδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις δηλώσεις μίσους |
h.rghts.act. | Council of EUrope Manual on Hate Speech | Εγχειρίδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη ρητορική του μίσους |
commun., IT | demand manual tests | χειροκίνητες δοκιμές κατ'απαίτηση |
el. | dependent manual operation | εξαρτώμενος χειροκίνητος χειρισμός |
transp. | device for effecting manual block for single line | συσκευή για να πετύχουμε μπλοκάρισμα με το χέρι σε μονή γραμμή |
med. | Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders fourth edition | DSM-IV του Οιδίποδα |
med. | Diagnostic and Statistical Manual 4th edition | DSM-IV του Οιδίποδα |
transp. | direct-current manual block | χειροκίνητο σύστημα αποκλεισμού συνεχούς ρεύματος |
el., industr. | Emergency Management Manual | οδηγός διαχείρισης έκτακτων αναγκών |
environ. | environmental management manual | ποιοτικό εγχειρίδιο |
environ. | environmental management manual | εγχειρίδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης |
el. | equipment instruction manual | εγχειρίδιο οδηγιών εξοπλισμού |
gen. | Europol Security Manual | εγχειρίδιο ασφάλειας της Ευρωπόλ |
gen. | exhibitors'manual | εγχειρίδιο εκθετών |
transp., avia. | flight manual | εγχειρίδιο πτήσης του αεροσκάφους |
transp., avia. | flight manual | Εγχειρίδιο πτήσης |
transp., avia. | flight manual | εγχειρίδιο πτήσης |
environ. | Forestry Manual | κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία στο πλαίσιο της ανάπτυξης του δασικού τομέα |
environ. | Forestry Manual | εγχειρίδιο της δασοκομίας |
market. | franchise budget and profit-and-loss manual | οικονομικό-χρηματοδοτικό εγχειρίδιο του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
market. | franchise economic and financial manual | οικονομικό-χρηματοδοτικό εγχειρίδιο του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
law | franchise legal manual | εγχειρίδιο νομικών κανόνων του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
commer., work.fl. | franchise manual | εγχειρίδιο οδηγιών |
market. | franchise offer manual | φάκελος προσφοράς συμμετοχής στο δίκτυο |
law | franchise operating manual | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
law | franchise procedure manual | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
market. | franchisees'manual | κώδικας συμπεριφοράς δικαιοδόχων του δικτύου |
market. | franchisees'permanent training manual | εγχειρίδιο μόνιμης εκπαίδευσης των δικαιοδόχων |
environ. | Helcom Combating Manual | εγχειρίδιο συνεργασίας για την καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης |
environ. | Helcom Combating Manual | εγχειρίδιο καταπολέμησης της ρύπανσης της Helcom |
social.sc., polit. | ILO Manual on the Measurement of Volunteer Work | έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάση |
el. | independent manual operation | ανεξάρτητος χειροκίνητος χειρισμός |
industr. | industry user manual | εγχειρίδιο χρήστη κλάδου |
mech.eng. | installation manual | εγχειρίδιο εγκαταστάσεως |
mech.eng. | instruction manual | βιβλίο χειριστή |
mech.eng. | instruction manual | βιβλίο χειρισμού |
mech.eng. | instruction manual | βιβλίο οδηγιών |
mech.eng. | instruction manual | εγχειρίδιο οδηγιών χειρισμού |
commer. | instruction manual | εγχειρίδιο χρήσης |
environ. | internal "Environmental Guidelines" manual | εγχειρίδιο για υπηρεσιακή χρήση με τίτλο "Οδηγίες για το περιβάλλον" |
health. | Laboratory Biosafety Manual | εγχειρίδιο εργαστηριακής βιοασφάλειας της ΠΟΥ |
transp., mech.eng. | landing gear manual release | χειροκίνητη απασφάλιση σκέλους προσγείωσης |
transp., mech.eng. | landing gear manual release | χειροκίνητη έκταση σκέλους |
