Subject | English | Greek |
gen. | African Institute for Economic Development and Planning | Αφρικανικό Ινστιτούτο Οικονομικής Ανάπτυξης και Προγραμματισμού |
fin. | Agreement establishing a Financial Support Fund of the Organisation for Economic Cooperation and Development | Συμφωνία "περί συστάσεως Ταμείου Οικονομικής Ενισχύσεως του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως" |
econ. | aid to promote the economic development | ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως |
econ., fin. | alternative economic development | εναλλακτική οικονομική ανάπτυξη |
fin. | Arab Bank for Economic Development in Africa | Αραβική Τράπεζα Οικονομικής Ανάπτυξης της Αφρικής |
econ., fin., social.sc. | Arab Fund for Economic and Social Development | Αραβικό Ταμείο για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη |
gen. | Arab Fund for Social and Economic Development | Αραβικό Ταμείο για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη |
interntl.trade., polit. | Colombo Plan for Cooperative Economic and Social Development in Asia and the Pacific | Σχέδιο του Κολόμπο για την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας στην Ασία και τον Ειρηνικό |
environ. | Community Initiative Contributing to Protection of the Environment and Promoting Economic Development | Kοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη |
econ. | consistency of monetary and fiscal policies with respect to economic developments | συνέπεια των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών σε σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις |
social.sc. | Convention concerning Organisations of Rural Workers and their Role in Economic and Social Development | Σύμβαση για τις οργανώσεις των γεωργικών εργατών και το ρόλο τους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη |
econ. | Convention on the Organisation for Economic Cooperation and Development | Συμφωνία "περί ιδρύσεως του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως" |
econ., fin. | Convention on the Organization for Economic Co-operation and Development | Σύμβαση σχετικά με τον Oργανισμό Oικονομικής Συνεργασίας και AνάπτυξηςOOΣA-Παρίσι 1960 |
fin., environ. | Declaration of Environmental Policies and Procedures relating to Economic Development | Δήλωση σχετικά με τις περιβαλλοντικές πολιτικές και διαδικασίες που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη |
fin. | Development Cooperation and Economic Cooperation Instrument | μηχανισμός χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας |
fin. | Development Cooperation and Economic Cooperation Instrument | μηχανισμός αναπτυξιακής συνεργασίας |
econ. | Economic and Development Review Committee | Επιτροπή Εξέτασης Οικονομικών Καταστάσεων και Αναπτυξιακών Προβλημάτων |
environ. | economic development The state of nations and the historical processes of change experienced by them, the extent to which the resources of a nation are brought into productive use; the concept of development subsumes associated social, cultural and political changes as well as welfare measures | οικονομική ανάπτυξη |
econ. | economic development | οικονομική ανάπτυξη |
gen. | economic development and diversification of the GCC countries | οικονομική ανάπτυξη και διαφοροποίηση των χωρών μελών του Καταστατικού Χάρτη του Συμβουλίου Συνεργασίας των Αραβικών Χωρών του Κόλπου |
econ. | Economic Development Institute | Ινστιτούτο Οικονομικής Ανάπτυξης |
gen. | economic development programmes | προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης |
IT, R&D. | European Economic Community research and development programme for a machine translation system of advanced design | Πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σχετικά με σύστημα αυτόματης μετάφρασης προηγμένου τύπου |
IT | European Economic Community research and development programme for a machine translation system of advanced design | Πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας σχετικά με ένα σύστημα αυτόματης μετάφρασης προηγμένου τύπου |
gen. | Federal Minister for Economic Cooperation and Development | Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
fin. | governmental assistance to economic development | κρατική βοήθεια για την οικονομική ανάπτυξη |
econ. | instrument of economic development | μοχλός οικονομικής ανάπτυξης |
econ. | to lead the inhabitants to the economic development to which they aspire | οδηγούνται οι κάτοικοι στην οικονομική ανάπτυξη που επιδιώκουν |
econ., social.sc. | level of socio-economic development | επίπεδο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης |
fin. | Middle East Economic Development Programme | Πρόγραμμα Οικονομικής Ανάπτυξης της Μέσης Ανατολής |
gen. | Minister for Economic Development and Planning | Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης και Προγραμματισμού |
R&D. | Multiannual Research and Development Programme of the European Economic Community in the field of Basic Technological Research and the Application of New Technologies 1985 to 1988 | Βασική έρευνα βιομηχανικών τεχνολογιών για την Ευρώπη; Βασική τεχνολογική έρευνα και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών; Βασική έρευνα στις βιομηχανικές τεχνολογίες για την Ευρώπη; Πολυετές πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στους τομείς της βασικής τεχνολογικής έρευνας και της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών 1985-1988 |
