Subject | English | Greek |
law | a decision in the form of a regulation | απόφαση που εκδίδεται ως κανονισμός |
earth.sc., tech. | a definite flow may form during the continuous immersion test | στη δοκιμή συνεχούς βύθισης μπορεί να κυριαρχεί μία συγκεκριμένη κατάσταση ροής |
law | a form of administrative or judicial constraint | αναγκαστικό μέτρο διοικητικής ή δικαστικής αρχής |
agric., tech. | absolute form factor | μορφάριθμος άνωθεν του στηθιαίου ύψους |
agric., tech. | absolute form quotient | απόλυτος συντελεστής μορφής |
ed. | access to all forms of education | πρόσβαση σε όλους τους τύπους εκπαίδευσης |
med. | accident notification form | έντυπο δήλωσης ατυχημάτων |
commer., hobby | accommodation form | έντυπο κράτησης ξενοδοχείου |
med. | active ingredients present in the form of compounds or derivatives | δραστικά συστατικά υπό μορφή συνθέσεων ή παραγώγων |
econ., social.sc. | activity which gives tangible form to solidarity | συγκεκριμένη δραστηριότητα αλληλεγγύης |
gen. | Additional Protocol on combating terrorism to the Agreement among the Governments of the Black Sea Economic Cooperation participating States on cooperation in combating crime, in particular in its organised forms | Πρόσθετο Πρωτόκολλο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών που μετέχουν στον Οργανισμό Συνεργασίας του Ευξείνου Πόντου για συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος και ιδιαίτερα των οργανωμένων μορφών του |
gen. | Additional Protocol to the Agreement among the Governments of the Black Sea Economic Cooperation participating States on cooperation in combating crime, in particular in its organised forms | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών που μετέχουν στην Οικονομική Συνεργασία του Ευξείνου Πόντου για συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος, ιδιαίτερα των οργανωμένων μορφών του |
fin., polit. | agglomerated tobacco in the form of sheets or strips | συσσωματωμένος καπνός υπό μορφή φύλλων |
law, crim.law. | aggravated form of an offence | διακεκριμένη μορφή εγκλήματος |
crim.law. | Agreement among the Governments of the Black Sea Economic Cooperation participating States on cooperation in combating crime, in particular in its organized forms | Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των Κρατών που συμμετέχουν στην Οικονομική Συνεργασία του Ευξείνου Πόντου για συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος και ιδιαίτερα των οργανωμένων μορφών του |
tax. | Agreement between the European Community and the Principality of Andorra providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Principality of Liechtenstein providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Republic of San Marino providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Swiss Confederation providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
gen. | Agreement in the form of a complementary Exchange of Letters | Συμφωνία υπό μορφή συμπληρωματικής ανταλλαγής επιστολών |
gen. | Agreement in the form of a Memorandum of Understanding between the European Community and the United States of America on spirituous beverages | Συμφωνία υπό μορφή Μνημονίου Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τα οινοπνευματώδη ποτά |
gen. | Agreement in the form of a Memorandum of Understanding between the European Economic Community and the United States of America on government procurement | Συμφωνία υπό μορφή κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Kοινότητας και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων |
law | agreement in the form of agreed minutes | συμφωνία υπό μορφή συμφωνηθέντος πρακτικού |
law | agreement in the form of an exchange of letters | συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών |
commer., polit. | Agreement in the form of an Exchange of Letters between the European Community and the Kingdom of Morocco concerning reciprocal liberalisation measures and the replacement of the agricultural protocols to the EC-Morocco Association Agreement | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με αμοιβαία μέτρα απελευθέρωσης και με την αντικατάσταση των γεωργικών πρωτοκόλλων αριθ. 1 και 3 της συμφωνίας σύνδεσης ΕΚ-Βασιλείου του Μαρόκου |
agric. | Agreement in the form of an Exchange of Letters between the European Community and the Kingdom of Norway concerning certain agricultural products | Συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με ορισμένα γεωργικά προϊόντα |
fin., polit., met. | Agreement in the form of an Exchange of Letters between the European Community and the Russian Federation establishing a double-checking system without quantitative limits in respect of the export of certain steel products from the Russian Federation to the European Community | Συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την καθιέρωση συστήματος διπλού ελέγχου χωρίς ποσοτικά όρια όσον αφορά την εξαγωγή ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα, από τη Ρωσική Ομοσπονδία προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα |
commer., polit. | Agreement in the form of an Exchange of Letters between the European Community and the State of Israel concerning reciprocal liberalisation measures and the replacement of Protocols 1 and 2 to the EC-Israel Association Agreement | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Κράτους του Ισραήλ σχετικά με αμοιβαία μέτρα ελευθέρωσης και με την αντικατάσταση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και 2 της συμφωνίας σύνδεσης ΕΚ-Ισραήλ |
commer., polit. | Agreement in the form of an Exchange of Letters concerning the provisional application of the trade and trade-related provisions of the Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Arab Republic of Egypt, of the other part | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή των εμπορικών και των συναφών με το εμπόριο διατάξεων της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, αφετέρου |
agric. | Agreement in the form of an exchange of letters establishing links between the European Economic Community and the International Centre for Advanced Mediterranean Agronomic Studies ICAMAS | Συμφωνία σύνδεσης υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στο Διεθνές Κέντρο Ανώτατων Μεσογειακών Αγρονομικών Σπουδών CIHEAM |
agric. | Agreement in the form of an exchange of letters extending the adaptation to the Agreement between the European Community and...on trade in mutton, lamb and goatmeat | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών για την παράταση της προσαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και....σχετικά με το εμπόριο του κρέατος προβάτου,αμνού και αιγός |
law | agreement in the form of an exchange of notes | συμφωνία υπό μορφήν ανταλλαγής διακοινώσεων |
fin. | aid granted in the form of repayable loan | ενίσχυση χορηγούμενη με τη μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής |
gen. | aid in the form of preferential tariff | ενίσχυση υπό μορφή μειωμένης τιμής |
ed. | alternating forms of training | εναλλακτικοί τρόποι κατάρτισης |
fin. | alternative form of production | εναλλακτική παραγωγή |
hobby | alternative form of tourism | εναλλακτική μορφή τουρισμού |
life.sc. | apparent form of the sky | φαινόμενο σχήμα του ουρανού |
gen. | application form | έντυπο υποβολής αίτησης |
gen. | application form | έντυπο υποβολής υποψηφιότητας |
fin. | application form | σύμβασις προεγγραφής |
fin. | application form | δελτίο εγγραφής |
fin. | application form | έντυπο εγγραφής |
gen. | application form | αίτηση υποψηφιότητας |
agric., chem. | aqua-form fertilizer | ανάμειξη νερού και λιπάσματος |
agric., tech. | artificial form factor | τεχνητός μορφάριθμος |
agric., tech. | artificial form quotient | τεχνικός συντελεστής μορφής |
chem. | artificial resin in powder form | τεχνητή ρητίνη σε κατάσταση σκόνης |
fin. | assessment form | δελτίο αξιολόγησης των επιπτώσεων |
law | assessment form | έντυπος αξιολόγησης |
fin. | auction bid form | έντυπο για την υποβολή προσφοράς σε δημοπρασία |
work.fl. | auxiliary subdivisions of form | υποδιαιρέσεις μορφής |
work.fl. | auxiliary subdivisions of form | μορφικές υποδιαιρέσεις |
econ. | balance of the flows concerning claims in the form of SDRs | υπόλοιπο των ροών που αφορούν απαιτήσεις σε μορφή ΕΤΔ |
med. | basic form | θεμελιώδης μορφή |
med. | basic form | βασική μορφή |
med. | to be reduced to powder form | να καταστεί κόνις |
life.sc. | benchmark in form of a pipe | υψομετρική αφετηρία υλοποιημένη μ'ένα μεταλλικό σωλήνα |
med. | binoculars made in the form of spectacles | κιάλια προσαρμοσμένα σε σκελετούς γυαλιών με βραχίονες |
earth.sc., mech.eng. | blade form | σχήμα πτερυγίου |
earth.sc., mech.eng. | blade form | μορφή πτερυγίου |
med. | boat form | μορφή λουτήρα |
h.rghts.act., UN | Body of Principles for the Protection of all Persons under any Form of Detention or Imprisonment | δέσμη κανόνων των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία όλων των προσώπων που τελούν υπό οιαδήποτε μορφή κράτησης ή φυλάκισης |
work.fl., commun. | book-form catalog | κατάλογος υπό μορφή βιβλίου |
work.fl., commun. | book-form catalogue | κατάλογος υπό μορφή βιβλίου |
fin. | book-entry form | άυλη μορφή |
law | borrowing granted in the form of a direct loan | δανεισμός με τη μορφή άμεσων δανείων |
gen. | bound form | εξηρτημένο μόρφημα |
gen. | bound form | πρόσφυμα |
agric., tech. | branch form-factor | μορφάριθμος κορυφής |
agric., tech. | breast-height form factor | τεχνητός μορφάριθμος |
ed. | broadly-based form of training | ευρεία επαγγελματική εκπαίδευση |
tech., industr., construct. | carbonized forms | αυτογραφικό χαρτί για set έντυπου υποδείγματος |
tech., industr., construct. | carbonless copy paper forms | αυτογραφικό set έντυπου υποδείγματος |
industr., construct. | carded cotton in sliver form | λαναρισμένη ταινία από βαμβάκι |
gen. | to carry down by alkalisation a lead sediment in the form of phosphate | καθίζηση του μολύβδου υπό μορφή φωσφορικού άλατος με προσθήκη αλκάλεος |
cust., interntl.trade. | certificate of origin Form A | πιστοποιητικό καταγωγής "τύπου Α" προς αντικατάσταση |
cust., interntl.trade. | certificate of origin Form A | πιστοποιητικό αντικατάστασης του πιστοποιητικού καταγωγής "τύπου Α" |
med. | chair form | μορφή ανάκλιντρου |
med. | chair form | διαμόρφωση ανάκλιντρου |
law, fin. | change in the legal form of the enterprise | μεταβολή της νομικής μορφής της επιχείρησης |
