Subject | English | Greek |
med. | blood sugar functional trial | σακχαραιμική καμπύλη |
transp., avia. | BLUE MED Functional Airspace Block | Λειτουργικό Τμήμα του Εναέριου Χώρου BLUE MED |
chem. | carbonyl functional group | ενεργή ομάδα του καρβονυλίου |
stat. | characteristic functional | χαρακτηριστική συνάρτηση |
IT | common functional specifications | κοινές λειτουργικές προδιαγραφές |
med. | compensation for functional deficiency | λειτουργική αποζημίωση |
health. | Concerted Action Committee on Cellular Ageing and Decreased Functional Capacity of Organs | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων |
comp., MS | cross-functional flowchart | διαλειτουργικό διάγραμμα ροής (A type of flowchart that shows the relationship between a business process and the functional units (such as departments) responsible for that process) |
med. | delaying the functional decline of the individual | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου |
IT | design based functional testing | σχεδιασμοπαγείς λειτουργικές δοκιμές |
IT | Development of an efficient functional programming system for the support of prototyping | ανάπτυξη ενός αποδοτικού λειτουργικού συστήματος για την υποστήριξη της προτυποποίησης |
ed., IT | discrete functional module | χωριστή λειτουργική ενότητα |
IT | distribution list functional group | λειτουργική ομάδα καταλόγου διανομής |
el. | domain-originated functional integrated circuit | λειτουργικό ολοκληρωμένο κύκλωμα που δημιουργείται από την περιοχή Gunn |
commun., IT | dynamic functional model | δυναμικό λειτουργικό μοντέλο |
med. | dynamic-functional treatment | δυναμική-λειτουργική θεραπεία |
IT | Formal description of arbitrary systems by means of functional languages | τυπική περιγραφή αυθαιρέτων συστημάτων με τη βοήθεια των λειτουργικών γλωσσών |
health. | functional absorber | διάφραγμα |
health. | functional absorber | επίπεδο διάφραγμα |
health. | functional absorber | ηχοαπορροφητικό πλαίσιο |
health. | functional accumulation | αθροιστικές επιπτώσεις |
med. | functional adaptation | λειτουργική προσαρμογή |
IT, dat.proc. | functional address | λειτουργική διεύθυνση |
IT, transp. | functional addressing | λειτουργική διευθυνσιοδότηση |
transp., avia. | functional airspace block | λειτουργικό τμήμα του εναέριου χώρου |
IT | functional analysis | ανάλυση συστήματος |
gen. | functional and occupational rehabilitation | φυσική και επαγγελματική αποκατάσταση |
insur., lab.law. | functional and professional rehabilitation costs | δαπάνες για λειτουργική και επαγγελματική επανεκπαίδευση |
IT | functional and technical specification | λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές |
med. | functional anosmia | λειτουργική ανοσμία |
el. | functional array | λειτουργική συστοιχία |
el. | functional array | λειτουργική μήτρα |
gen. | functional assignment | ανάθεση υπευθυνοτήτων |
med. | functional asthenia | λειτουργική εξασθένηση |
med. | functional asthenia | λειτουργική ασθενία |
gen. | functional autonomy | λειτουργική αυτονομία |
food.ind. | functional barrier | λειτουργικός φραγμός |
med. | functional bleeding | λειτουργική αιμορραγία |
med. | functional blindness | λειτουργική τύφλωση ψυχογενής τύφλωση |
commun. | functional block | λειτουργική ομάδα |
el. | functional-block device | διάταξη λειτουργικών τμημάτων |
commun. | functional block diagram | λειτουργικό μπλοκ-διάγραμμα |
commun. | functional block diagram | λειτουργικό αδροδιάγραμμα |
el. | functional-block diagram | λειτουργικό χοντρικό διάγραμμα |
el. | functional-block diagram | διάγραμμα λειτουργικών τμημάτων |
fin. | functional budget line | λειτουργικό κονδύλιο του προϋπολογισμού |
commun. | functional capabilities | λειτουργικές δυνατότητες |
math. | functional central limit theorem | θεώρημα των Donsker |
IT | functional chart | λειτουργικό διάγραμμα |
IT | functional chart | Λειτουργικό διάγραμμα |
transp., mil., grnd.forc. | functional check | έλεγχος λειτουργίας |
