Subject | English | Greek |
immigr. | abolition of border controls | κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα |
commun., transp. | absolute control of the switch point | επιτακτικός έλεγχος των αλλαγών |
commun., transp. | absolute control of the switch point | δεσμευτικός έλεγχος των αλλαγών |
law, immigr. | Accession Agreement of the Kingdom of Denmark to the Convention implementing the Schengen Agreement of 14 June 1985 on the gradual abolition of controls at their common borders, signed at Schengen on 19 June 1990 | Συμφωνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας στη Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 19η Ιουνίου 1990 |
earth.sc., el. | acoustics of control rooms | ακουστική των αιθουσών ελέγχου |
law | to acquire jointly control of | αποκτώ από κοινού τον έλεγχο |
fin. | acquisition of control | απόκτηση ελέγχου |
law, transp., environ. | Act on Surveillance and Control of Transboundary Transportation of Wastes | νόμος περί μεταφοράς αποβλήτων |
fin. | administration of control | άσκηση ελέγχου |
environ. | Advisory Committee on the Control and Reduction of Pollution caused by Discharge at sea of Hydrocarbons and other Dangerous Substances | συμβουλευτική επιτροπή για θέματα ελέγχου και μείωσης της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση στη θάλασσα υδρογονανθράκων και άλλων επικινδύνων ουσίων |
environ. | Advisory Committee on the Control and Reduction of Pollution caused by Discharge at sea of Hydrocarbons and other Dangerous Substances | Συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επιβλαβών ουσιών στη θάλασσα |
environ. | Advisory Committee on the control and reduction of pollution caused by oil and other harmful substances discharged at sea | Συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα του ελέγχου και της μειώσεως της ρυπάνσεως που προξενείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επικίνδυνων ουσιών στη θάλασσα |
environ. | Advisory Committee on the Control and Reduction of Pollution caused by the Discharge of Hydrocarbons and other Dangerous Substances at Sea | συμβουλευτική επιτροπή για θέματα ελέγχου και μείωσης της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση στη θάλασσα υδρογονανθράκων και άλλων επικινδύνων ουσίων |
environ. | Advisory Committee on the Control and Reduction of Pollution caused by the Discharge of Hydrocarbons and other Dangerous Substances at Sea | Συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την έκχυση υδρογονανθράκων και άλλων επιβλαβών ουσιών στη θάλασσα |
nucl.pow. | Advisory Committee on the supervision and control of shipments of radioactive waste between Member States and into and out of the Community | Συμβουλευτική επιτροπή για την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων μεταξύ κρατών μελών καθώς και προς και από την Κοινότητα |
gen. | Agreement between the European Community and the United Mexican States on cooperation regarding the control of precursors and chemical substances frequently used in the illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών |
law | Agreement on Principles having Reference to the Continuance of Co-ordinated Control of Merchant Shipping | Συμφωνία σχετικά με τις αρχές τις αφορώσες στη Συνέχιση του συντονισμένου ελέγχου της εμπορικής ναυτιλίας |
gen. | agreement on the prevention, control and curbing of drug abuse and the unlawful trade in and production of narcotics, psychotropic drugs and related chemical substances | Σύμβαση σχετικά με την πρόληψη, τον έλεγχο και την αναχαίτηση της κατάχρησης του αθέμιτου εμπορίου και της αθέμιτης παραγωγής ναρκωτικών, ψυχοτρόπων ουσιών και συναφών χημικών μέσων |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | approval of a steering control | έγκριση ελέγχου διεύθυνσης |
transp. | approval of a steering control | έγκριση του οργάνου χειρισμού διευθύνσεως |
transp. | area under control of signal cabin | περιοχή ελέγχου |
nucl.phys. | Argentinian-Brazilian Agency for Accounting and Control of Nuclear Material | Γραφείο Λογιστικής και Ελέγχου του Πυρηνικού Υλικού της Βραζιλίας και της Αργεντινής |
account. | assessed level of control risk | εκτίμηση για το επίπεδο του κινδύνου του ελέγχου |
commun., IT | attendant control of trunk group access | έλεγχος πρόσβασης της ομάδας ζεύξεων από την τηλεφωνήτρια |
met. | audit of production and inspection controls | επιθεώρηση παραγωγής και συστημάτων ελέγχου |
commun., transp. | automatic control of headway | αυτόματος έλεγχος απόστασης διαδοχικών οχημάτων |
commun. | automatic control of programme loudness | αυτόματος έλεγχος έντασης ήχου προγράμματος |
transp. | automatic control of sea-induced motion | αυτόματη ρύθμιση της προκαλούμενης από τη θάλασσα κινήσεως |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring doubling and twisting frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού-αντιμπαλούν αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού δακτυλιοφόρου κλώστριας |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | αντιμπαλούν |
transp., environ., UN | Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and Their Disposal | Σύμβαση της Βασιλείας |
transp., environ., UN | Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and Their Disposal | Σύμβαση για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους |
transp., environ., UN | Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and Their Disposal | Σύμβαση για τον έλεγχο της διαμεθόριας διακίνησης των επικίνδυνων αποβλήτων και την εξάλειψή τους |
transp., environ., UN | Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and Their Disposal | σύμβαση της Βασιλείας σχετικά με τον έλεγχο των διασυνοριακών μετακινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και τη διαχείρισή τους |