chem. | cis-form | μορφή CIS |
social.sc., transp. | claim form | έντυπη αίτηση παραπόνων |
econ. | claims constituting a form of social benefits | αποζημιώσεις που αποτελούν μορφή κοινωνικών παροχών |
life.sc. | classification of wave forms of atmospherics | ταξινόμηση των κυμάτων των ατμοσφαιρικών παράσιτων |
life.sc., met. | commercial form | εμπορεύσιμη μορφή |
fin. | common list of usual forms of handling | κοινός πίνακας των συνήθων εργασιών |
immigr. | common visa application form | ενιαίο έντυπο αιτήσεως θεωρήσεως |
fin. | Community form | κοινοτικό έντυπο |
immigr. | complementary forms of protection | επικουρική προστασία |
gen. | Computer forms printing | Εκτύπωση μορφών με υπολογιστή |
mater.sc., mech.eng. | container for the conveyance of traffic in powder form | κοντέινερ για εμπορεύματα σε σκόνη |
mater.sc., mech.eng. | container for the conveyance of traffic in powder form | εμπορευματοκιβώτιο για εμπορεύματα σε σκόνη |
tech., industr., construct. | continuous machine for washing in rope form | μηχανή συνεχούς πλυσίματος υφάσματος σε μορφή κορδονιού |
econ., fin. | contribution in the form of dividend | εισφορά υπό μορφή μερίσματος |
social.sc. | Convention concerning the Prohibition and Immediate Action for the Elimination of the Worst Forms of Child Labour | Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τους |
gen. | Convention on the Conflicts of Law relating to the Form of Testamentary Dispositions | Σύμβαση για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης |
law, proced.law. | Convention on the international recovery of child support and other forms of family maintenance | Σύμβαση για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεων διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής |
law | Convention to Prevent and Punish the Acts of Terrorism Taking the Form of Crimes Against Persons and Related Extortion that are of International Significance | Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή των τρομοκρατικών πράξεων που λαμβάνουν μορφή εγκλημάτων κατά των προσώπων ή συναφών πράξεων εκβίασης |
gen. | copyrights of a publication whether in written form or otherwise | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από μια δημοσίευση |
gen. | copyrights of a publication whether in written form or otherwise | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από δημοσίευση ή δημόσια ανακοίνωση |
gen. | Council Directive 2003/48/EC of 3 June 2003 on taxation of savings income in the form of interest payments | οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους αποταμιεύσεων |
gen. | Council Directive 2003/48/EC of 3 June 2003 on taxation of savings income in the form of interest payments | οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
gen. | Council Directive 2003/48/EC of 3 June 2003 on taxation of savings income in the form of interest payments | Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
agric. | crown form | μορφή κόμης |
chem. | crystalline form | κρυσταλλική μορφή |
chem. | crystalline form | κρυσταλλική δομή |
law | danger of inadvertently finding oneself bound by standard forms of agreement | κίνδυνος δέσμευσης με standard ρήτρες |
fin. | declaration form | έντυπο διασάφησης |
law | defect of form | τυπικό ελάττωμα |
med. | degenerate form | μορφή πόνου |
med. | degenerate form | εκφυλιστική μορφή |
med. | degenerative forms of erythrocytes | εκφυλιστικές μορφές ερυθροκυττάρων |
fin. | dematerialised form | άυλη μορφή |
med. | derivative in the form of a manipulated combination | παράγωγο σε συνδυασμό |
agric. | desirable pyramidal form | επιθυμητή πυραμιδοειδής μορφή |
tech., industr., construct. | discontinuous machine for washing in rope form | μηχανή ασυνεχούς σε παρτίδα πλυσίματος υφάσματος σε μορφή κορδονιού |
gen. | discussion form | έντυπο συμμετοχής στη συζήτηση |
med. | disease notification form | έντυπο δήλωσης εργασιακών ασθενειών |
med. | drug form | φαρμακευτική μορφή |
gen. | during use,may form flammable/explosive vapour-air mixture | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα |
fin. | duty on purchases of manufacturing tobacco in leaf form | φόροι κατανάλωσης καπνοβιομηχανικών προϊόντων σε φύλλα |
insur. | E126 form | έντυπο Ε126 |
insur. | E110 form | έντυπο Ε110 |
insur. | E113 form | έντυπο Ε113 |
insur. | E301 form | έντυπο Ε301 |
insur. | E124 form | έντυπο Ε124 |
insur. | E108 form | έντυπο Ε108 |
insur. | E108 form | γνωστοποίηση αναστολής ή παύσεως του δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος |
insur. | E112 form | βεβαίωση διατήρησης του δικαιώματος για χορηγούμενες ήδη παροχές της ασφάλισης ασθένειας και μητρότητας |
insur. | E112 form | έντυπο Ε112 |
insur. | E124 form | αίτηση επιδόματος θανάτου |
insur. | E109 form | βεβαίωση για την εγγραφή των μελών της οικογένειας μισθωτού ή μη μισθωτού και την τήρηση των καταστάσεων |
insur. | E109 form | έντυπο Ε109 |
insur. | E301 form | βεβαίωση περί των περιόδων που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη χορήγηση παροχών ανεργίας |
insur. | E104 form | βεβαίωση για το συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης,απασχόλησης ή κατοικίας |
insur. | E104 form | έντυπο Ε104 |