food.ind. | functional class | λειτουργική κατηγορία |
fin. | functional classification of expenditure | λειτουργική ταξινόμηση δαπανών |
commun. | functional code | ταχυδρομικός κώδικας |
commun. | functional code | λειτουργικός κώδικας |
UN | Functional Commission | λειτουργική επιτροπή |
UN | Functional Commission | θεματική επιτροπή |
law | functional competence | λειτουργική αρμοδιότητα |
gen. | functional compliance | λειτουργική συνέπεια |
gen. | functional compliance | λειτουργική συμφωνία |
IT | functional configuration audit | επιθεώρηση λειτουργικής διάρθρωσης |
commun. | functional control signal | σήμα λειτουργικού ελέγχου |
account. | functional currency | νόμισμα λειτουργίας |
IT | functional decentralization | αποκέντρωση λειτουργιών |
health. | functional decline | παρακμή των λειτουργιών |
IT | functional decomposition | λειτουργική αποσύνθεση |
gen. | functional defect | λειτουργική ανωμαλία |
IT | functional dependence | λειτουργική εξάρτηση |
IT | functional dependency | λειτουργική εξάρτηση |
el. | functional description | λειτουργική περιγραφή |
el. | functional description block | μπλοκ λειτουργικής περιγραφής |
tech. | functional design | λειτουργικός σχεδιασμός |
IT, el. | functional design tool | εργαλείο λειτουργικής σχεδίασης |
gen. | functional design tools | εργαλεία λειτουργικού σχεδιασμού |
med. | functional diagnosis | λειτουργική διάγνωση |
IT | functional diagram | λειτουργικό διάγραμμα |
IT, dat.proc. | functional distribution | λειτουργική κατανομή |
med. | functional disturbance | λειτουργική βλάβη |
med. | functional dominant excitation | κυρίαρχος λειτουργικός ερεθισμός |
med. | functional dynamics | λειτουργική δυναμική |
med. | functional dyslalia | λειτουργική δυσλαλία |
med. | functional dysmenorrhea | λειτουργική δυσμηνόρροια |
med. | functional dyspepsia | λειτουργική δυσπεψία |
gen. | functional equation | συναρτησιακή εξίσωση |
gen. | functional expert | ειδικός |
gen. | functional expertise | ειδική εμπειρογνωσία |
med. | functional exploration | λειτουργική διερεύνηση |
mater.sc. | functional food | λειτουργικά τρόφιμα |
mater.sc. | functional genomics | λειτουργική γονιδιωματική |
commun., IT | functional group | λειτουργική μονάδα |
commun., IT | functional group | λειτουργική ομαδοποίηση |
commun., IT | functional group | λειτουργική ομάδα |
gen. | functional group | δραστική ομάδα' λειτουργική ομάδα' λειτουργική ομαδοποίηση |
commun., IT | functional group header | κεφαλή λειτουργικής ομάδας |
commun., IT | functional group trailer | ουρά λειτουργικής ομάδας |
commun., IT | functional grouping | λειτουργική ομάδα |
commun. | functional grouping | λειτουργική ομαδοποίηση |
gen. | functional groups | χαρακτηριστικές ομάδες |
med. | functional hallucination | λειτουργική ψευδαίσθηση |
health. | functional hearing loss | λειτουργική βαρηκοϊα |
med. | functional hyperaemia | λειτουργική υπεραιμία |
med. | functional hyperbilirubinaemia | λειτουργική υπερχολερυθριναιμία |
med. | functional hypertrophy | λειτουργική υπερτροφία |
med. | functional identification of genes | λειτουργική αναγνώριση των γονιδίων |
ed. | functional illiteracy | λειτουργικός αναλφαβητισμός |
law | functional immunity | ασυλία σε συνάρτηση με την άσκηση καθηκόντων |
commun. | functional integration | λειτουργική ενοποίηση |
gen. | Functional interleaving | Λειτουργική εναλλακτική διάταξη |
med. | functional investigation | λειτουργική διερεύνηση |
med. | functional isomer | λειτουργικό ισομερές |
IT | functional language | λειτουργική γλώσσα |
commun., IT | functional layer | λειτουργικό στρώμα |
commun., IT | functional layer | λειτουργικό επίπεδο |
earth.sc., mech.eng. | functional liquid | υγρό λειτουργίας |
gen. | functional load | λειτουργικό φορτίο |
med. | functional lung unit | φυσιολογική πνευμονική μονάδα |
med. | functional lung unit | λειτουργική πνευμονική μονάδα |
med. | functional mapping of the brain | λειτουργική χαρτογράφηση του εγκεφάλου |