transp., mech.eng. | LG manual release | χειροκίνητη απασφάλιση σκέλους προσγείωσης |
transp., mech.eng. | LG manual release | χειροκίνητη έκταση σκέλους |
forestr. | lubrication manual | εγχειρίδιο λίπανσης |
mech.eng. | maintenance manual | οδηγίες λειτουργίας |
mech.eng. | maintenance manual | οδηγίες συντήρησης |
mech.eng. | maintenance manual | εγχειρίδιο συντηρήσεως |
IT, tech. | manual answering | χειροκίνητη απάντηση |
health. | manual audiometer | χειροκίνητο ακοόμετρο |
health. | manual audiometry | Ακουομετρία ιδίας καταγραφής |
transp. | manual block | χειροκίνητο σύστημα αποκλεισμού |
commun., IT | manual block signal system | χειροκίνητο σύστημα ελέγχου-χειρισμού σηματοδοτών |
met. | manual blowpipe | καυστήρας χειρός |
met. | manual brazing | συγκόλληση με το χέρι |
IT, dat.proc. | manual break | αμετάβλητη διακοπή |
IT, dat.proc. | manual break | σταθερή διακοπή |
comp., MS | manual caching | μη αυτόματη προσωρινή αποθήκευση (A method of manually designating network files and folders so they are stored on a user's hard disk and accessible when the user is not connected to the network) |
IT, tech. | manual calling | χειροκίνητη κλήση |
commun., IT | manual center | χειροκίνητο κέντρο |
gen. | manual central office | χειροκίνητο κέντρο |
commun., IT | manual centre | χειροκίνητο κέντρο |
commun., IT | manual-changeover signal | σήμα χειροκίνητης μεταγωγής |
commun., IT | manual-changeover-acknowledgement signal | επιβεβαιωτικό σήμα χειροκίνητης μεταγωγής |
tech. | manual choke | εκκινητήρας χειροκίνητος |
industr. | manual choke | χειροκίνητος αποπνικτήρας |
med. | manual choke | χειροκίνητη στραγγαλιστική διάταξη εμπλουτισμού του μείγματος |
transp. | manual chute | αλεξίπτωτο με χειροκίνητο άνοιγμα |
gen. | Manual closed-loop control | Χειροκίνητος έλεγχος κλειστού βρόχου |
el. | manual closing | χειροκίνητος σύνδεση |
el. | manual closing | σύζευξη |
el. | manual closing instruction | διαταξή χειροκινήτου συζεύξεως |
el. | manual closing instruction | διαταγή χειροκινήτου συνδέσεως |
comp., MS | Manual configuration | Μη αυτόματη ρύθμιση παραμέτρων (An option in the Advanced Phone Integration Configuration dialog box that enables the user-entered settings for phone integration instead of the automatic configuration settings) |
commun., IT | manual console only | χειροκίνητο χειριστήριο μόνο |
earth.sc., mech.eng. | manual control | χειρορύθμιση |
IT, el. | manual control | χειροκίνητος έλεγχος |
tech. | manual control | όργανο χειρισμού |
mech.eng. | manual control panel | πίνακας χειρισμού |
mech.eng. | manual control panel | βάθρο χειροκίνητων ελέγχων |
commun., transp. | manual control panel | χειροκίνητος πίνακας ελέγχου πορείας |
transp. | manual control traffic signal | φωτεινός σηματοδότης χειροκίνητου ελέγχου |
el. | manual controller | χειροκίνητος ελεγκτήρας |
industr., construct. | manual conveyor | χειροκίνητη μεταφορική μανοβία |
med. | manual curettage | απόξεση με το χέρι |
met. | manual cutting | κοπή με το χέρι |
met. | manual cutting torch | φλογοκόπτης χειρός |
mater.sc. | manual cycle | χειροκίνητος κύκλος |
IT, mech.eng. | manual data input mode of operation | εισαγωγή δεδομένων με το χέρι |
IT | manual data processing | Χειροκίνητη επεξεργασία δεδομένων / χειροκίνητη λειτουργία |
transp. | manual depressurization valve | χειροκίνητη βαλβίδα αποσυμπίεσης |
IT | manual device for data input | χειροκίνητη διάταξη εισαγωγής δεδομένων |
health. | manual dexterity | επιδεξιότητα των χειρών |
transp., tech. | manual direction finder bearing indicator | χειροκίνητο ραδιογωνιόμετρο |
hobby, transp. | manual disconnect handle | χειρολαβή αποχωρισμού |
