Subject | English | Greek |
med. | ability to induce immunity | ικανότητα να ανοσοποιώ |
med. | acquired immunity | επίκτητη ανοσία |
med. | acquitted immunity | επίκτητη ανοσία |
med. | active immunity | ενεργητική ανοσία |
med. | active immunity | ενεργός ανοσία |
med. | active immunity | αναργή ανοσία |
med. | actual immunity | αναργή ανοσία |
gen. | Additional Protocol on the Privileges and Immunities of the Organization of the Black Sea Economic Cooperation | Πρόσθετο Πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας του Ευξείνου Πόντου |
econ. | Additional Protocol to the European Convention on State Immunity | Πρόσθετο πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση περί ασυλίας των κρατών |
med. | adoptive immunity | υιοθετούμενη ανοσία |
law | after they have ceased to hold office, they shall continue to enjoy immunity | ετεροδικία μετά την παύση των καθηκόντων |
med. | agent used to diagnose the state of immunity | παράγων που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του βαθμού ανοσοποιήσεως |
med. | agent used to produce active immunity | παράγων που χρησιμοποιείται για την πρόκληση ενεργητικής ανοσοποιήσεως |
med. | agent used to produce passive immunity | παράγων που χρησιμοποιείται για την πρόκληση παθητικής ανοσοποιήσεως |
UN | Agreement on the Privileges and Immunities of the International Atomic Energy Agency | Συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας |
law | Agreement on the Privileges and Immunities of the International Criminal Court | Συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου |
gen. | Agreement on the Privileges and Immunities of the International Tribunal for the Law of the Sea | Συμφωνία για τα προνόμια και τις ασυλίες του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας |
phys.sc., nucl.phys. | Agreement on the privileges and immunities of the ITER International Fusion Energy Organization for the Joint Implementation of the ITER Project | Συμφωνία περί των προνομίών και ασυλιών του διεθνούς οργανισμού ενέργειας σύντηξης ITER με σκοπό την από κοινού υλοποίηση του έργου ITER |
med. | antiallergic immunity | αντιαλλεργική ανοσία |
med. | antitoxic immunity | ανοσία κατά των τοξινών |
med. | artificial immunity | τεχνητή ανοσία |
med. | basic immunity | φυσική ανοσία |
med. | basic immunity | βασική ανοσία |
med. | beekeepers'immunity | ανοσία των μελισσοκόμων |
crim.law. | bilateral immunity agreement | διμερής συμφωνία περί ασυλίας |
crim.law. | bilateral immunity agreement | συμφωνία περί μη παράδοσης εκζητουμένου |
commun. | blocking immunity | ατρωσία έναντι εμπλοκής |
med. | cell-mediated immunity | ανοσία κυτταρικού τύπου |
med. | cell-mediated immunity | κυτταρική ανοσία |
med. | cellular immunity | ανοσία κυτταρικού τύπου |
med. | cellular immunity | κυτταρική ανοσία |
med. | Colles immunity | κανόνας Colles |
gen. | Committee on the Rules of Procedure, the Verification of Credentials and Immunities | Επιτροπή Κανονισμού,Ελέγχου της Εντολής και Ασυλιών |
med. | community immunity | συλλογική ανοσία |
med. | community immunity | ανοσία της αγέλης |
med. | concomitant immunity | σχετική ανοσία |
med. | concomitant immunity | μολυσματική ανοσία |
med. | concomitant immunity | προανοσία |
law, fin., UN | Convention on the Privileges and Immunities of the Specialised Agencies | Σύμβαση για τα προνόμια και τις ασυλίες των ειδικευμένων υπηρεσιών |
gen. | Convention on the Privileges and Immunities of the Specialised Agencies | Σύμβαση "περί των προνομίων και ασυλιών των Ειδικευμένων Οργανισμών" |
UN | Convention on the Privileges and Immunities of the United Nations | Σύμβαση "περί των προνομίων και ασυλιών των Ηνωμένων Εθνών" |
law, UN | Convention on the Privileges and Immunities of the United Nations | Σύμβαση για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ηνωμένων Εθνών |
health., agric. | cross-immunity | διασταυρούμενη ανοσία |
med. | cyclic immunity | κυκλική ανοσία |
health. | depression immunity | ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του |
econ. | diplomatic immunity | διπλωματική ασυλία |