insur. | E113 form | νοσηλεία:γνωστοποίηση εισαγωγής και εξόδου |
insur. | E107 form | αίτηση για βεβαίωση δικαιώματος παροχών σε είδος |
insur. | E107 form | έντυπο Ε107 |
insur. | E110 form | βεβαίωση για μισθωτούς εργαζόμενους σε διεθνείς μεταφορές |
insur. | E111 form | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος |
insur. | E111 form | έντυπο Ε111 |
insur. | E126 form | τιμολόγηση για απόδοση δαπάνης παροχών σε είδος |
insur. | E601 form | αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ύψος των εισπραττομένων προσόδων σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος |
insur. | E601 form | έντυπο Ε601 |
insur. | E302 form | βεβαίωση περί των μελών της οικογενείας του ανέργου μισθωτού,που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους των παροχών |
insur. | E303 form | έντυπο Ε303 |
insur. | E105 form | έντυπο Ε105 |
insur. | E303 form | βεβαίωση περί διατηρήσεως του δικαιώματος για παροχές ανεργίας |
insur. | E122 form | βεβαίωση για χορήγηση παροχών σε είδος στα μέλη της οικογένειας των συνταξιούχων |
insur. | E122 form | έντυπο Ε122 |
insur. | E116 form | ιατρική γνωμάτευση ανικανότητας για εργασίαασθένεια,μητρότητα,εργατικό ατύχημα,επαγγελματική ασθένεια |
insur. | E001 form | αίτηση πληροφοριών,κοινοποίηση πληροφοριών,αίτηση εντύπων,υπόμνηση σχετικά με εργαζόμενο μισθωτό,εργαζόμενο μη μισθωτό,μεθοριακό εργαζόμενο,συνταξιούχο,άνεργο,δικαιοδόχο |
insur. | E116 form | έντυπο Ε116 |
insur. | E114 form | έντυπο Ε114 |
insur. | E127 form | έντυπο Ε127 |
insur. | E117 form | έντυπο Ε117 |
insur. | E118 form | έντυπο Ε118 |
insur. | E123 form | έντυπο Ε123 |
insur. | E103 form | άσκηση του δικαιώματος επιλογής |
insur. | E125 form | έντυπο Ε125 |
insur. | E103 form | έντυπο Ε103 |
insur. | E121 form | βεβαίωση για την εγγραφή των συνταξιούχων και την τήρηση των καταστάσεων |
insur. | E121 form | έντυπο Ε121 |
insur. | E123 form | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος της ασφάλισης κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών |
insur. | E118 form | ειδοποίηση για μη αναγνώριση ή για λήξη της ανικανότητας προς εργασία |
insur. | E117 form | καταβολή χρηματικών παροχών σε περίπτωση μητρότητας και ανικανότητας για εργασία |
insur. | E 115 form | αίτηση για χρηματικές παροχές λόγω ανικανότητας προς εργασία |
insur. | E 115 form | έντυπο Ε115 |
insur. | E127 form | ατομική κατάσταση των μηνιαίων εφάπαξκατ αποκοπήποσών |
insur. | E 106 form | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος |
insur. | E 106 form | έντυπο Ε106 |
insur. | E114 form | χορήγηση παροχών σε είδος μεγάλης σημασίας |
insur. | E105 form | βεβαίωση για τα μέλη της οικογένειας του μισθωτού ή μη μισθωτού,που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού των χρηματικών παροχών σε περίπτωση ανικανότητας για εργασία |
insur. | E302 form | έντυπο Ε302 |
insur. | E125 form | ατομική κατάσταση πραγματικών δαπανών |
insur. | E001 form | έντυπο Ε001 |
gen. | economic aid in the form of grants | οικονομική βοήθεια με τη μορφή δωρεών |
fin., polit. | entry form for release for free circulation | διασάφηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία |
med. | envelope form | μορφή φακέλου |
tech., industr., construct. | equipment for mercerizing yarns in warp form | εξοπλισμός μερσερισμού νημάτων σε μορφή στημονιού |
fin. | excise duties and other forms of indirect taxation | οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως και οι λοιποί έμμεσοι φόροι |
fin. | Export Notification Form | έντυπο κοινοποίησης εξαγωγών |
fin. | Export Notification Form | Δελτίο Κοινοποίησης Εξαγωγής |
insur. | expression of wish form | δήλωση καθορισμού δικαιούχων ασφαλίσματος |
med. | extract in liquid form | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε υγρή κατάσταση |
med. | extract in semi-solid form | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε πολτώδη κατάσταση |
med. | extract in solid form | εκχύλισμα που παρουσιάζεται σε στερεή κατάσταση |
gen. | FAL form | έντυπο FAL |
econ., environ. | to favour a non-destructive form of tourism | υποστήριξη ενός τουρισμού που δεν βλάπτει τη φύση |
gen. | finely dispersed particles form explosive mixtures in air | τα σωματίδια σε λεπτή διασπορά σχηματίζουν εκρηκτικά μείγματα στον αέρα |
agric. | fitting in spiral form of a wrapper | σπειροειδής εφαρμογή |
agric., industr. | fitting in spiral form | σπειροειδής εφαρμογή |
law, commer. | form A/B | έντυπο Α/Β |
law | to form an indivisible whole for applying the law | αποτελώ ενιαίο σύνολο όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού |
law | to form an integral part | είμαι σύμφυτος |
agric., tech. | form class | κλάσις σχήματος |
law, commer. | form CO | έντυπο CO |
energ.ind. | form coke | αλεσμένος οπτάνθρακας |
gen. | Form design | Σχεδιασμός εντύπου |
earth.sc., el. | form drag | διαφορά ώσης και τυρβώδους ώσης |
work.fl., commun. | form entry | μορφικό λήμμα |
agric., industr., construct. | form factor | σχηματικός παράγων |
agric., tech. | form factor | μορφάριθμος κορμού,συντελεστής διαμόρφωσης |
agric. | form factor inside bark | άφλοιος μορφάριθμος |
gen. | form feed character | Χαρακτήρας τροφοδότησης σελίδας |
gen. | Form feedout | Τροφοδότηση σελίδας |
mater.sc. | form-fill-seal | διαμόρφωση γέμισμα και σφράγισμα |