environ., UN | Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and their Disposal | Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο των διασυνοριακών κινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και της επεξεργασίας τους |
transp. | bilateral governmental control of services | διμερής κυβερνητικός έλεγχος των αεροπορικών υπηρεσιών |
transp. | centralised control of freight traffic | κεντρική διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
transp. | centralised control of freight traffic | κεντρική διεύθυνση της εμπορευματικής κίνησης |
commun. | centralized control of signals | κεντρικός χειρισμός των σημάτων |
commun. | centralized control of signals | κεντρικός έλεγχος των σημάτων |
mech.eng. | centre of the steering control boss | κέντρο της πλήμνης του χειριστηρίου διευθύνσεως |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | centre of the steering control boss | κέντρο του ομφαλού ελέγχου διεύθυνσης |
transp. | centre of the steering control boss | κέντρο της πλήμνης του οργάνου χειρισμού διευθύνσεως |
fin., industr. | Certificate of Debarking and Grub Hole Control | πιστοποιητικό αποφλοίωσης και ελέγχου για οπές σκωληκίασης |
law | cessation of joint control | παύση του κοινού ελέγχου |
environ. | Committee for adaptation to technical progress and implementation of the Directive on the control of volatile organic compound VOC emissions resulting from the storage of petrol and its distribution from terminals to service stations | Επιτροπή για την προσαρμογη στην τεχνικη προοδο και την εφαρμογη της οδηγιας για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών VOC που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων |
polit. | Committee for implementation of the directive on integrated pollution prevention and control IPPC | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης IPPC |
gen. | Committee for implementation of the directive on integrated pollution prevention and control IPPC | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης |
gen. | Committee for implementation of the directive on the control of major-accident hazards involving dangerous substances | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλον ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress and implementation of the regulation on the evaluation and control of the risks of existing substances | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress of the directive on the control of volatile organic compound emissions resulting from the storage of petrol and its distribution from terminals to service stations VOC | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την καταπολέμηση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς καυσίμων COV |
industr. | Committee for the Adaptation to Technical Progress of the Directives on Measuring Instruments and Metrological Control Methods | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με τα όργανα μέτρησης και τις μεθόδους μετρολογικού ελέγχου |
polit. | Committee on the decision to set up a network for the epidemiological surveillance and control of communicable diseases | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης με στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών νόσων |
gen. | Committee on the evaluation and control of the risks of existing substances | Επιτροπή για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες |
health. | Committee on the network for the epidemiological surveillance and control of communicable diseases in the Community | Επιτροπή για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα |
transp. | Committee set up under the Memorandum of Understanding on Port State Control | επιτροπή του μνημονίου συμφωνίας για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα |
health., nat.res. | Community Coordinating Institute for Control of foot-and-mouth disease vaccines | Κοινοτικό ινστιτούτο συντονισμού για τον έλεγχο των εμβολίων κατά του αυθώδους πυρετού |
health., nat.res. | Community Coordinating Institute for Control of foot-and-mouth disease vaccines | Κοινοτικό Ινστιτούτο Συντονισμού για τα εμβόλια κατά του αφθώδους πυρετού |
med. | Community Coordinating Institute for control of foot-and-mouth disease vaccines | Κοινοτικό ινστιτούτο συντονισμού για τον έλεγχο των εμβολίων κατά του αφθώδους πυρετού |
IT, environ. | Community information system for the control and reduction of pollution caused by hydrocarbons discharged at sea | Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προξενεί η απόρριψη υδρογονανθράκων στη θάλασσα |
UN | Comprehensive Multidisciplinary Outline of Future Activities in Drug Abuse Control | Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο για τις μελλοντικές ενέργειες καταπολέμησης της κατάχρησης ναρκωτικών' Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο |
med. | compulsive performance of controls | μανία επιβεβαίωσις |
market. | concentrated control of firms | κλείσιμο κεφαλαίου |
health., anim.husb. | Constitution of the European Commission for the Control of Foot-and-Mouth Disease | Συντακτική Πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον έλεγχο του αφθώδους πυρετού |
health., nat.res. | contingency plan for the control of foot-and-mouth disease | σχέδιο αντιμετώπισης απρόοπτων καταστάσεων που αφορούν την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού |
work.fl., IT | continuous cybernetic control of freight traffic | συνεχής κυβερνητική διαχείριση της εμπορευματικής κίνησης |
IT, dat.proc. | control code of a macro | πλήκτρο ενεργοποίησης μακροεντολής |
IT, dat.proc. | control code of a style | κωδικός πλήκτρων για ένα στιλ |
IT, el. | control for the firing of pens | εντολή ενεργοποίησης γραφίδων |
