Subject | English | Greek |
law | to create a collective danger for persons | συνιστά κοινό κίνδυνο κατά προσώπων |
law | to create an area of freedom and security | δημιουργώ χώρο ελευθερίας και ασφάλειας |
comp., MS | Create Deployment Package Wizard | Οδηγός δημιουργίας πακέτου ανάπτυξης (A wizard you use in Mobile Deployment Manager to create a deployment package) |
comp., MS | Create Installation Item Wizard | Οδηγός δημιουργίας στοιχείου εγκατάστασης (A wizard you use in Mobile Deployment Manager to create an installation item) |
comp., MS | create mode | κατάσταση δημιουργίας (The mode in which certain information is not available for edit on the page until the page is saved after creation. An example of this would be the opportunity record pages, where the opportunity has to be saved before products can be added) |
comp., MS | Create New Group | Δημιουργία ομάδας (A menu item that creates a new group for the user's Contacts list) |
law | to create the basis for a broader and deeper community | θεμελιώνουν τις πρώτες βάσεις μιας ευρύτερης και βαθύτερης κοινότητος |
fin., econ. | created coins | παραχθέντα κέρματα |
R&D. | "Creating a user-friendly information society" | "Κοινωνία της πληροφορίας φιλική προς τον χρήστη" |
econ. | firm creating jobs | επιχείρηση που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης |
fin. | freedom to create branches | ελευθερία δημιουργίας υποκαταστημάτων |
market. | have decided to create a European Economic Community | ...απεφάσισαν την δημιουργία μιας Eυρωπα2bκής Oικονομικής Kοινότητος |
fin. | innovatory and job-creating SME | μικρομεσαίες καινοτόμες επιχειρήσεις που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης |
lab.law. | job-creating activity | δραστηριότητες που συνεπάγονται δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
econ., lab.law. | job-creating economy | οικονομία ικανή να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης |
econ., empl. | job-creating growth | οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης |
gen. | job-creating initiative | πρωτοβουλία δημιουργίας θέσεων απασχόλησης |
lab.law. | job-creating investment | επένδυση που δημιουργεί απασχόληση |
social.sc., lab.law. | job-creating measure | μέτρο που προωθεί την απασχόληση |
lab.law. | job creating SME | Μικρομεσαία Επιχείρηση που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης |
lab.law. | job creating SME | ΜΜΕ που δημιουργεί θέσεις εργασίας |
gov. | newly created post | θέση που έχει πρόσφατα ιδρυθεί |
gen. | newly created post | θέση που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα |
gen. | newly created post | θέση που έχει πρόσφατα δημιουργηθεί |
med. | pre-embryo created by natural means | προέμβρυο δημιουργημένο με φυσικό τρόπο |
fin. | Programme of financial assistance for innovatory and job-creating small and medium-sized enterprises | πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής μικρομεσαίων καινοτόμων επιχειρήσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης |
fin. | Programme of financial assistance for innovatory and job-creating SMEs | πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής μικρομεσαίων καινοτόμων επιχειρήσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης |
fin. | Programme of financial assistance for innovatory and job-creating SMEs | πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης ΜΜΕ καινοτομίας που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης |
comp., MS | Quick Create | Γρήγορη δημιουργία (An option on the lower left corner of the Web application that enables a user to select a new record to create from the list, without having to navigate to the part of the UI that applies to the item the user wants to create) |
fin. | share created after an exchange | μετοχή που εκδόθηκε σε αντάλλαγμα |