el. | earth-line immunity | απροσβλητότητα στάθμης γείωσης |
el. | earth-line immunity | απροσβλητότητα γραμμής γείωσης |
transp., mil., grnd.forc., el. | electromagnetic immunity | ηλεκτρομαγνητική θωράκιση |
gen. | to enjoy privileges and immunities | απολαύω των προνομίων και ασυλιών |
econ. | European Convention on State Immunity | Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί της ασυλίας των κρατών |
law | executive immunity | ασυλία σε συνάρτηση με την άσκηση καθηκόντων |
med. | familial immunity | έμφυτη ανοσία |
med. | familial immunity | φυσική ανοσία |
med. | familial immunity | οικογενής ανοσία |
gen. | Fifth Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Πέμπτο πρόσθετο πρωτόκολλο στη γενική συμφωνία περί των προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
fin. | fiscal immunity | φορολογική απαλλαγή |
law | Foreign Sovereign Immunities Act | νόμος περί ετεροδικίας αλλοδαπών κρατών |
gen. | Fourth Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Τέταρτο συμπληρωματική πρωτόκολλο στη γενική συμφωνία περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
law | functional immunity | ασυλία σε συνάρτηση με την άσκηση καθηκόντων |
gen. | General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Γενική συμφωνία περί των προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
med. | genetic immunity | έμφυτη ανοσία |
med. | genetic immunity | φυσική ανοσία |
med. | genetic immunity | οικογενής ανοσία |
el. | ground-line immunity | απροσβλητότητα στάθμης γείωσης |
el. | ground-line immunity | απροσβλητότητα γραμμής γείωσης |
med. | herd immunity | ανοσία της αγέλης |
med. | herd immunity | συλλογική ανοσία |
med. | heredo-immunity | κληρονομούμενη ανοσία |
med. | heredo-immunity | κληρονομική ανοσία |
commun., IT | high noise immunity | ανοχή υψηλού βαθμού στο θόρυβο διαύλου |
commun., IT | high noise immunity | ανοχή στο θόρυβο διαύλου |
el. | high-noise-immunity logic | λογική υψηλής ευστάθειας θορύβου |
med. | humoral immunity | ανοσία με αντισώματα χυμών |
med. | humoral immunity | χημική ανοσία |
med. | humoral immunity | χυμική ανοσία |
med. | immunity breeding | επιλογή ανοσοποιημένων ειδών |
med. | immunity factor | ανοσοποιητικός παράγοντας |
polit., law | immunity from jurisdiction | ετεροδικία |
polit., law | immunity from legal proceedings | ετεροδικία |
polit., law | immunity from legal process | ετεροδικία |
law | immunity from legal process | ασυλία από δικαστική δίωξη |
fin. | immunity from taxation | φορολογική απαλλαγή |
law | immunity has been waived and criminal proceedings are instituted against a Judge | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη |
fin. | immunity of archives | το απαραβίαστο των αρχείων |
fin. | immunity of archives | απαραβίαστο των αρχείων |
fin. | immunity of assets | ασυλία των στοιχείων του ενεργητικού έναντι καταναγκαστικών μέτρων |
fin. | immunity of assets from seizure | ασυλία των στοιχείων του ενεργητικού έναντι καταναγκαστικών μέτρων |
med. | immunity phenomenon related to procreation | ανοσιακό φαινόμενο σχετικό με την αναπαραγωγή |
med. | immunity reaction Koch | φαινόμενο ανοσίας Koch |
med. | immunity region | περιοχή ανοσίας |
med. | immunity system | ανοσοποιητικό σύστημα |
el. | immunity to interference | μη ευαισθησία έναντι παρεμβολών |
el. | immunity to interference | αντιπαρασιτική θωράκιση |
med. | incomplete immunity of a population | ατελής ανοσία πληθυσμού |
med. | induction of protective immunity | επαγωγή ανοσοποιητικής προστασίας |
med. | infection immunity | προανοσία |
med. | infection immunity | μολυσματική ανοσία |
med. | infection immunity | σχετική ανοσία |
med. | infection immunity | σχετική ανοσία σε χρόνιες νόσους που διαρκεί εφόσον ο μικροοργανισμός βρίσκετα |
med. | infection immunity | ανοσία προς τις λοιμώξεις |
med. | inherited immunity | φυσική ανοσία |
med. | inherited immunity | έμφυτη ανοσία |
med. | innate immunity | έμφυτη ανοσία |
med. | innate immunity | φυσική ανοσία |
commun. | input port immunity | θωράκιση της πόρτας εισόδου |
el. | interference immunity of a signal | μη ευαισθησία σήματος σε παρεμβολή |