comp., MS | manual discount | μη αυτόματη έκπτωση (The amount subtracted from the set price of a product or service prior to multiplying the price by the quantity purchased) |
transp., mech.eng. | manual drain valve | χειροκίνητη βαλβίδα εξυδάτωσης |
transp., mech.eng. | manual drain valve | χειροκίνητη βαλβίδα αποστράγγισης |
fish.farm. | manual dredger | δράγα χειρός |
lab.law. | manual duties | χειρωνακτική εργασία |
gov. | manual duties | καθήκοντα χειρωνακτικής εργασίας |
el. | manual editing | συρραφή με το χέρι |
el. | manual editing | μοντάζ με το χέρι |
lab.law., industr. | manual employee | χειρώνακτας |
lab.law., industr. | manual employee | εργάτης |
lab.law., industr. | manual employee | αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
construct. | manual excavation | σκάψιμο με τα χέρια |
commun. | manual exchange | χειροκίνητο κέντρο |
commun., IT | manual exclusion | χειροκίνητος αποκλεισμός |
IT | manual file | μη αυτοματοποιημένο αρχείο |
forestr. | manual fire extinguisher | χειροκίνητοι πυροσβεστήρες |
transp., avia. | manual flight | πτήση ελεγχόμενη από τον πιλότο |
crim.law. | manual for cross-border inquiries in tracing supply channels | τεχνικό εγχειρίδιο για τις διασυνοριακές έρευνες προσδιορισμού των δικτύων προμήθειας |
IT, dat.proc. | manual formatting | μη αυτόματη μορφοποίηση |
mech.eng. | manual forward motion with mechanical assistance | προς τα εμπρός κίνηση χειροκίνητη με μηχανική βοήθεια |
IT | manual function | χειροκίνητη λειτουργία |
transp. | manual gear box | χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων |
met. | manual guiding | οδήγηση με το χέρι |
IT, mech.eng. | manual handling device | χειροκίνητος διαχειριστής |
IT, mech.eng. | manual handling device | μονάδα χειροκίνητης διαχείρισης |
lab.law., chem. | manual handling of loads | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων |
lab.law., industr. | manual handling of loads involving a risk of musculoskeletal injury to workers | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους |
IT, lab.law. | manual handling of loads where there is a risk | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει κινδύνους |
commun. | manual hold | συγκράτηση κλήσης από θέση |
IT, dat.proc. | manual hyphenation | ιδιόχειρος συλλαβισμός |
met., el. | manual inert-gas metal-arc welding | χειροκίνητη ηλεκτροσυγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο |
med. | manual inhaler | εισπνευστήρας χειρός |
IT | manual input | χειροκίνητη εισαγωγή |
IT | manual input | χειροκίνητη είσοδος |
IT, met. | manual input | Χειροκίνητη είσοδος |
gen. | Manual input unit | Χειροκίνητη μονάδα εισόδου δεδομένων |
IT, transp. | manual interlocking machine | χειροκίνητο κυβερνείο σιδηροδρομικών γραμμών |
IT, transp. | manual interlocking machine | χειροκίνητο κεντρικό κλειδί |
environ., tech. | manual intervention | επέμβαση του χειριστή |
empl. | manual job | χειρωνακτική εργασία |
commun., IT | manual keying speed | ταχύτητα πληκτρολόγησης |
forestr. | manual labor | χειρωνακτική εργασία |
forestr. | manual labour | χειρωνακτική εργασία |
transp., mech.eng. | manual launch vehicle console | πίνακας χειρισμού εκτοξευτήρα |
mech.eng. | manual launcher | χειροκίνητη εξέδρα |
mater.sc., mech.eng. | manual lift truck | χειροκίνητο ανυψωτικό μηχάνημα |
comp., MS | manual line break | μη αυτόματη αλλαγή γραμμής (A nonprinting mark you insert to end the current line and continue the text on the next line) |
commun., IT | manual line service | υπηρεσία χειροκίνητης γραμμής |
IT | manual line service-console | χειροκίνητη υπηρεσία γραμμής-μεταλλακτική θέση |
mech.eng., construct. | manual lock | χειροκίνητη κλειδαριά |
mech.eng. | manual lubrication | χειροκίνητο σύστημα λίπανσης |
mech.eng. | manual make-safe | χειροκίνητη ασφάλιση |