IT, transp. | functional message | λειτουργικό σήμα |
IT, transp. | functional message | λειτουργικώς διευθυνσιοδοτούμενο μήνυμα |
IT, transp. | functional message | λειτουργικό μήνυμα |
law | functional method | λειτουργική μέθοδος |
commun., IT | functional modeling | λειτουργικός μοντελισμός |
IT, dat.proc. | functional modularity | αρθρωτή λειτουργικότητα |
gen. | Functional modularity | Λειτουργική ενοποίηση |
el. | functional module | λειτουργική μονάδα |
el. | functional module | λειτουργικό υποσύστημα |
mater.sc., mech.eng. | functional package | λειτουργική συσκευασία |
med. | functional pelvic diagnosis | λειτουργική πυελική διάγνωσις |
IT | functional peripherals | περιφερειακή μονάδα λειτουργίας |
earth.sc., life.sc. | functional photo interpretation | συναρτησιακή φωτοερμηνεία |
el. | functional pins | λειτουργικοί ακροδέκτες |
food.ind. | functional plant | λειτουργικό φυτό |
med. | functional polarity ft | λειτουργική πολικότητα |
med. | functional prepuberal castration syndrome | προηβική λειτουργική ελάττωσις της έσω εκκρίσεως των όρχεων |
commun., IT | functional profile | λειτουργική κατατομή |
commun., IT | functional profile | λειτουργικό πρότυπο |
commun., IT | functional profile | κατατομή |
IT | functional programming | λειτουργικός προγραμματισμός |
med. | functional protein | λειτουργική πρωτεϊνη |
lab.law. | functional reasons | λειτουργικοί λόγοι |
commun., IT | functional reference model | λειτουργικό μοντέλο αναφοράς |
stat. | functional region | λειτουργική περιφέρεια |
health. | functional rehabilitation | αποκατάσταση αναπήρου |
health. | functional rehabilitation | παλινόρθωση |
insur., lab.law. | functional rehabilitation | λειτουργική και επαγγελματική επανεκπαίδευση |
stat. | functional relationship | λειτουργική σχέση |
stat. | functional relative frequency | σχετική λειτουργική συχνότητα |
med. | functional renal insufficiency | λειτουργική νεφρική ανεπάρκεια (insufficientia renum functionalis) |
IT, dat.proc. | functional replacement | λειτουργική αντικατάσταση |
IT | functional replacement | Λειτουργική αντικατάσταση |
IT, transp. | functional request | λειτουργικώς διευθυνσιοδοτούμενη αίτηση |
lab.law., tech., el. | functional requirement | νόρμες που αναφέρονται στον ατομικό εξοπλισμό |
IT | functional requirement | λειτουργική απαίτηση |
transp., mil., grnd.forc. | Functional Requirement Specification | προδιαγραφή επιχειρησιακής απαίτησης |
IT, dat.proc. | functional requirements | προδιαγραφές ενότητας λογισμικού |
IT | functional requirements | Λειτουργικές απαιτήσεις |
med. | functional residual capacity | λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα |
med. | functional residual capacity | λειτουργικός υπολειπόμενος αέρας |
transp., mil., grnd.forc., tech. | functional road class | λειτουργική κατηγορία οδού |
law | functional separation | διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων' λειτουργικός διαχωρισμός |
med. | functional sign | λειτουργικό σημείο |
IT, dat.proc. | functional specification | λειτουργικές προδιαγραφές |
IT, dat.proc. | functional specification | τεχνικές προδιαγραφές |
IT, tech. | functional specification | λειτουργική προδιαγραφή |
comp., MS | functional specification | λειτουργικές προδιαγραφές (A document that describes a solution, product feature set, or other final project deliverable in explicit detail. It includes the conceptual, logical and physical designs) |
gen. | Functional specification | Λειτουργικές προδιαγραφές |
el. | functional specification block | μπλοκ λειτουργικής προδιαγραφής |
commun., IT | functional standard | κατατομή |
commun., IT | functional standard | λειτουργική κατατομή |
tech. | functional standard | λειτουργικό πρότυπο |
commun. | functional standard profile | λειτουργικό πρότυπο |
tech., mater.sc. | functional stress | λειτουργική δοκιμασία |
fin. | functional structure | λειτουργική διάρθρωση |
mech.eng. | functional subassembly | λειτουργικό υποσυγκρότημα |