tech., industr., construct. | control lever press of a beater | μοχλός πίεσης χτυπητή με κουτάλες |
law | control of a company | έλεγχος μιας εταιρείας |
IT, dat.proc. | control of access | έλεγχος προσπέλασης |
IT, dat.proc. | control of access | έλεγχος πρόσβασης |
life.sc. | control of avalanches | μέτρα ασφαλείας κατά των χιονοστιβάδων |
life.sc. | control of avalanches | προστασία κατά των χιονοστιβάδων |
life.sc. | control of avalanches | αντιμετώπιση των χιονοστιβάδων |
el. | control of axial power distribution | ρύθμιση της κατανομής ισχύος κατά τον άξονα |
nat.sc., agric. | control of bacteria, especially micrococcus aureus | εξάλειψη των βακτηρίων και ειδικά του micrococcus aureus |
chem. | control of chemicals | έλεγχος χημικών ουσιών |
econ., patents. | control of commitment of expenditure | έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων |
econ. | control of communications | έλεγχος της επικοινωνίας |
tech. | control of compliance with technical standards | έλεγχος συμφωνίας με τις τεχνικές προδιαγραφές |
fin. | control of concentrations between undertakings | έλεγχος των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων |
fin. | control of concentrations between undertakings | έλεγχος συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων |
gen. | control of concentrations between undertakings | έλεγχος συγκεντρώσεως επιχειρήσεων |
med. | control of consciousness | έλεγχος συνείδησης |
IT | control of constant power supply | έλεγχος για τη διατήρηση σταθερής τάσης |
econ. | control of constitutionality | έλεγχος συνταγματικότητας |
IT | control of designation | ρύθμιση προσδιορισμού |
social.sc. | control of diet | έλεγχος της δίαιτας |
gen. | control of disarmament | έλεγχος αφοπλισμού |
environ., agric. | control of drought and desertification | καταπολέμηση της ξηρασίας και της απερήμωσης |
agric. | control of dumping off disease | καταπολέμηση τήξεως |
transp., mater.sc. | control of expenditure | έλεγχος των δαπανών |
transp., mater.sc. | control of expenditure | έλεγχος αναληφθεισών δαπανών |
agric., chem. | control of fermentation | έλεγχος της ζύμωσης |
commun., transp. | control of flow on the motorway | έλεγχος κυκλοφοριακής ροής σε αυτοκινητόδρομο |
market. | control of franchisee | έλεγχος του δικαιοδόχου |
commun., transp. | control of freight traffic | διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
environ. | control of hazardous materials | έλεγχος επικίνδυνων ουσιών |
law, industr. | Control of Industrial Major Accident Hazards Regulations | κανονισμός για τον έλεγχο των κινδύνων που προκύπτουν από μείζονα βιομηχανικά ατυχήματα |
el. | control of interference | έλεγχος παρεμβολών |
commun., IT | control of led's and ringing | έλεγχος των LED και των κουδουνισμών |
patents. | control of legality | έλεγχος νομιμότητας |
pharma. | Control of Medicinal Products and Inspections Working Party | ομάδα εργασίας για τον έλεγχο των φαρμακευτικών προϊόντων και τις επιθεωρήσεις |
transp. | control of minimum headway | έλεγχος ελάχιστου χωρικού διαχωρισμού |
transp. | control of minimum headway | έλεγχος ελάχιστης απόστασης διαδοχικών οχημάτων |
fin. | control of monetary expansion | χειραγώγηση της νομισματικής επέκτασης |
fin. | control of monetary expansion | αναχαίτιση της νομισματικής επέκτασης |
med. | control of movements | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
med. | control of muscular movements by central nervous system | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
el. | control of network | έλεγχος του δικτύου |
el. | control of network | έλεγχος ικανότητας συστήματος |
tax., transp. | control of origin | έλεγχος καταγωγής |
econ., patents. | control of payment of expenditure | έλεγχος της πληρωμής των εξόδων |
immigr. | control of persons | έλεγχος των προσώπων |
agric. | control of pests | προστασία κατά των ασθενειών |
agric. | control of pests | καταπολέμηση των παρασίτων |
agric. | control of pests | αντιπαρασιτική προστασία |
agric. | control of pests | έλεγχος επιδημίας |
gen. | control of population flows | έλεγχος του μεταναστευτικού ρεύματος |
el. | control of power distribution | ρύθμιση της κατανομής της ισχύος |
earth.sc., life.sc. | control of principal distance | έλεγχος πρωτεύουσας απόστασης |
law, IT | control of processing on behalf of third parties | έλεγχος επεξεργασίας για τρίτους |
construct. | control of reservoir silting | έλεγχος πρόσχωσης του ταμιευτήρα |
econ. | control of restrictive practices | έλεγχος των συμπράξεων |
agric. | control of root rot disease | καταπολέμηση σηψιρριζιών |
health. | control of sensitized red blood corpuscles | έλεγχος των ευαισθητοποιημένων ερυθρών σωματιδίων του αίματος |
el. | control of side lobes | έλεγχος πλευρικών λοβών |
commun. | control of signals | χειρισμός των σημάτων |
commun. | control of signals | μηχανισμός για το χειρισμό των σημάτων |
econ. | control of State aid | έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων |
earth.sc., el. | control of subjective loudness | έλεγχος ακουστότητας |
stat., scient. | control of substrata | έλεγχος υποστρωμάτων |
stat. | control of substrata | έλεγχο των υποστρωμάτων |
econ., patents. | control of the existence of revenue | έλεγχος της βεβαίωσης των εσόδων |
earth.sc., life.sc. | control of the intersection of planes | έλεγχος αλληλοτομίας επιπέδων |
IT | control of the microprocessor architecture | έλεγχος της αρχιτεκτονικής των μικροεπεξεργαστών |
econ., patents. | control of the recovery of revenue | έλεγχος της είσπραξης των εσόδων |
insur., lab.law. | control of unemployed persons | έλεγχος ανέργων |
commun. | control of working | εργασιακός έλεγχος |
mech.eng. | control positive steering of the trailer | εξαναγκασμένη οδήγηση ενός ημιρυμουλκούμενου |