gen. | form-fitting baffle | περίδεσις πυρήνα αντιδραστήρα |
industr., construct. | form-fitting underwear | εφαρμοστό εσώρουχο |
immigr. | form for affixing a visa | φύλλο επί του οποίου τίθεται θεώρηση |
gen. | form for affixing a visa | φύλλο επί του οποίου τίθεται η θεώρηση |
construct. | form for concrete | τύπος |
construct. | form for concrete | καλούπι |
life.sc. | form hachures | σχηματικές γραμμοσκιές |
work.fl. | form heading | επικεφαλίδα μορφής |
agric., tech. | form height | γινόμενο ύψους επί τον μορφάριθμο |
fin., econ. | form in which the capital shall be paid up | τρόπος καταβολής του κεφαλαίου |
life.sc., agric. | form lines | υψομετρική καμπύλη διαγράμματος |
construct. | form lining | καλούπι για εμφάνιση μπετόν |
construct. | form lining | επένδυσις τύπων |
fin. | form of a loan | μορφή δανείου |
fin. | form of a loan | τύπος δανείου |
econ. | form of a loan | μορφή δανείου' τύπος δανείου |
fin. | form of assistance | μορφή παρέμβασης |
law, fin. | form of company taxation | μορφή φορολογίας των επιχειρήσεων |
fin. | form of contractual saving | μορφή αποταμίευσης με συμβατικούς όρους |
med. | form of energy | μορφή ενέργειας |
law | form of international crime | διεθνώς οργανωμένη εγκληματικότητα |
law | form of international crime | διεθνής εγκληματικότητα |
law | form of marriage | τύπος του γάμου |
law | form of order sought by the defendant | αιτήματα του καθού |
fin. | form of payment of the subscription | τρόπος καταβολής της συνδρομής |
insur. | form of subrogation | έντυπο υποκατάστασης |
mun.plan. | form of tariff | είδος τιμολογίου |
chem. | form oil | λάδι ξυλοτύπων |
chem. | form oil | λάδι ξεκαλουπώματος |
construct. | form panel | ξυλότυπο φάτνωμα |
construct. | form panel | άβαξ καλουπιού |
industr., construct. | form plywood | κόντρα-πλακέ για καλούπι μπετόν |
agric. | form point | κέντρον αυξήσεως |
agric. | form-point height | συντελεστής κέντρου αυξήσεως |
tech. | form printing | εκτύπωση εντύπου |
agric., tech. | form quotient | συντελεστής μορφής κορμού |
agric., tech. | form ratio | συντελεστής μορφής κορμού |
construct. | form removal | αφαίρεσις τύπων |
construct. | form removal | αποσύνδεσις |
industr., construct. | form setting and fixing machine | μηχανή σχηματοποίησης και προσδιορισμού του σχήματος |
gen. | Form skip character | Χαρακτήρας τροφοδότησης σελίδας |
work.fl. | form subdivisions | υποδιαιρέσεις μορφής |
work.fl. | form subdivisions | μορφικές υποδιαιρέσεις |
work.fl. | form subdivisions | υποδιαίρεση μορφής |
ed. | form teacher | καθηγητής τάξης |
gen. | form throw character | Χαρακτήρας τροφοδότησης σελίδας |
gen. | forms of assistance | μορφές παρέμβασης |
gen. | forms very sensitive explosive metallic compounds | Ρ4 |
gen. | forms very sensitive explosive metallic compounds | σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις |
tax. | fraud form | δελτίο περίπτωσης απάτης |
ed. | free access to all forms of education | πλήρης πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ελεύθερη |
agric. | fruiting form | καρποφόρο όργανο |
agric. | fruiting form capacity | ικανότητα σχηματισμού καρποφόρων οργάνων |
agric. | fruiting form shedding | καρπόπτωση |
law | full powers, found in good and due form | διαπιστευτήρια τα οποία ευρέθησαν τυπικώς έγκυρα |
agric. | gall form of phylloxera | κηκίδωση |
tech., industr., construct. | guide wheel for rope-form material | τροχός οδήγησης υφάσματος σε μορφή κορδονιού |
med. | half-chair form | μορφή ημιανάκλιντρου |
med. | half-chair form | διαμόρφωση ημιανάκλιντρου |
med. | heart form | σχήμα της καρδιάς |
commer., hobby | hotel accommodation form | έντυπο κράτησης ξενοδοχείου |
commer., hobby | hotel reservation form | έντυπο κράτησης ξενοδοχείου |
nat.sc., chem. | humus form | μορφή του χούμου |
agric. | in a gelatinous form | με ζελατινώδη μορφή |
agric. | in bulk form | χύδην |
law | in due and proper form | δεόντως |
law, interntl.trade. | in form or in fact | νομικά ή πραγματικά |
law | in good and due form | δεόντως |
chem. | In use may form flammable/explosive vapour-air mixture. | Κατά τη χρήση µπορεί να σχηµατίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά µείγµατα ατµού-αέρος. |
gen. | in use, may form flammable/explosive vapour-air mixture | Ρ18 |
gen. | in use, may form flammable/explosive vapour-air mixture | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα |
fin. | incentive in the form of base reduction | κίνητρο με μορφή μειώσεων της βάσης |
gen. | information form | δελτίο πληροφοριών |
fin., polit. | ingots, blocks, lumps and similar forms, of iron or steel | σίδηρος και χάλυψ εις μύδρους, τύπους ή μάζας |
min.prod., fish.farm. | inspection form | έντυπο επιθεώρησης |
h.rghts.act. | International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination | Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων |
law | invention embodied in a three-dimensional form | εφεύρεση που παρουσιάζεται με τρισδιάστατη μορφή |
cust., tax. | inward processing procedure in the form of the drawback system | καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή με τη μορφή του συστήματος επιστροφής δασμών |
tech., chem. | ion exchange resin in acetate form | ιοντοανταλλάκτης στην οξική φάση |