R&D. | multiannual research and development programme of the European Economic Community in the fields of basic technological research and the applications of new technologies 1985 to 1988; Brite | πολυετές πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στους τομείς της βασικής τεχνολογικής έρευνας και της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών 1985-1988 |
gen. | Multiannual research and development programme of the European Economic Community in the fields of basic technological research and the applications of new technologies. 1985-88; B asic Research in Industrial Technologies for Europe | Πολυετές πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στους τομείς της βασικής τεχνολογικής έρευνας και της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών1985-1988 |
econ., fin. | Office of Development and International Economic Co-operation | Γραφείο Aνάπτυξης και Διεθνούς Oικονομικής Συνεργασίας |
econ., fin., environ. | Organisation for Economic Co-operation and Development | Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
gen. | Parliamentary State Secretary to the Federal Minister for Economic Co-operation and Development | Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
econ. | Pilot inter-regional cooperation projects for economic development in the cultural field | Πειραματικά προγράμματα διαπεριφερειακής συνεργασίας για την οικονομική ανάπτυξη που έχει πολιτιστική διάσταση |
cultur. | principle of the complementarity of economic and cultural aspects of development | αρχή της συμπληρωματικότητας των οικονομικών και πολιτιστικών όψεων της ανάπτυξης |
econ., fin., UN | Programme for economic recovery and development in Africa | πρόγραμμα για την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της Αφρικής |
econ. | to promote a harmonious development of economic activities | προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων |
econ. | to promote the economic and social development | η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως |
econ. | Regional Economic Development Working Group | Ομάδα περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης |
econ., fin. | Regional Economic Development Working Group | ομάδα περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης |
gen. | Regional Economic Integration and Development Committee | Επιτροπή Περιφερειακής Ολοκλήρωσης και Ανάπτυξης |
med. | Research and development coordination programme of the European Economic Community in the field of medical and health research 1987 to 1991 | Κοινοτικό πρόγραμμα συντονισμού της έρευνας και της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας στην ιατρική και την υγεία1987-1991 |
econ., fin. | service that supports economic development | υπηρεσία στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης |
gen. | Special United Nations Fund for Economic Development | Ειδικό Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Οικονομική Ανάπτυξη |
econ. | Specific programme for research and technological development, including demonstration, in the field of targeted socio-economic research | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα της στοχοθετημένης κοινωνικοοικονομικής έρευνας |
gen. | State Secretary, Federal Ministry of Economic Co-operation and Development | Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
R&D. | Subprogramme of the Specific Research and Technological Development Programme of the European Economic Community in the fields of Raw Materials and Recycling 1990 to 1992 relating to Forestry and Wood Products including Cork as a Renewable Raw Material | Υποπρόγραμμα του ειδικού προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στον τομέα των ανανεώσιμων πρώτων υλών και της ανακύκλωσης (1990-1992) σχετικά με τη δασοπονία και τα προϊόντα ξύλου συμπεριλαμβανομένου και του φελλού ως ανανεώσιμες πρώτες ύλες |
law | sustainable economic and social development of the developing countries | σταθερή και διαρκής οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών |
econ. | the economic development which will result from establishing the common market | η οικονομική ανάπτυξη που προκύπτει από την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς |
econ. | underlying economic development | εξέλιξη των βασικών οικονομικών μεγεθών |
UN | United Nations Programme of Action for African Economic Recovery and Development | Πρόγραμμα δράσης των Ηνωμένων Εθνών για την αφρικανική οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη |
econ. | within the framework of economic development programmes | στο πλαίσιο προγραμμάτων οικονομικής αναπτύξεως |
econ. | Working Group on Regional Economic Development | Ομάδα περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης |
econ., fin. | Working Party on Politics, External Economic Relations and Development | Ομάδα Εργασίας "Πολιτική/Εξωτ.Οικ.Σχέσεων/Ανάπτυξη" |
econ., fin. | Working Party on Politics, Institutional Affairs, Development and External Economic Relations | Ομάδα εργασίας "Πολιτική/Θεσμικών Θεμάτων/Ανάπτυξης/Εξ. Οικ. Σχέσεων |
polit. | Working Table on Economic Reconstruction, Co-operation and Development | Ομάδα στρογγυλής τραπέζης για την οικονομική ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη και τη συνεργασία |