health. | to control sensitivity at the start of the reaction | δοκιμαστική χρήση ευαισθησίας στην αρχή της αντίδρασης |
agric. | control system of the rhythm of pulsations | σύστημα ελέγχου παλμών |
market. | to control the sources of capital | έλεγχος των πηγών των κεφαλαίων |
transp., avia. | control to the airport of departure | έλεγχος αποκλειστικά στο αεροδρόμιο αναχώρησης |
fin. | control-of-abuse system | σύστημα ελέγχου των καταχρήσεων |
immigr. | Convention between Denmark, Finland, Norway and Sweden concerning the Waiver of Passport Control at the Intra-Nordic Frontiers | Συμφωνία μεταξύ της Δανίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας για την κατάργηση του ελέγχου των διαβατηρίων στα κοινά σκανδιναβικά σύνορα |
immigr. | Convention on the Abolition of Passport Controls at Intra-Nordic Borders | Συμφωνία μεταξύ της Δανίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας για την κατάργηση του ελέγχου των διαβατηρίων στα κοινά σκανδιναβικά σύνορα |
transp., environ., UN | Convention on the control of transboundary movements of hazardous wastes and their disposal | σύμβαση της Βασιλείας σχετικά με τον έλεγχο των διασυνοριακών μετακινήσεων επικίνδυνων αποβλήτων και τη διαχείρισή τους |
transp., environ., UN | Convention on the control of transboundary movements of hazardous wastes and their disposal | Σύμβαση για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους |
transp., environ., UN | Convention on the control of transboundary movements of hazardous wastes and their disposal | Σύμβαση για τον έλεγχο της διαμεθόριας διακίνησης των επικίνδυνων αποβλήτων και την εξάλειψή τους |
transp., environ., UN | Convention on the control of transboundary movements of hazardous wastes and their disposal | Σύμβαση της Βασιλείας |
immigr. | Cooperation Agreement between the Contracting Parties to the Schengen Agreement and to the Schengen Convention, and the Republic of Iceland and the Kingdom of Norway on the abolition of controls on persons at common borders | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών της Συμφωνίας και της Σύμβασης του Σένγκεν και της Ισλανδικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας, σχετικά με την κατάργηση των ελέγχων προσώπων στα κοινά σύνορα |
gen. | Cooperation Group of Drug Control Services at European Airports | Ομάδα συνεργασίας μεταξύ των αρχών των ευρωπαϊκών αεροδρομίων όσον αφορά τους ελέγχους κατά των ναρκωτικών |
food.ind. | Coordinated Programme for the Official Control of Foodstuffs | συνδυασμένο πρόγραμμα επισήμων ελέγχων των τροφίμων |
gen. | Coordinating Group on the Community regime for the control of exports of dual-use items and technology | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
gen. | coordination of the control of resources | συντονισμός του ελέγχου των πόρων |
fin., commun. | customs control of postal items | τελωνειακός έλεγχος ταχυδρομικών αντικειμένων |
fin. | customs control of the use of the goods | τελωνειακός έλεγχος του προορισμού των προïόντων |
industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας |
obs., industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας |
demogr. | de-control of rents | απελευθέρωση των ενοικίων |
earth.sc., mech.eng. | dead time of a pneumatic directional control valve with electrical control | νεκρός χρόνος ηλεκτρικής βαλβίδας κατευθύνσεως |
agric., tech., construct. | degree of control | βαθμός ελέγχου |
earth.sc., construct. | degree of discharge control | βαθμός ελέγχου παροχής |
tech., construct. | degree of duration control | βαθμός ελέγχου διαρκείας |
life.sc. | densification of survey control stations | πύκνωση των σταθμών ελέγχου μιας αποτύπωσης |
health., anim.husb. | Department of Veterinary Health Control | Τμήμα Υγειονομικού Κτηνιατρικού Ελέγχου |
pharma. | diminution of animal experimentation and control of veterinary vaccines | περιορισμός των πειραμάτων σε ζώα και έλεγχος των κτηνιατρικών εμβολίων |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | Σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
gen. | Ductile iron pipes - Centrifugal cement mortar lining - Composition controls of freshly applied mortar | Σωλήνες από μαλακτό χυτοσίδηρο - Επίστρωση τσιμεντοκονιάμματος με φυγοκέντρηση - Ελεγχος της σύνθεσης του νωπού κονιάμματος μετά την επίστρωση |
health. | early warning and response system for the prevention and control of communicable diseases | σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών ασθενειών |
chem. | EC-Chile Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Χιλής για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
environ., UN | ECE Declaration of policy on prevention and control of water pollution, including transboundary pollution | πολιτική της ΟΕΕ για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υδάτων στην οποία περιλαμβάνεται η διαμεθοριακή ρύπανση |
environ., UN | ECE Declaration of policy on prevention and control of water pollution, including transboundary pollution | Δήλωση πολιτικής της ΟΕΕ για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υδάτων, στην οποία περιλαμβάνεται η διαμεθοριακή ρύπανση |
gen. | EC-Mexico Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Μεξικού για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | Economic and Control Rules of the International Cocoa Agreement, 1975 1980 | Οικονομικός κανονισμός και κανόνες ελέγχου της Διεθνούς Συμφωνίας κακάου του 1975 1980 |
gen. | EC-Turkey Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Τουρκίας για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | EC-USA Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Ηνωμένες Πολιτείες για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