IT, mech.eng. | manual manipulator | μονάδα χειροκίνητης διαχείρισης |
IT, mech.eng. | manual manipulator | χειροκίνητος διαχειριστής |
el. | manual metal arc welding with coated electrodes | συγκόλληση που γίνεται με το χέρι,με τόξο και επενδυμένα ηλεκτρόδια |
chem., el. | manual mixer | χειροκίνητος αναμικτήρας |
commun. | manual mobile telephone service | χειροκίνητη υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας |
IT, dat.proc. | manual mode | χειροκίνητος τρόπος λειτουργίας |
law, transp. | manual mode | οπτική απόσταση οχημάτων |
IT, mech.eng. | manual mode of operation | χειροκίνητος τρόπος λειτουργίας |
commun., IT | manual observation of the service quality | χειροκίνητη παρατήρηση της ποιότητας υπηρεσίας |
chem. | Manual of Decisions and Opinions | Εγχειρίδιο αποφάσεων και γνωμών |
agric., health., anim.husb. | Manual of Diagnostic Tests and Vaccines for Terrestrial Animals | Εγχειρίδιο Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα |
transp., avia. | manual of operations | εγχειρίδιο πτητικής λειτουργίας |
crim.law. | Manual of Procedure | Εγχειρίδιο Διαδικασίας |
health. | manual of standards for diagnostic tests and vaccines | εγχειρίδιο προδιαγραφών για τις διαγνωστικές δοκιμές και τα εμβόλια |
UN | Manual of Tests and Criteria | Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων |
environ. | Manual on Cooperation in Combating Marine Pollution | εγχειρίδιο καταπολέμησης της ρύπανσης της Helcom |
environ. | Manual on Cooperation in Combating Marine Pollution | εγχειρίδιο συνεργασίας για την καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης |
crim.law. | Manual on cross-border operations | εγχειρίδιο διασυνοριακών επιχειρήσεων |
agric., UN | Manual on methodologies for leaf and needle sampling and analyses | εγχειρίδιο για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης φύλλων και βελόνων |
el. | manual opening | χειροκίνητος απόζευξη |
el. | manual opening | χειροκίνητος αποσύνδεση |
el. | manual opening instruction | διαταγή χειροκινήτου αποσυνδέσεως |
el. | manual opening instruction | διαταγή χειροκινήτου αποζεύξεως |
IT | manual open-loop control | Χειροκίνητος έλεχγος ανοικτού βρόχου |
commun., IT | manual operation | χειροκίνητη λειτουργία |
IT, dat.proc. | manual operation | Χειροκίνητη λειτουργία |
earth.sc., mech.eng. | manual operation line | αγωγός για την χειροκίνητη λειτουργία |
el. | manual operation of motor drive mechanism | χειροκίνητη λειτουργία μηχανισμού οδήγησης κινητήρα |
commun. | manual originating line service | χειροκίνητη υπηρεσία εξερχόμενης γραμμής |
hobby, mech.eng. | manual override | χειροκίνητη παράκαμψη αυτοματισμού |
commun., transp. | manual override by the ground controllers | παρεμβατικός τηλεχειρισμός από το σταθμό εδάφους |
hobby, transp. | manual override Dring | χειρολαβή αποχωρισμού |
hobby, mech.eng. | manual override handle | χειρολαβή παράκαμψης αυτοματισμού |
IT, dat.proc. | manual page numbering | χειροκίνητη σελιδοποίηση |
IT, dat.proc. | manual pagination | χειροκίνητη σελιδοποίηση |
transp. | manual parachute | αλεξίπτωτο με χειροκίνητο άνοιγμα |
med. | manual patient rotation bed | χειροκίνητη ανακλινόμενη κλίνη ασθενούς |
med. | manual pelvimetry | πυελομέτρησις διά της χειρός |
med. | manual pelvimetry | πυελική ψηλάφισις |
commun., IT | manual phasing | χειροκίνητη εξίσωση φάσης |
commun. | manual position | θέση |
mun.plan., agric. | manual precleaning | πρόπλυση με το χέρι |
transp., mech.eng. | manual pressurization relief valve | χειροκίνητη βαλβίδα ρύθμισης |
lab.law., mech.eng. | manual process control | μη αυτοματοποιημένη διαδικασία ελέγχου |
stat. | manual processing | επεξεργασία με το χέρι |