mech.eng. | functional subassy | λειτουργικό υποσυγκρότημα |
commun., IT | functional subset | λειτουργικό υποσύνολο |
environ. | functional substance A substance from the point of view of its function or purpose, for example a painting agent or a preserving substance | λειτουργική ουσία |
environ. | functional substance | λειτουργική ουσία |
IT, el. | functional subsystem | λειτουργικό υποσύστημα |
mech.eng. | functional sub-unit | λειτουργικό υποσυγκρότημα |
mech.eng. | functional surface | λειτουργική επιφάνεια |
IT, dat.proc. | functional symbols | λειτουργικά σύμβολα |
IT | functional symbols | Λειτουργικά σύμβολα |
med. | functional symptom | λειτουργικό σύμπτωμα |
comp., MS | functional test | λειτουργική δοκιμή (A test that verifies that all of the functions of a feature are correctly implemented) |
gen. | functional test | λειτουργική δοκιμή |
gen. | functional test | τεστ λειτουργίας |
nucl.phys. | functional test | δοκιμή ικανότητας λειτουργίας |
gen. | functional test | δοκιμή λειτουργίας |
IT | functional test system | σύστημα λειτουργικού ελέγχου |
IT | functional testing | λειτουργική δοκιμή |
el. | functional tests | λειτουργικές δοκιμές |
nat.sc. | functional transposing sequence | λειτουργικές μεταθετές νουκλεοτιδικές αλληλουχίες |
IT, el. | functional trimming | λειτουργική μικρορύθμιση |
commun., IT | functional unit | λειτουργική μονάδα |
construct., mun.plan., environ. | functional urban region | λειτουργική αστική ζώνη |
gen. | functional yield | λειτουργικό φορτίο |
fin., IT | general functional specifications | γενικές λειτουργικές προδιαγραφές |
med. | gnatho-functional therapy | γναθο-λειτουργική θεραπεία |
gen. | high level functional blocks | λειτουργικοί δομικοί λίθοι ανωτέρου επιπέδου |
el. | incomplete functional block | ατελές συναρτησιακό σύνολο |
el. | incomplete functional block | ατελές συναρτησιακό block |
IT | Investigation of performance achievable with highly concurrent interpretations of functional programs | έρευνα της συμπεριφοράς που επιτυγχάνεται με υψηλή σύνδρομη διερμήνευση των λειτουργικών προγραμμάτων |
med. | leukocyte functional antigen | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων |
med. | leukocyte functional antigen | λεμφοκυτταρικό λειτουργικό αντιγόνο |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | major functional failure | σοβαρή λειτουργική αστοχία |
health., lab.law. | medical functional diagnostics technician | ιατρικός τεχνικός βοηθός λειτουργικής διαγνωστικής |
IT | mono-functional end-effector | μονολειτουργικό στοιχείο δράσεως |
el. | multi-functional array | μήτρα πολυσυναρτησιακή |
el. | multi-functional array | διάταξη πολυσυναρτησιακή |
IT | multi-functional end effector | στοιχείο δράσης πολλαπλής λειτουργίας |
commun. | multi-functional monitoring equipment | εξοπλισμός ελέγχου πολλών χρήσεων |
commun., IT | network architecture functional model | λειτουργικό μοντέλο αρχιτεκτονικής δικτύου |
med. | non-functional treatment | μη λειτουργική θεραπεία |
gen. | non-functional variation | ελεύθερη εναλλαγή |
commun., IT | pre-normative functional integration | προκανονιστική λειτουργική ενοποίηση |
commun., IT | pre-normative functional integration | προ-τυποποιητική λειτουργική ενοποίηση |
law | protection of functional design | προστασία του λειτουργικού σχεδίου |
el. | receiver functional structure | λειτουργική δομή δέκτη |
mater.sc. | representation of functional tolerancing | απεικόνιση της λειτουργικής ανοχής |
IT, dat.proc. | specific management functional area | ειδικές υπηρεσίες διαχείρισης πληροφοριών |
commun., IT | static functional model | στατικό λειτουργικό μοντέλο |
IT | to support a functional unit | υποστήριξη λειτουργικής μονάδας |
IT | to support a functional unit | υποστηρίζω |
bank. | user detailed functional specifications | αναλυτικές λειτουργικές προδιαγραφές για χρήστες |
el. | Volterra functional expansion | ανάπτυγμα της συνάρτησης Bολτέρα |