el. | effective induction area of the control current loop | ενεργό εμβαδόν επαγωγής στο βρόχο του ρεύματος ελέγχου |
commun. | electric control of signals | ηλεκτρικός χειρισμός των σημάτων |
IT | end of axis control | έλεγχος πέρατος άξονα |
gen. | environmental control of products | περιβαλλοντικός έλεγχος των προϊόντων |
health., anim.husb. | European Commission for the Control of Foot-and-Mouth Disease | Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού |
health., nat.res. | European Commission for the control of foot-and-mouth disease | ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού |
gen. | European Convention on the Control of the Acquisition and Possession of Firearms by Individuals | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
environ. | examination and control of protective devices | Eξέταση και έλεγχος των συσκευών προστασίας |
econ. | exceptional losses due to factors outside the control of the enterprise | έκτακτες ζημίες που οφείλονται σε παράγοντες που δεν ελέγχονται από την επιχείρηση |
life.sc. | extension of control | πύκνωση δικτύου |
law | financial control of franchisee | οικονομική εξουσία του δικαιοπαρόχου στο δίκτυο |
comp., MS | focus of control | εστίαση ελέγχου (In a sequence diagram, the time period during which an object or actor is performing an action. Activation is represented by a thin rectangle) |
commun., IT | fully automatic control of trains | αυτόματος μηχανισμός ελέγχου κατευθύνσεως αμαξοστοιχίας |
commun., IT | fully automatic control of trains | αυτόματη λειτουργία αμαξοστοιχίας |
commun., IT | fully automatic control of trains | αυτόματη κίνηση αμαξοστοιχίας |
polit. | functions of political control | καθήκοντα πολιτικού ελέγχου |
med. | genetic analysis for the purposes of social control | γενετική ανάλυση για κοινωνικό έλεγχο |
met. | guiding by control of coordinate motors | οδήγηση με συντεταγμένες |
food.ind. | hazard analysis of critical control points | ανάλυση κινδύνου κρίσιμου σημείου ελέγχου; αναλύσεις κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου |
agric., mech.eng. | hydraulic position control of the lift arms | θέση χειρολαβής υδραυλικής ανυψώσεως |
el. | to immobilise remote control of an item of plant | μη δυνατότης χειρισμού μιας συσκευής από τον τηλεχειρισμό της |
el. | to immobilise remote control of an item of plant | θέση εκτός λειτουργίας του τηλεχειρισμού μιας συσκευής |
el. | to immobilize remote control of an item of plant | μη δυνατότης χειρισμού μιας συσκευής από τον τηλεχειρισμό της |
el. | to immobilize remote control of an item of plant | θέση εκτός λειτουργίας του τηλεχειρισμού μιας συσκευής |
el. | insensitivity of control | ακρίβεια του ρυθμιστού |
el. | insensitivity of control | ανοχή του ρυθμιστού |
commer. | instrument of merger control | όργανο ελέγχου των συγχωνεύσεων |
commun., transp. | integrated control of a locomotive stock | κεντρική διαχείριση δυναμικού κινητήριων μονάδων |
transp. | integrated control of freight traffic | κεντρική διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
transp. | integrated control of freight traffic | κεντρική διεύθυνση της εμπορευματικής κίνησης |
environ. | integrated prevention and control of pollution | ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης |
commun., transp. | integrated system of continuous train control | καθολικό σύστημα συνεχούς ελέγχου των αμαξοστοιχιών |
commun., transp. | integrated system of continuous train control | καθολικό σύστημα γραμμικού ελέγχου των αμαξοστοιχιών |
commun., transp. | integrated system of continuous train control | αυτόματος έλεγχος της πορείας των αμαξοστοιχιών |
commun., transp. | integrated system of linear train control | καθολικό σύστημα γραμμικού ελέγχου των αμαξοστοιχιών |
commun., transp. | integrated system of linear train control | αυτόματος έλεγχος της πορείας των αμαξοστοιχιών |
commun., transp. | integrated system of linear train control | καθολικό σύστημα συνεχούς ελέγχου των αμαξοστοιχιών |
commun., IT | interface-control-information of a layer | πληροφορία ελέγχου interface ενός στρώματος |
tech. | internal control of production | εσωτερικός έλεγχος της παραγωγής |
transp., environ. | international agreement on control of transfrontier movements of hazardous wastes | Διεθνής Συμφωνία σχετικά με τον ΄Ελεγχο των Διαμεθοριακών Μεταφορών Επικίνδυνων Αποβλήτων |
environ. | International Convention on the Control of Harmful Anti-fouling Systems on Ships | Διεθνής Σύμβαση για τον έλεγχο επιβλαβών συστημάτων υφαλοχρωματισμού των πλοίων, 2001 |
gen. | International Convention on the Harmonisation of Frontier Controls of Goods | Διεθνής Σύμβαση για την εναρμόνιση των ελέγχων των εμπορευμάτων στα σύνορα |
IT | International Federation of Automatic Control | Διεθνής Ομοσπονδία Αυτόματου Ελέγχου |
nat.sc., agric. | International Organisation for Biological Control of Noxious Animals and Plants | διεθνής οργανισμός βιολογικού ελέγχου |
fin. | joint control of a joint venture | κοινός έλεγχος μιας κοινής επιχείρησης |
social.sc. | Joint Follow-up Groups EC-Venezuela, EC-Peru, EC-Ecuador, EC-Colombia, EC-Bolivia on the control of precursors and chemical substances | Κοινές ομάδες παρακολούθησης ΕΚ-Βενεζουέλας, ΕΚ-Περού, ΕΚ-Ισημερινός, ΕΚ-Κολομβίας, ΕΚ-Βολιβίας για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | Line of Control | γραμμή ελέγχου |
commer., polit., agric. | Long-term programme for the use of telematics for Community information systems concerned with imports/exports and the management and financial control of agricultural market organizations- C ooperation in automation of d ata and documentation for imports/ exports and agriculture | Μακροπρόθεσμο πρόγραμμα που αφορά τη χρησιμοποίηση της τηλεματικής στα Κοινοτικά συστήματα πληροφόρησης σχετικά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές,καθώς και τη διαχείριση και το δημοσιονομικό έλεγχο των οργανώσεων της γεωργικής αγοράς |