med. | ionized form | ιονισμένη μορφή |
construct. | jamb form | καλούπι κουφωμάτων |
construct. | jamb form | μήτρα καλουπιού |
construct. | jamb form | εγκιβωτισμός κουφωμάτων |
med. | juvenile form | νεαρό ουδετερόφιλο |
nat.sc., agric. | juvenile form | νεανική μορφή |
med. | juvenile form | μεταμυελοκύτταρο |
med. | juvenile forms | νεαρές μορφές πολυμορφοπυρήνων |
chem. | L form | L μορφή |
chem. | L form | L ισομερές |
med. | labelled form of test substance | "σεσημασμένη" μορφή της δοκιμαζόμενης ουσίας |
life.sc. | land forms | μορφαί αναγλύφου |
earth.sc., environ. | lead can exist in ionogenic or non-ionogenic forms | ο μόλυβδος παρουσιάζεται με ιοντογενή και μη ιοντογενή μορφή |
law, busin., labor.org. | legal form | νομική μορφή |
law, busin., labor.org. | legal form | νομικός τύπος επιχειρήσεως |
law, fin. | legal form chosen | επιλεγμένη νομική μορφή |
law | legal form of enterprise | νομική μορφή της επιχείρησης |
law | letters rogatory issued in the form of an order | αίτηση για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που εκδίδεται με τη μορφή Διατάξεως |
med. | life form | ζωική μορφή |
nat.sc. | life-form spectrum | Βιολογικό φάσμα |
med. | lip-form | χειλόμορφος |
med. | lip-form | χειλικός |
fin. | "long form" audit report | εκτενής έκθεση ελέγχου |
gen. | m-form | μετα-μορφή |
tech., industr., construct. | machine for the form of knitted fabrics | μηχανή μορφοποίησης πλεκτών υφασμάτων |
tech., industr., construct. | machine for washing in rope form | πλυντήριο υφάσματος σε μορφή κορδονιού |
stat., IT | machine-readable form for Intrastat declaration | ηλεκτρονικό έντυπο δήλωσης Intrastat |
econ. | main standard legal forms of ownership | τυποποιημένες κύριες νομικές μορφές ιδιοκτησίας |
law | maintenance in the form of a lump sum settlement | διατροφή υπό μορφή κατ'αποκοπήν αποζημιώσεως |
law | maintenance in the form of a single capital payment | διατροφή υπό μορφή εφάπαξ χρηματικής καταβολής |
chem. | master form | αρχικό πρότυπο |
chem. | may form explosive peroxides | μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια |
chem. | May form explosive peroxides. | Μπορεί να σχηµατίσει εκρηκτικά υπεροξείδια. |
chem. | may form explosive peroxides | Ρ19 |
law | means of redress and other forms of appeal | τακτικά ένδικα μέσα και άλλα μέσα προσφυγής |
chem. | metals in massive form | μέταλλα σε συμπαγή μορφή |
med. | mild form of delirium without disorientation | παραλήρημα Bonhoeffer |
chem. | molybdenum in compact form | καθαρό μολυβδαίνιο σε συμπαγή κατάσταση |
gen. | monofund form of assistance | μορφή παρέμβασης από ένα μόνο ταμείο |
agric. | mosaic form of downy mildew | μωσαϊκοειδής περονόσπορος |
law, transp., environ. | movement/tracking form | έντυπο μεταφοράς/συνοδείας |
chem., el. | multi-form-seated gate valve | δικλείδα ολίσθησης με πολύμορφη έδρα |
fin., polit. | multi-cellular glass in blocks, slabs, plates, panels and similar forms | γυαλί γνωστό με την ονομασία "πολυκυψελωτό" ή γυαλί "αφρώδες" σε όγκους, πλάκες- διαφράγματα, πλάκες και κελύφη |
gen. | multiregional forms of assistance | πολυπεριφερειακές μορφές παρέμβασης |
tax. | mutual assistance case form | δελτίο αμοιβαίας συνδρομής |
econ. | mutual assistance may take the form of enlargements of quotas | η αμοιβαία συνδρομή δύναται να συνίσταται σε διεύρυνση ποσοστώσεων |
phys.sc. | nanomaterial form | νανομορφή |
phys.sc. | nanomaterial form | μορφή νανοϋλικού |
fin. | national export or re-export forms | εθνικά έντυπα εξαγωγής ή επανεξαγωγής |
chem. | non-stabilised form | μη σταθεροποιημένη μορφή |
agric., tech. | normal form-factor | μορφάριθμος εις το ν του ύψους |
agric., tech. | normal form quotient | συντελεστής μορφής στο ν τοις εκατό |
gen. | not combustible but forms flammable gas on contact with water or damp air | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα |
gen. | o-form | όρθο-μορφή |
gen. | observation form | έντυπο παρατήρησης |
econ. | obstacle in the form of regulations | εμπόδιο κανονιστικού χαρακτήρα |
med. | occlusal form | τύπος οδοντικής σύγκλησης |
commer., IT | off-line electronic form | off-line ηλεκτρονική µορφή |
med. | Ogawa form | τύπος Ogawa |
gen. | on an agreed standard form | συμφωνηθέν τυποποιημένο έγγραφο |
social.sc., UN | Optional Protocol to the Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination against Women | Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών |
fin. | order form | παραγγελία |
fin. | order form | δελτίο παραγγελίας |
fin. | order form | έντυπο παραγγελίας |
gen. | order form for facilities | έντυπο παραγγελιών για παροχές |
social.sc. | other forms of relief | άλλα οφέλη |
earth.sc. | output imaging data in digital form | έξοδος δεδομένων απεικόνισης σε ψηφιακή μορφή |
gen. | p-form | παρα-μορφή |
law, market. | payment in the form of securities | αμοιβή από το εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin. | payment in the form of securities | αμοιβή υπό μορφή τίτλων |
patents. | periodicals in the form of press summaries | περιοδικές συλλογές υπό την μορφήν επισκοπήσεων του τύπου |
law, crim.law. | petty form of an offence | προνομιούχος μορφή εγκλήματος |
fin. | physical form | εμφάνιση των μετοχών |