commun. | intermodulation immunity | ατρωσία έναντι ενδοδιαμόρφωσης |
min.prod. | International Convention for the Unification of Certain Rules relating to the Immunity of State-owned Vessels | Διεθνής σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων τας ασυδοσίας των κρατικών πλοίων" |
commun. | jamming immunity | αντοχή στην εμπλοκή |
el. | jamming immunity | αντίσταση στην παρεμβολή |
med. | labile immunity | ασταθής ανοσία |
gen. | "laissez-passer" provided for in the Protocol on Privileges and Immunities | άδεια διελεύσεως που προβλέπεται από το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών |
med. | lifelong immunity | ισόβια ανοσία |
med. | local immunity | τοπική ανοσία |
med. | local immunity | ιστική ανοσία |
med. | lysogenic immunity | ανοσία της λυσιγονίας |
med. | lysogenic immunity | ανοσία υπερμόλυνσης |
med. | lysogenic immunity | λυσιγόνος ανοσία |
med. | lysogenic immunity | ανοσία επιλοίμωξης |
el. | mains-interference immunity factor | συντελεστής αντιπαρασιτικής προστασίας δικτύου |
med. | maternal immunity | μητρική ανοσία |
med. | medicinal product used to confer an immunity | φαρμακευτικό προίόν που χρησιμοποιείται με σκοπό την πρόκληση ανοσίας |
med. | medicinal product used to diagnose the state of immunity | φαρμακευτικό προϊόν που χρησιμοποιείται με σκοπό τη διάγνωση του επιπέδου ανοσίας |
el. | multipath immunity | μη ευαισθησία σε φαινόμενα πολλαπλών διαδρομών |
med. | natural immunity | έμφυτη ανοσία |
med. | natural immunity | φυσική ανοσία |
el. | noise immunity | αναισθησία στο θόρυβο |
el. | noise immunity | ανοχή θορύβου |
el. | noise immunity | ατρωσία έναντι θορύβου |
el. | noise immunity | ευστάθεια θορύβου |
el. | noise-immunity/supply ratio | λόγος ευστάθειας θορύβου/τροφοδοσίας |
med. | non sterile immunity | σχετική ανοσία σε χρόνιες νόσους που διαρκεί εφόσον ο μικροοργανισμός βρίσκετα |
med. | non sterile immunity | ανοσία προς τις λοιμώξεις |
med. | non-specific immunity | μη ειδική ανοσία |
med. | para-immunity | παρα-ανοσία |
econ. | parliamentary immunity | βουλευτική ασυλία |
med. | passive immunity | παθητική ανοσία |
med. | permanent immunity | μόνιμη ανοσία |
health. | phage immunity | ανοσία έναντι των φάγων |
med. | phagocytic immunity | φαγοκυτταρική ανοσία |
el. | power-line noise immunity | απροσβλητότητα στο θόρυβο γραμμής τροφοδοσίας |
el. | power-line noise immunity | απροσβλητότητα στο θόρυβο γραμμής ισχύος |
gen. | privileges and immunities | προνόμια και ασυλίες |
med. | protective immunity | προστατευτική ανοσία |
crim.law. | Protocol amending the Convention on the establishment of a European Police Office Europol Convention and the Protocol on the privileges and immunities of Europol, the members of its organs, the deputy directors and the employees of Europol | Πρωτόκολλο που τροποποιεί τη Σύμβαση για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας Σύμβαση Ευρωπόλ και το Πρωτόκολλο σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπόλ, των μελών των οργάνων της, των αναπληρωτών διευθυντών και των υπαλλήλων της |
polit. | Protocol amending the Protocol on the privileges and immunities of the European Communities | Πρωτόκολλο για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
gen. | Protocol concerning the privileges and immunities of the Parliamentary Assembly of the Black Sea Economic Cooperation | Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των μελών της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας του Ευξείνου Πόντου |
commun. | Protocol on INTELSAT Privileges, Exemptions and Immunities | Πρωτόκολλο προνομίων, εξαιρέσεων και ασυλιών του Διεθνούς Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών με Δορυφόρους INTELSAT |
unions. | Protocol on Privileges and Immunities | Πρωτόκολλo περί τωv πρovoμίωv και ασυλιώv |
patents. | Protocol on Privileges and Immunities of the Common Appeal Court | Πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες του Κοινού Εφετείου Πρωτόκολλο για τα προνόμια και της ασυλίες |
ed. | Protocol on the Immunities of the European Foundation | Πρωτόκολλο για τις ασυλίες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος |
gen. | Protocol 7 on the legal capacity, privileges and immunities of the EFTA Court | Πρωτόκολλο 7 σχετικά με τη νομική ικανότητα, τα προνόμια και τις ασυλίες του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ |
gen. | Protocol 6 on the legal capacity, privileges and immunities of the EFTA Surveillance Authority | Πρωτόκολλο 6 σχετικά με τη νομική ικανότητα, τα προνόμια και τις ασυλίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ |
earth.sc. | Protocol on the Privileges and Immunities of the European Centre for Medium-Range Weather Forecasts | Πρωτόκολλο επί των προνομίων και ασυλιών του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεσοπροθέσμων Μετεωρολογικών Προγνώσεων |
nucl.phys. | Protocol on the privileges and immunities of the European Organisation for Nuclear Research 2004 | Πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών |
astronaut. | Protocol on the Privileges and Immunities of the European Organisation for the Exploitation of Meteorological Satellites EUMETSAT | Πρωτόκολλο για τα Προνόμια και τις Ασυλίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την εκμετάλλευση Μετεωρολογικών Δορυφόρων EUMETSAT |
commun. | Protocol on the Privileges and Immunities of the International Mobile Satellite Organisation | Πρωτόκολλο προνομίων και ασυλιών του Διεθνούς Οργανισμού Κινητών Τηλεπικοινωνιών με Δορυφόρους INMARSAT |
gen. | Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Πρόσθετο Πρωτόκολλο Γενικής Συμφωνίας περί προνομίων και ατελειών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
med. | relative immunity | προανοσία |
med. | relative immunity | μολυσματική ανοσία |
med. | relative immunity | σχετική ανοσία |
med. | relative immunity | μερική ανοσία |
med. | residual immunity | παραμένουσα ανοσία μετά από κάποια λοίμωξη |
law | rights and immunities necessary to the independent exercise of their duties | αναγκαία δικαιώματα και εγγυήσεις για την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων |
gen. | Second Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Δεύτερο συμπληρωματικό πρωτόκολλο στη γενική σύμβαση περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
el. | signal-line noise immunity | ανοσία σε θόρυβο στη γραμμή σήματος |
law | sovereign immunity | κρατική ετεροδικία |
med. | specific immunity | ειδική ανοσία |
commun. | spurious response immunity | ατρωσία έναντι παρασιτικής απόκρισης |
med. | sterile immunity | ανοσία από αποστείρωση |
law | Supplementary Agreement amending certain provisions of the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Συμπληρωματική Συμφωνία στη γενική συμφωνία περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
fin. | tax immunity | φορολογική απαλλαγή |
med. | temporary immunity | προσωρινή ανοσία |
med. | temporary immunity | παροδική ανοσία |
gov. | the "laissez-passer" provided for in the Protocol on Privileges and Immunities | οι άδειες διέλευσης που προβλέπονται από το πρωτόκολλο προνομίων και ασυλιών |
gen. | the " laissez-passer " provided for in the Protocol on Privileges and Immunities | οι άδειες διέλευσης που προβλέπονται από το πρωτόκολλο προνομίων και ασυλιών |
med. | theory of immunity | θεωρία της ανοσίας |
gen. | Third Protocol to the General Agreement on Privileges and Immunities of the Council of Europe | Τρίτο συμπληρωματικό πρωτόκολλο στη γενική συμφωνία περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
med. | tissue immunity | ιστική ανοσία |
med. | transient immunity | παροδική ανοσία |
med. | transient immunity | προσωρινή ανοσία |
med. | transposition immunity | ανοσία μετάθεσης |
pharma., chem. | vaccinal immunity | ανοσία λόγω εμβολιασμού |
law, crim.law., UN | to waive immunity | παραιτούμαι της ετεροδικίας |
law, crim.law., UN | to waive immunity | αίρω την ασυλία |
polit., gov., law | waive the immunity | αίρω την ασυλία |
law | waive the immunity | αίρω την ετεροδικία |
gen. | to waive the immunity of a Member | άρση της ασυλίας βουλευτή |
fin. | waiver of immunities | άρση των ασυλιών |
polit. | waiver of immunity | άρση της ασυλίας |