transp., polit. | loss of control | απώλεια ελέγχου |
health. | loss of self-control | απώλεια του αυτοελέγχου |
med. | loss of self-control | απώλεια αυτοκυριαρχίας |
transp., avia. | loss of thrust or power control | απώλεια ελέγχου ώσης ή ισχύος |
gen. | Low-voltage switchgear and control gear - Degrees of protection of enclosures | Συσκευές διακοπής και συσκευές ελέγχου χαμηλής τάσεως - Βαθμοί προστασίας περιβλημάτων |
nucl.phys. | Management and Co-ordination Advisory Committee on Nuclear Fission Energy: Reactors and Safety, Control of Fissile Materials | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης και Συντονισμού - Πυρηνική Ενέργεια Σχάσεως : Αντιδραστήρες και Ασφάλεια, Ελεγχος των Σχάσιμων Υλικών |
health., nat.res. | Management Committee COST 811 - Improvement of Means of Control of Warble-Fly in Cattle and Goats | επιτροπή διαχείρισης Cost 811 "βελτίωση των μέσων ελέγχου της υποδερμίτιδος των βοοειδών και των αιγοειδών" |
life.sc. | marking of control stations | σήμανση σταθερών σημείων |
earth.sc., transp. | mean chord of the control surface | μέση χορδή επιφάνειας ελέγχου |
transp. | Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο του Παρισίου |
transp., nautic. | Memorandum of Understanding on Port State Control | ΜΣ των Παρισίων |
transp., nautic. | Memorandum of Understanding on Port State Control | Μνημόνιο Συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα; Μνημόνιο Συνεννόησης του Παρισιού |
transp. | Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο συνεννόησης |
transp. | Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι |
transp. | Memorandum of Understanding on Port State Control | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως |
transp., polit. | Memorandum of Understanding on Port State Control in the Asia-Pacific Region | μνημόνιο του Τόκιο |
earth.sc., life.sc. | method of adjustment of image at control points | μέθοδος προσαρμογής εικόνας επί φωτοσταθερών σημείων |
transp., tech. | method of adjustment of the steering control | τρόπος ρύθμισης της διάταξης ελέγχου του συστήματος διεύθυνσης |
law, stat. | methods of measurement and metrological control | μέθοδος μετρολογικού ελέγχου |
commer. | microbiological control of fresh meats | μικροβιολογικός έλεγχος των νωπών κρεάτων |
tax. | National Centre for the Control of Carousel Fraud | Εθνικό Κέντρο για τον έλεγχο της απάτης περί τις επιστροφές |
commun. | negotiation of context control | διαπραγμάτευση ελέγχου πλαισίου εφαρμογής |
commun., IT | negotiation of context control | διαπραγμάτευση ελέγχου πλαισίου |
health. | network for the epidemiological surveillance and control of communicable diseases | δίκτυο επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών |
health. | Network for the epidemiological surveillance and control of communicable diseases in the Community | δίκτυο επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα |
earth.sc. | network of control stations | δίκτυο στάσεων ελέγχου |
life.sc. | network of lower order control points | γεωδαιτικό δίκτυο κατώτερης τάξης |
health. | noise control at the ears of the listeners | προστασία στον δέκτη θορύβου |
transp. | nominal radius of steering control | ονομαστική ακτίνα του οργάνου χειρισμού διεύθυνσης |
IT | number of basic physical channels supporting common control channels | αριθμός βασικών φυσικών καναλιών που υποστηρίζουν τα κανάλια κοινού ελέγχου |
IT | number of blocks on each common control channel reserved for access grant messages | αριθμός ομάδων σε κάθε κοινό κανάλι ελέγχου που κρατούνται για μηνύματα εκχώρησης πρόσβασης |
med. | nutritive value of control diet | διαιτητική αξία της δίαιτας μάρτυρος |
environ. | obtain the consent of pollution control authorities before discharging to wastewater treatment plants | να ληφθεί η σύμφωνη γνώμη των αρχών ελέγχου της ρύπανσης πριν από τη διοχέτευση σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων/αποβλήτων |
environ. | obtain the consent of pollution control authorities before discharging to wastewater treatment plants | Σ54 |
agric. | Office of Information Control and Promotion of Forestry Species | γραφείο ελέγχου της πληροφόρησης και προαγωγής των δασόβιων ειδών |
agric., food.ind. | official control of feedingstuffs | επίσημος έλεγχος της διατροφής των ζώων |
life.sc., agric., coal. | official control of foodstuffs | επίσημος έλεγχος των τροφίμων |
fin. | operational methods of monetary control | λειτουργικές μέθοδοι νομισματικού ελέγχου |
fin., agric. | Organisation for the Control of Olive Oil Subsidies | οργανισμός ελέγχου ενισχύσεων ελαιολάδου |
law | other instruments of monetary control | λοιπά μέσα νομισματικού ελέγχου |
transp. | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως |
transp. | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι |
transp. | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο συνεννόησης |
transp. | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control | μνημόνιο του Παρισίου |
gen. | past of government control | κρατικιστική αντίληψη του παρελθόντος |
agric. | permanent regime to control the renewal of the fleet | μόνιμο καθεστώς ελέγχου της ανανέωσης του στόλου |
patents. | to permit, to control or to prohibit ... the circulation of a work | επιτρέπω, εποπτεύω ή απαγορεύω την κυκλοφορία ενός έργου |
health. | pilot project for the control of rabies with a view to its eradication | πρότυπο σχέδιο καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψή της |
nat.sc., agric. | Pilot projects for the control of rabies with a view to its eradication or prevention | Πρότυπα σχέδια καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψη ή την πρόληψή της |