insur. | plain form of policy | απλός τύπος ασφαλιστηρίου |
agric. | plaiting material woven in sheet form | πλεκτική ύλη υφασμένη επίπεδα |
chem. | plastics in non-primary forms | πλαστικές ύλες σε μη πρωτογενή μορφή |
chem. | plastics in primary forms | πλαστικές ύλες σε πρωτογενή μορφή |
chem. | platinum sponge catalysts of cellular form | καταλύτες σπογγοειδούς λευκόχρυσου κυψελοειδούς μορφής |
mater.sc. | pouch form-fill-seal | διαμόρφωση σακιδίων γέμισμα και σφράγισμα |
mater.sc., met. | preferential corrosion may also assume the form of small pits | η εκλεκτική διάβρωση μπορεί να πάρει τη μορφή μικρών κρατήρων |
econ. | premiums constituting a form of social contribution | ασφάλιστρα που αποτελούν μορφή κοινωνικής εισφοράς |
fin., commun. | press advertising with order form | διαφημιστικά έντυπα με στέλεχος παραγγελίας |
med. | primitive form | πρωτότυπη μορφή |
patents. | printed forms | έντυπα αιτήσεων |
obs., pharma. | product in its actual pharmaceutical form | προϊόν που έλαβε τη φαρμακευτική του μορφή |
gen. | production quality form | υπό μορφή κατάλληλη για παραγωγή |
insur. | proposal form | πρόταση ασφαλίσεως |
gen. | pulse form | μορφή παλμού |
med. | pyranose form | μορφή πυρανόζης |
stat. | quadratic form | τετραγωνικός μέσος |
stat. | quadratic form | τετραγωνική μορφή |
med. | radionuclide in the form of sealed sources | ραδιονουκλεϊδιο που χρησιμοποιείται υπό σφραγισμένη μορφή |
chem. | reacted form | αντιδρώσα μορφή |
med. | reagent in the dried form | αντιδραστήριο σε στερεά κατάσταση |
stat. | reduced form method | μέθοδος απλοποιημένου τύπου |
math. | reduced form method | μειωμένη μέθοδος μορφή |
life.sc. | reduced form of nicotinamide adenine dinucleotide | ανηγμένη μορφή του νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτιδίου |
law | registered letter with a form for acknowledgment of receipt | συστημένη επιστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής |
gen. | registration form | δελτίο εγγραφής |
immigr. | registration form | έντυπα δηλώσεως |
immigr. | registration form | έντυπο εισδοχής |
gen. | registration form | έντυπο συμμετοχής |
med. | replicative form | αντιγραφόμενη μορφή |
fin. | report form | μορφή έκθεσης |
fin., tech. | report form | έντυπο σύνταξης έκθεσης |
patents. | reproduction in tangible form of copies of a work | αναπαραγωγή υπό υλικήν μορφήν αντιτύπων έργου |
earth.sc., mech.eng. | resistance due to form | αντίσταση του σχήματος |
med. | resonance form | δομή συντονισμού |
insur. | R/I closing form | έντυπο υποβολής αντασφαλιστικών λογαριασμών |
insur. | R/I order form | έντυπο εντολής αντασφάλισης |
med. | ring form | δακτυλιοειδής μορφής |
insur. | risk index closing form | έντυπο υποβολής αντασφαλιστικών λογαριασμών |
insur. | risk index order form | έντυπο εντολής αντασφάλισης |
agric. | root form of phylloxera | ριζόβια μορφή φυλλοξήρας |
med. | S-form | φόρμα S |
fin. | security in the form of money | εγγύηση σε μετρητά |
fin. | semistrong form efficiency | τύπος αποτελεσματικότητας |
fin. | semistrong form efficiency | μορφή αποτελεσματικότητας |
fin. | serial number of a form | αριθμός σειράς ενός εντύπου |
crim.law. | serious forms of international crime | μορφές βαρείας διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας |
crim.law. | serious forms of organised crime | σοβαρές μορφές οργανωμένου εγκλήματος |
law | shall not seek a different form of order | αποκλεισμός υποβολής νέου αιτήματος |
agric. | shallow form ridge | αβαθές αυλάκι |
fin. | "short form" audit report | σύντομη έκθεση ελέγχου |
econ. | short-form decision | Συνοπτική απόφαση |
fin. | short form mortgage | περίληψη υποθήκης |
fin. | short form prospectus | ενημερωτικό δελτίο εισαγωγής τίτλου |
construct. | side form | πλευρικό καλούπι |
construct. | side form | πλευρικός τύπος |
construct. | side form | πλαγιότυπος |
fin. | single registration form | έντυπο καταχώρησης |
fin. | single registration form | έντυπο εγγραφής |
construct. | sliding form | ολισθαίνον καλούπι |
construct. | slip form lining | επένδυσις δι'ολισθαίνοντος τύπου |
construct. | slip-form machine | μηχανές με ολισθαίνοντα καλούπια |
construct. | slip-form machine | μηχανή ολισθαίνοντος ξυλοτύπου |
construct. | slip-form machine | μηχανή ολισθαίνοντος σιδηροτύπου |
construct. | slip-form machine | επιστρωτήρας με ολισθαίνοντα καλούπια |
construct. | slip-form paver | επιστρωτήρας με ολισθαίνοντα καλούπια |
construct. | slip-form paver | μηχανές με ολισθαίνοντα καλούπια |
construct. | slip-form paver | μηχανή ολισθαίνοντος ξυλοτύπου |
construct. | slip-form paver | μηχανή ολισθαίνοντος σιδηροτύπου |
agric. | smallwood form-factor | μορφάριθμος κλαδοξύλου |
gen. | solids in powder form | στερεά σε κονιορτοποιημένη μορφή |
gen. | space reservation form | έντυπο κράτησης χώρων |
nat.res. | species of wild form | είδη άγριων τύπων |
chem. | stabilised form | σταθεροποιημένη μορφή |
fin. | stamped blank cheque form | χαρτοσημασμένο ασυμπλήρωτο φύλλο επιταγής |
gen. | standard data form | τυποποιημένη μορφή δεδομένων |
fin., industr. | standard-form authorised retailer contract | στερεότυπη σύμβαση εγκεκριμένου διανομέα |
agric. | standard form for the summary | πρότυπο συγκεντρωτικού δελτίου |