transp., mech.eng. | manual propulsion | πρόωση με το χέρι |
IT | manual pulling | χειροκίνητη έλξη |
mater.sc. | manual pump | φορητή χειραντλία |
med. | manual radionuclide applicator system | χειροκίνητο σύστημα εφαρμογέα ραδιονουκλιδίων |
agric. | manual reaping attachment | χειροκίνητη θεριστική μηχανή |
el. | manual regulation | χειροκίνητος ρύθμισις |
el. | manual regulation | ρύθμιση διά χειρός |
transp. | manual release from the securing arrangement | χειροκίνητη απασφάλιση |
transp. | manual release from the securing arrangement | χειροκίνητη απαγκίστρωση από το σύστημα ασφάλισης |
mech.eng. | manual reset valve | βαλβίδα χειροκίνητης επαναλειτουργίας |
med. | manual respiration | η διά των χειρών τελουμένη τεχνητή αναπνοή |
agric. | manual reversing | χειροκίνητη αναστροφή |
agric. | manual reversing | μηχανική αναστροφή |
transp. | manual reversion | χειροκίνητη επαναφορά |
commun. | manual ring down | χειροκίνητη θερμή γραμμή σηματοδοσίας |
commun. | manual ringing | κλήση με χειροκίνητη γεννήτρια |
transp., avia. | manual roll-out | τροχοδρόμηση μετά την προσγείωση από το χειριστή μη αυτόματη |
earth.sc., tech. | manual scanning | εξέταση δοκιμίου με το χέρι |
met. | manual scarfing | αφαίρεση υλικού με φλόγα με το χέρι |
comp., MS | manual scheduling | μη αυτόματος προγραμματισμός (A type of scheduling that gives the user control over start and finish dates of their tasks. Tasks do not automatically get moved by the scheduling engine. The user can enter blank dates, textual dates, or dates that do not follow dependencies, calendar, and other scheduling engine rules) |
tech., industr., construct. | manual screen printing | χειροκίνητη τυποβαφή τελάρου |
tech., industr., construct. | manual screen printing | τραπέζι τυποβαφής και φορείο |
work.fl. | manual selection | χειροκίνητη επιλογή |
earth.sc., el. | manual selector switch | χειροκίνητος πίνακας μεταγωγής |
chem. | manual separation | κοσκίνισμα με το χέρι |
med. | manual separation | χειροκίνητος αποχωρισμός |
hobby, mech.eng. | manual separation handle | χειρολαβή παράκαμψης αυτοματισμού |
commun., IT | manual service | χειροκίνητη υπηρεσία |
transp., mech.eng. | manual-shift gearbox | χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων |
astronaut., transp. | manual shut-off | Διακοπή λειτουργίας με το χέρι |
commun., transp. | manual signals | σήματα με τα χέρια |
ed., school.sl., industr. | Manual skills certificate | Πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας |
mech.eng. | manual slide valve | χειροκίνητη συρταρωτή βαλβίδα |
commun. | manual sorting | χειρωνακτική διαλογή |
tech., industr., construct. | manual speed adjustment | χειροκίνητη ρύθμιση ταχύτητας |
agric. | manual spot patch weeding | εντοπισμένο βοτάνισμα με το χέρι |
IT, dat.proc. | manual spreadsheet recalculation | μη αυτόματος επαναϋπολογισμός λογιστικού φύλλου |
gen. | manual steering equipment | χειροκίνητο σύστημα διεύθυνσης |
comp., MS | manual style application mode | λειτουργία μη αυτόματης εφαρμογής στυλ (A mode in which the default style settings defined in Page Options > CSS tab will be not be used, but rather the styles defined in the Manage Styles task pane for the entire page or for individual items on a page will need to be applied by the user. The style application mode can also be set to auto) |
IT | manual switch | Χειροκίνητος διακόπτης |
transp. | manual switch lever | χειροκίνητος μοχλός αλλαγών |
transp. | manual switch lever | χειροκίνητος μοχλός ελιγμών |
transp. | manual switch lever | χειροκίνητη ράβδος χειρισμού |
commun. | manual switchboard | χειροκίνητο συνδρομητικό κέντρο |
commun. | manual switchboard | χειροκίνητη δευτερεύουσα εγκατάσταση |