health., agric. | Plan for the control and eradication of BSE | σχέδιο για τον έλεγχο και την εξάλειψη της ΣΕΒ |
transp. | plane of the steering control | επίπεδο του χειριστηρίου διευθύνσεως |
transp. | plane of the steering control | επίπεδο του οργάνου χειρισμού διευθύνσεως |
transp. | plane of the steering control | επίπεδο ελέγχου διεύθυνσης |
fin. | planning and control of export sales | προγραμματισμός και παρακολούθηση των εξαγωγικών πωλήσεων |
life.sc. | plotting of control points | ραπορτάρισμα σημείων ελέγχου |
stat., tech. | point of control | σημείο ελέγχου |
stat. | point of control | σημείο αδιαφορίας |
math. | point of control | σημείο της αδιαφορίας |
math. | point of control | σημείο του ελέγχου |
commun. | Point of Control and Observation | Σημείο Ελέγχου και Παρατήρησης |
gen. | power of control | εξουσία ελέγχου |
el. | primary speed control of the generating sets | πρωτέυουσα ρύθμιση συχνότητας |
law | principle of effective judicial control | αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου |
crim.law. | principle of "originator control" | κανόνας της "τρίτης υπηρεσίας" |
stat., tech. | process out of control | διαδικασία εκτός ελέγχου |
health., agric. | Programme for the control of organisms harmful to plants and plant products | πρόγραμμα το οποίο αποσκοπεί στον έλεγχο οργανισμών επιβλαβών για φυτά και φυτικά προϊόντα |
gen. | Protocol Bringing under International Control Drugs outside the Scope of the Convention of 13 July 1931 for Limiting the Manufacture and Regulating the Distribution of Narcotic Drugs, as amended by the Protocol signed at Lake Success on 11 December 1946 | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" |
h.rghts.act. | Protocol No. 14 to the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, amending the control system of the Convention | Πρωτόκολλο υπ' αριθ. 14 στη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της σύμβασης |
h.rghts.act. | Protocol No 11 to the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, restructuring the control machinery established thereby | Πρωτόκολλο αριθ. 11 στη Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίστηκε από τη Σύμβαση |
immigr. | Protocol on Accession of the Government of the Kingdom of Denmark to the Agreement on the gradual abolition of controls at their common borders signed at Schengen on 14 June 1985 | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Δανίας στη Συμφωνία σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985 |
immigr. | Protocol on Accession of the Government of the Kingdom of Sweden to the Agreement on the gradual abolition of controls at their common borders signed at Schengen on 14 June 1985 | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας στη Συμφωνία σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985 |
immigr. | Protocol on Accession of the Government of the Republic of Finland to the Agreement on the gradual abolition of controls at their common borders signed at Schengen on 14 June 1985 | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στη Συμφωνία σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985 |
environ. | Protocol to the 1979 Convention on long-range transboundary air pollution concerning the control of emissions of nitrogen oxides or their transboundary fluxes | Πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για διαμεθοριακή ρύπανση σε μεγάλη απόσταση σχετικά με την καταπολέμηση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου ή της διαμεθοριακής μεταφοράς τους |
environ. | Protocol to the 1979 Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, concerning the Control of Emissions of Nitrogen Oxides or their Transboundary Fluxes | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διαμεθοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση σχετικά με τον έλεγχο των εκπομπών οξειδίων του αζώτου ή των διασυνοριακών ροών τους |
environ. | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution concerning the Control of Emissions of Volatile Organic Compounds or their Transboundary Fluxes | Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Γενεύης για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, το οποίο αφορά την καταπολέμηση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων ή των διαμεθοριακών ροών τους |
commun., IT | protocol-control-information of a layer | πληροφορία ελέγχου πρωτοκόλλου ενός στρώματος |
econ. | quality control of agricultural products | ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων |
econ. | quality control of industrial products | ποιοτικός έλεγχος βιομηχανικών προϊόντων |
commun., transp. | radio-control of trains | ρύθμιση των αμαξοστοιχιών με ασύρματο |
transp., mil., grnd.forc., tech. | range of control | περιοχή ελέγχου |
labor.org. | real-time control of production | έλεγχος σε πραγματικό χρόνο της παραγωγής |
life.sc. | recovery of a survey control station | επανατοποθέτηση ενός σταθερού σημείου |
el. | recovery period of an automatic gain control | χρόνος ανάκτησης αυτόματου ελέγχου απολαβής |
health. | reduced frequency of controls | μειωμένη συχνότητα ελέγχου |
mech.eng. | regulation by means of pitch control | ρύθμιση μέσω γωνίας πτερυγίων |
gen. | Regulation laying down the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers | Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή |
crim.law., fin. | Regulation EC No 1889/2005 of the European Parliament and of the Council of 26 October 2005 on controls of cash entering or leaving the Community | Κανονισμός για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων |
crim.law., fin. | Regulation EC No 1889/2005 of the European Parliament and of the Council of 26 October 2005 on controls of cash entering or leaving the Community | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005 , σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα |
transp. | release of the control mechanism | απελευθέρωση του μηχανισμού ελέγχου |
life.sc. | relocation of a control station | μετατόπιση ενός σταθερού σημείου |
transp., el. | remote control of an area | τηλεχειρισμός ζώνης |
commun. | remote control of equipment | τηλερρύθμιση εξοπλισμού |
commun., transp. | remote control of level crossings | τηλεχειρισμός των ισόπεδων διαβάσεων |
commun., transp. | remote control of locomotives | τηλεχειρισμός μηχανών |
el. | remote control of machines | τηλεχειρισμός μηχανών |
commun. | remote control of points | χειρισμός από απόσταση των τροχιών αλλαγής κατεύθυνσης |
commun., transp. | remote control of sub-stations | τηλεχειρισμός των υποσταθμών |
life.sc., construct. | reservoir regulation by combining maximum beneficial use and control of design flood | ρύθμισις υδροταμιευτήρος διά συνδυασμού μεγίστης επωφελούς χρήσεως και ελέγχου της κατά μελέτην πλημμύρας |
life.sc., construct. | reservoir regulation by control of project design flood | ρύθμισις υδροταμιευτήρος δι'ελέγχου της κατά μελέτην πλημμύρας |
transp. | resetting of controls | ανανέωση των ελέγχων |
earth.sc., mech.eng. | response time of a pneumatic directional control valve to a pneumatic signal | χρόνος ανταποκρίεως πνευματικής βαλβίδας κατευθύνσεως |
earth.sc., mech.eng. | response time of a pneumatic directional control valve to an electrical signal | χρόνος ανταποκρίσεως ηλεκτρικής βαλβίδας κατευθύνσεως |
transp. | reversal of control | αναστροφή δράσης πηδαλίων |
fish.farm. | Scheme of Control and Enforcement | Πρόγραμμα ελέγχου και εποπτείας |
el. | secondary control of active power in a system | δευτερεύουσα ρύθμιση της ενεργού παραγωγής ενός συστήματος |
polit. | Secretariat of the Committee on Budgetary Control | Γραμματεία της Επιτροπής Ελέγχου των Προϋπολογισμών |
transp. | signal for control of crossing protection | σήμα ελέγχου κλεισίματος των ισόπεδων διαβάσεων |
life.sc. | sketch showing results of surveying in a control point | σκαρίφημα μετρήσεων |
IT | software capable of feedback control | λογισμικό με ικανότητα ελέγχου ανάδρασης |
gen. | South Eastern and Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
gen. | South Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
IT, dat.proc. | speed control of a macro | έλεγχος ταχύτητας εκτέλεσης μακροεντολής |
IT, dat.proc. | speed control of the cursor | έλεγχος ταχύτητας δρομέα |
polit. | Standing Committee for implementation of the directive on the control of major accidental hazards involving dangerous substances | Μόνιμη επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες |
econ. | state of control | δεσμός ελέγχου |
econ. | state of control | δεσμός κυριαρχίας |
busin., labor.org. | structure of ownership and control | διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου |
polit., law | subject to the control of the President | ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει |
environ. | supervision and control of shipments of waste | παρακολούθηση και έλεγχος της μεταφοράς αποβλήτων |
environ. | supervision and control within the European Community of the transfrontier shipment of hazardous waste | επιτήρηση και έλεγχος εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων |
health., anim.husb. | system for health control of imports from third countries at frontier inspection posts | Σύστημα για τον υγειονομικό έλεγχο των εισαγωγών από τρίτες χώρες στους μεθοριακούς σταθμούς ελέγχου |
market., fin. | system of accounting and internal control | σύστημα λογιστικής και εσωτερικού ελέγχου |
fish.farm. | system of fishing effort control | σύστημα ελέγχου της αλιευτικής προσπάθειας |
fin. | system of import control | καθεστώς ελέγχου κατά την εισαγωγή |
environ., min.prod. | Technical Code on Control of Emission of Nitrogen Oxides from Marine Diesel Engines | Τεχνικός Κώδικας για τον έλεγχο των εκπομπών οξειδίων του αζώτου από θαλάσσιες μηχανές ντήζελ' Τεχνικός Κώδικας για τα οξείδια του αζώτου |
nat.sc., agric. | test fields to permit annual post-control of seed | συγκριτικοί αγροί για να επιτραπεί ένας ετήσιος μετέλεγχος των σπόρων |
fin., account. | test of controls | δειγματοληπτικός έλεγχος συμφωνίας |
met. | the characteristics of steels used as a control group | τα χαρακτηριστικά των χαλύβων που χρησιμοποιούνται σαν ομάδα αναφοράς |
law | the nature and means of control | η φύση και τα μέσα του ελέγχου |
insur. | the principle of the "home country" control | η αρχή του ελέγχου της χώρας καταγωγής |
transp. | total control of flight | πλήρης έλεγχος πτήσης |
transp., avia. | transfer of control point | σημείο μεταβίβασης ελέγχου |
transp., mil., grnd.forc., ecol. | type of pollution control device | τύπος διάταξης ελέγχου της ρύπανσης |
astronaut., transp. | unreversed use of the rolling control | Μη ανάστροφη χρήση του χειριστηρίου περιστροφής |
agric. | vegetative control of erosion | έλεγχος διάβρωσης με την χρήση φυτών |
transp., construct. | wayside elements of automatic train control system | συναρμολογημένα μηχανήματα κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών για την παρέμβαση επί των οχημάτων |
health. | WHA Resolution of 24 May 1999 on tobacco control | ψήφισμα της ΠΟΥ της 24ης Μαΐου 1999 για την καταπολέμηση του καπνίσματος |
el. | window flow control of TCP | έλεγχος ροής παραθύρου του TCP |
fin. | Working Party on Budgetary Control of the Efficiency of Structural Funds | Ομάδα εργασίας "Ελεγχος του προϋπολογισμού και αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών ταμείων" |