gov. | standard forms | τυποποιημένα έντυπα |
agric., tech. | stem form-factor | τεχνητός μορφάριθμος στελέχους |
fin. | strong form efficiency | πλήρως αποτελεσματική αξιολόγηση μετοχής |
fin. | strong form efficiency | αποτελεσματικότητα"ισχυρού τύπου" |
insur. | subrogation form | έντυπο υποκατάστασης |
fin. | subscription form | έντυπο εγγραφής |
fin. | subscription form | δελτίο εγγραφής |
fin. | subscription form | σύμβασις προεγγραφής |
account. | substance over form | η oυσία υπεράνω τoυ τύπoυ |
stat., social.sc. | survey form | ερωτηματολόγιο |
construct. | table form | κινητό καλούπι |
construct. | table form | κινητός εγκιβωτισμός |
law, patents. | to take evidence on oath or in an equally binding form | λαμβάνω την κατάθεση ένορκα ή υπό άλλον εξίσου δεσμευτικό τύπο |
law | to take the form of a concerted approach | συνίσταται σε συντονισμένη δράση |
tax. | tax forms to be completed at the end of the financial year | φορολογική δέσμη του τέλους του οικομονικού έτους |
tax. | taxation of savings income in the form of interest payments | φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
law | the Community shall establish all appropriate forms of cooperation with the Council of Europe | η Kοινότης καθιερώνει την κατάλληλη συνεργασία με το Συμβούλιο της Eυρώπης |
earth.sc., met. | the extraction replicas showed cementite which had a feathery form | οι αποτυπώσεις εξαγωγής αποκαλύπτουν ενα τύπο σεμεντίτη με φτεροειδή διάταξη |
mater.sc., met. | the form factor is characteristic of the discontinuity | ο παράγοντας σχήματος είναι χαρακτηριστικός της αστάθειας |
fin. | the forms shall be made up in sets | τα έντυπα παρουσιάζονται σε δεσμίδες |
patents. | the Protocol forms an integral part of the present Act | το Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα της παρούσης πράξεως |
law | the requirements of Article 17 as to form are satisfied | οι τυπικές απαιτήσεις του άρθρου 17 τηρούνται |
econ. | the right of undertakings to form associations | το δικαίωμα των επιχειρήσεων να συνιστούν ενώσεις |
fin. | the standard model form of guarantee | το υπόδειγμα της πράξης εγγύησης |
gen. | the substance can form explosive peroxides | η ουσία μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια |
gen. | the substance can presumably form explosive peroxides | η ουσία μπορεί μάλλον να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια |
gen. | the substance can readily form explosive peroxides | η ουσία μπορεί εύκολα να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια |
gen. | their Full Powers, found in good and due form | τα πληρεξούσια έγγραφά τους που ευρέθησαν εν τάξει |
work.fl. | thesaurus form | μορφή θησαυρού |
med. | thrombocytopenia form autoimmunization | αυτοάνοση θρομβοκυτοπενία |
agric., tech. | timber form-factor | μορφάριθμος κατειργασμένης ξυλείας |
law | time limit and form of appeal | προθεσμία και τύπος της προσφυγής |
agric., industr. | tobacco in the form of whole or cut not stripped leaves | καπνός σε φύλλα ολόκληρα ή κομμένα μη απομισχωμένος |
commer. | trade agreement in the form of an exchange of letters | εμπορική συμφωνία με τη μορφή ανταλλαγής επιστολών |
gen. | trading for own account or account of customers in all forms of security short and long-term | συναλλαγές τίτλων όλων των μορφών βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών |
chem. | trans-form | μορφή TRANS |
agric., tech. | tree form-factor | τεχνητός μορφάριθμος δένδρου |
tech., industr., construct. | truck for plaited or rope-form material | καρότσι για τοποθέτηση υφάσματος σε διπλωμένη μορφή ή μορφή κορδονιού |
agric., tech. | true form-factor | μορφάριθμος εις το ν του ύψους |
agric., tech. | true form quotient | συντελεστής μορφής στο ν τοις εκατό |
med. | unionized form | μη ιονισμένη μορφή |
social.sc. | unmarked form | μη χαρακτηρισμένη μορφή |
fin. | unstamped blank cheque form | μη χαρτοσημασμένο ασυμπλήρωτο φύλλο επιταγής |
construct. | vacuum form | τύποι μετ'εξοπλισμού δημιουργίας κενού |
law | validity as to form | τυπικό κύρος |
law | validity as to form | τύπος |
earth.sc., mech.eng. | vane form | σχήμα πτερυγίου |
earth.sc., mech.eng. | vane form | μορφή πτερυγίου |
gen. | very sensitive explosive metallic compound forms | σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις |
tech., industr., construct. | wagon for plaited or rope-form material | καρότσι για τοποθέτηση υφάσματος σε διπλωμένη μορφή ή μορφή κορδονιού |
construct. | wall form | καλούπια τοίχου |
fin. | weak form efficiency | ασθενής μορφή αποτελεσματικότητας |
tech., met. | welded or unwelded test-pieces in the form of constrained jones test specimens | συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων JONES υπό τάση |
agric., food.ind. | whey in block form | ορός γάλακτος σε τεμάχια |
agric., food.ind. | whey in powdered form | ορρός γάλακτος σε σκόνη |
agric., food.ind. | whey in powdered form | αφυδατωμένος ορρός γάλακτος |
agric., food.ind. | whey in powdered form | ορός γάλακτος σε σκόνη |
agric., food.ind. | whey in powdered form | σκόνη τυρογάλακτος |
stat., construct. | work slips form | συγκριτικός πίναξ |
med. | young form | νεαρό ουδετερόφιλο |
med. | young form | μεταμυελοκύτταρο |