commun. | manual switchboard | χειροκίνητη δευτερεύουσα |
commun. | manual switching system | χειροκίνητο τηλεγραφικό σύστημα επιλογής |
IT, dat.proc. | manual system | χειροκίνητο σύστημα |
transp., avia. | manual take-off | απογείωση ελεγχόμενη από το χειριστή |
commun. | manual tape relay | χειροκίνητη αναμεταβίβαση από διάτρητη ταινία |
IT, dat.proc. | manual tape winder | χειροκίνητη συσκευή περιέλιξης ταινίας |
commun., IT | manual telecommunications exchange | χειροκίνητο κέντρο τηλεπικοινωνιών |
commun. | manual telegraphy | χειροκίνητη τηλεγραφία |
commun., IT | manual telephone set | χειροκίνητη τηλεφωνική συσκευή |
commun., el. | manual telephone switchboard | τηλεφωνικός διακόπτης χειροκίνητος |
commun. | manual telephone system | χειροκίνητο τηλεφωνικό σύστημα |
tech., industr., construct. | manual temperature adjustment | χειροκίνητη ρύθμιση θερμοκρασίας |
commun. | manual terminating line service | χειροκίνητη υπηρεσία τερματισμού μηχανής |
commun., IT | manual terminating line service | χειροκίνητη υπηρεσία τερματισμού γραμμής |
comp., MS | manual test | μη αυτόματη δοκιμή (A test performed by a human) |
comp., MS | manual test template | πρότυπο μη αυτόματης δοκιμής (A template used by the system to give the tester a consistent experience when documenting a manual test) |
commun. | manual tie line | χειροκίνητη ζευκτική γραμμή |
lab.law. | manual time | χρόνος για την εκτέλεση ενός δεδομένου έργου |
law, lab.law. | manual time | χρόνος χειρωνακτικής εργασίας |
met. | manual torch | καυστήρας χειρός |
commun., IT | manual train control | χειροκίνητος μηχανισμός ελέγχου κατευθύνσεως αμαξοστοιχίας |
transp. | manual train operation | χειροκίνητη οδήγηση τρένων |
transp. | manual transmission | χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων |
commun., IT | manual transmission | χειροκίνητη μετάδοση |
commun., el. | manual trunk test subsystem | χειροκίνητο υποσύστημα δοκιμής ζευκτικών κυκλωμάτων |
commun., IT | manual tuning | χειροκίνητος συντονισμός |
nat.sc. | manual tuning | χειροκίνητος τρόπος επιλογής σταθμών |
agric. | manual turnover | μηχανική αναστροφή |
agric. | manual turnover | χειροκίνητη αναστροφή |
transp., mech.eng. | manual unloader valve | χειροκίνητη βαλβίδα αποφόρτωσης αεροσυμπιεστή |
transp., mech.eng. | manual unlock control box | μηχανισμός χειροκίνητης απασφάλισης |
mech.eng. | manual valve | χειροκίνητη βαλβίδα |
astronaut., transp. | manual valve | Χειροκίνητη βαλβίδα |
met. | manual welding | συγκόλληση με το χέρι |
IT | manual word generator | χειροκίνητη γεννήτρια λέξεων |
IT | manual word generator | στοιχείο χειροκίνητης εισόδου |
empl. | manual work manual work | χειρωνακτική εργασία |
mater.sc. | manual work process | χειρονακτική εργασία |
empl. | manual worker | εργάτης |
lab.law., industr. | manual worker | αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
lab.law., industr. | manual worker | χειρώνακτας |
econ. | manual worker | χειρώνακτες |
lab.law. | manual worker in the steel industry | χειρωνάκτης εργαζόμενος της βιομηχανίας χάλυβα |
industr. | manufacture of hollow glass and similar products,by manual or semiautomatic processes | παραγωγή κοίλου γυαλιού και συναφών προϊόντων με ημιαυτοποιημένη ή με χειρωνακτική μέθοδο |
transp., UN | Merchant Ship Search and Rescue Manual | ΙΜΟ για έρευνα και διάσωση εμπορικών πλοίων |
fin. | Money and Banking Statistics Sector Manual | Εγχειρίδιο του τομέα νομισματικών και τραπεζικών στατιστικών |
forestr. | motor manual harvest | υλοτόμηση με αλυσοπρίονο |
law, lab.law. | non-manual work | διανοητική εργασία |
law, lab.law. | non-manual work | πνευματική εργασία |
empl. | non-manual worker | υπάλληλος |
comp., MS | online manual | ηλεκτρονικό εγχειρίδιο (An electronic version of a user guide or manual that will release with the software) |
mech.eng. | operating manual | εγχειρίδιο λειτουργίας |
gen. | operating manual | εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας |
transp., avia. | Operation Manual | εγχειρίδιο τεχνικής εκμετάλλευσης |
transp., avia. | operation manual | εγχειρίδιο τεχνικής εκμετάλλευσης |
environ. | operational manual | επιχειρησιακό εγχειρίδιο |
transp., avia. | operations manual | εγχειρίδιο πτητικής λειτουργίας |
transp., avia. | operations manual | εγχειρίδιο τεχνικής εκμετάλλευσης |
transp. | operations manual | εγχειρίδιο λειτουργίας |
commun., IT | operations manual | εγχειρίδιο χειρισμού |
commun., IT | optimised manual telephone services | βελτιστοποιημένες χειροκίνητες τηλεφωνικές υπηρεσίες |
transp., avia. | overhaul manual | εγχειρίδιο επισκευών |
social.sc. | pension insurance scheme for manual workers or clerical staff | ασφάλιση συντάξεων εργατοϋπαλλήλων |
commun. | private manual branch exchange | χειροκίνητη δευτερεύουσα εγκατάσταση |
commun. | private manual branch exchange | χειροκίνητο συνδρομητικό κέντρο |
commun. | private manual branch exchange | χειροκίνητη δευτερεύουσα |
commun. | private manual exchange | χειροκίνητο τηλεφωνικό κέντρο |
commun. | private manual exchange | χειροκίνητο ιδιωτικό κέντρο |
gen. | procedural manual | εγχειρίδιο διαδικασίας |
market. | procedure manual | εγχειρίδιο κανονισμών |
commer., work.fl. | procedure manual | εγχειρίδιο οδηγιών |
gen. | procedure manual | εγχειρίδιο διαδικασίας |
account. | procedures manual | εγχειρίδιο διαδικασιών |
IT, el. | quality control manual | εγχειρίδιο ποιοτικού ελέγχου |
environ. | quality manual | ποιοτικό εγχειρίδιο |
law, agric., tech. | quality manual | εγκύκλιος ποιότητας ; οδηγός ποιότητας |
environ. | quality manual | εγχειρίδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης |
tech., mater.sc. | quality manual | εγχειρίδιο ποιότητας |
commun. | quality of an international manual demand service | ποιότητα ταχείας διεθνούς χειροκίνητης εξυπηρέτησης |
market. | regulations manual | εγχειρίδιο κανονισμών |
mech.eng. | relief valve assembly with manual override | ανακουφιστική βαλβίδα με χειροκίνητη παρέμβαση |
mech.eng. | relief valve assy with manual override | ανακουφιστική βαλβίδα με χειροκίνητη παρέμβαση |
transp., avia. | reversion to manual flight | επαναφορά σε πτήση ελεγχόμενη από τον πιλότο |
transp., polit. | safety management manual | εγχειρίδιο διαχείρισης της ασφάλειας |
insur., transp., construct. | scheme applicable to manual workers | σύστημα που εφαρμόζεται στους εργάτες |
insur., transp., construct. | scheme applicable to manual workers in the steel industry | σύστημα που εφαρμόζεται στους χειρώνακτες εργαζομένους της βιομηχανίας χάλυβα |
gen. | security manual | εγχειρίδιο ασφάλειας |
social.sc., health. | Sickness Fund for manual workers | Ταμείο ασφάλισης ασθενείας εργατών |
immigr., IT | SIRENE Manual | εγχειρίδιο SIRENE |
immigr. | Sirene Manual Committee | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τις διαδικασίες τροποποίησης του εγχειριδίου Sirene |
transp. | standard manual block | τυποποιημένο χειροκίνητο σύστημα αποκλεισμού |
work.fl. | thesaurus manual | εισαγωγή στο θησαυρό |
work.fl. | thesaurus manual | εγχειρίδιο θησαυρού |
chem. | UN Recommendations on the Transport of Dangerous Goods, Manual of tests and Criteria | συστάσεις του ΟΗΕ για τη μεταφορά επικίνδυνων αγαθών, εγχειρίδιο δοκιμών και κριτήρια |
IT, dat.proc. | user manual | οδηγός χρήστη |
IT, dat.proc. | user manual | εγχειρίδιο χρήστη |
earth.sc., mech.eng. | valve for manual operation | βαλβίδα για χειροκίνητη χρήση |