Subject | English | Greek |
gen. | absorption control | έλεγχος με απορρόφηση |
med. | acceptor control | έλεγχος δέκτη |
gen. | access control | έλεγχος προσπελάσεως |
gen. | access control point | σημείο ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | access control procedures | διαδικασίες ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | access control technique | τεχνική ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | Accuracy control system | Σύστημα ελέγχου ακρίβειας |
gen. | administrative control | διοικητικός έλεγχος ασφαλείας |
gen. | administrative control safeguards | εγγυήσεις διασφαλίσεως του διοικητικού ελέγχου |
gen. | Agreement between the European Community and the United Mexican States on cooperation regarding the control of precursors and chemical substances frequently used in the illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών |
gen. | Agreement on Subregional Arms Control | Συμφωνία για τον υποπεριφερειακό έλεγχο των όπλων |
gen. | agreement on the prevention, control and curbing of drug abuse and the unlawful trade in and production of narcotics, psychotropic drugs and related chemical substances | Σύμβαση σχετικά με την πρόληψη, τον έλεγχο και την αναχαίτηση της κατάχρησης του αθέμιτου εμπορίου και της αθέμιτης παραγωγής ναρκωτικών, ψυχοτρόπων ουσιών και συναφών χημικών μέσων |
gen. | air control team | ομάδα επαφής-ελέγχου αεροπορικού πυρός |
gen. | Airborne Early Warning and Control | αεροκίνητος σταθμός ελέγχου και έγκαιρης προειδοποίησης |
gen. | Airborne Early Warning and Control | σύστημα αερομεταφερόμενης έγκαιρης προειδοποίησης |
gen. | Airborne Early Warning and Control | αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου |
gen. | airway control | έλεγχος αεραγωγού οδού |
gen. | all-electric control | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου |
gen. | all-hydraulic control | πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
med. | allosteric control | αλλοστερικός έλεγχος |
med. | allosteric control | αλλοστερική ρύθμιση |
gen. | Analog control system | Αναλογικό σύστημα ελέγχου |
gen. | analog stop control | Έλεγχος περάτωσης |
med. | analytical concentration control system | σύστημα αναλυτικού ελέγχου της συγκέντρωσης |
gen. | arms control | έλεγχος εξοπλισμών |
gen. | arms control agreement | συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών |
gen. | Arms Control and Disarmament Agency | Oργανισμός Eλέγχου Eξοπλισμών και Aφοπλισμού |
gen. | Arms Control and Disarmament Agency | Οργανισμός Ελέγχου Εξοπλισμών και Αφοπλισμού |
gen. | Arms Control and Regional Security Working Party | Ομάδα Ελέγχου των Εξοπλισμών και Περιφερειακής Ασφαλείας |
gen. | auto-control feature | ικανότης αυτορυθμίσεως |
gen. | auto-control rod | ράβδος αυτομάτου ελέγχου |
med. | autogenous control | αυτογενής έλεγχος |
gen. | automatic changeover control | έλεγχος αυτομάτου εναλλαγής |
gen. | automatic control rod | ράβδος αυτομάτου ελέγχου |
gen. | automatic control system | σύστημα αυτομάτου ελέγχου |
gen. | automatic flow feedback control | αυτόματος έλεγχος της ροής με ανάδραση |
tech., mech.eng. | automatic sequence control | αυτόματος έλεγχος εν σειρά |
tech., industr., construct. | balloon control ring | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring doubling and twisting frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού-αντιμπαλούν αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού δακτυλιοφόρου κλώστριας |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | αντιμπαλούν |
gen. | banks' control | έλεγχος τραπεζών |
med. | baroreceptor control system | σύστημα ομαλοποίησης πίεσης |
med. | baroreceptor control system | ρυθμιστικό σύστημα τασεοϋποδοχέων |
med. | barostatic control system | βαροστατικόν σύστημα ελέγχου |
gen. | best practical control technology currently available | η βέλτιστη πρακτική τεχνολογία ελέγχου προς το παρόν διαθέσιμη |
med. | birth control | έλεγχος γεννήσεων |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικό χάπι |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικός παράγοντας |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικό |
med. | blood pressure control | λήψη αρτηριακής πίεσης |
med. | blood pressure control | ρύθμιση της πίεσης του αίματος |
med. | blood sugar control | ρύθμιση σακχάρου αίματος |
med. | blood-donor control service | κέντρο αιμοδοσίας |
med. | blood-pressure control | ρύθμιση αρτηριακής πίεσης |
obs., law, immigr. | border control | έλεγχος των συνόρων |
gen. | border control | συνοριακός έλεγχος |
gen. | boron carbide control rod | ράβδος ρυθμίσεως από καρβίδιο του βορίου |
gen. | bottom-entry control rod | ράβδος ελέγχου εισερχόμενη εκ του πυθμένος |
mater.sc. | by-pass control | βαλβίδα πρόσθετης παροχής |
gen. | call control | έλεγχος κλήσης |
tech., mech.eng. | cascade control system | σύστημα κλιμακωτού ελέγχου |
med., pharma. | case-control study | μελέτη ασθενών - μαρτύρων |
med. | cell cycle control protein | πρωτεΐνη ρύθμισης κυτταρικού κύκλου |
med. | cell cycle control system | σύστημα ελέγχου κυτταρικού κύκλου |
med. | Center for Disease Control | κέντρο ελέγχου ασθενειών |
gen. | Central control unit | Κεντρική μονάδα ελέγχου |
gen. | climatic control | κλιματικές μεταβολές |
gen. | coarse control | χονδροειδής ρύθμισις |
gen. | coarse control | χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας |
gen. | collective control | γενικός έλεγχος |
gen. | Colloquium on Arms Control and Employment | Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόληση" |
gen. | command and control | διοίκηση και έλεγχος |
gen. | "command and control" approach | μέθοδος εντολής και ελέγχου |
gen. | "command and control" approach | θεώρηση εντολής και ελέγχου |
gen. | command, control and communication | διοίκηση, έλεγχος και επικοινωνίες |
tech. | command, control, communications and information | διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες και πληροφορίες |
tech. | command, control, communications and intelligence | διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες και πληροφορίες |
gen. | Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance and Reconnaissance | Διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, Η/Υ, πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση |
gen. | Command, Control, Communications, Computers C4, Intelligence, Surveillance, Target Acquisition and Reconnaissance ISTAR | εντολή, έλεγχος, επικοινωνία, υπολογιστές C4 και πληροφορίες, επιτήρηση, πρόσκτηση στόχου και αναγνώριση ISTAR |
gen. | Committee for implementation of the directive on integrated pollution prevention and control IPPC | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης |
gen. | Committee for implementation of the directive on the control of major-accident hazards involving dangerous substances | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλον ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες |
gen. | Committee on the evaluation and control of the risks of existing substances | Επιτροπή για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες |
med. | Community Coordinating Institute for control of foot-and-mouth disease vaccines | Κοινοτικό ινστιτούτο συντονισμού για τον έλεγχο των εμβολίων κατά του αφθώδους πυρετού |
obs., fish.farm., polit. | Community Fisheries Control Agency | Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας |
gen. | Comparing control change | Αλλαγή ελέγχου |
med. | complement control protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη συμπληρώματος |
med. | complement control protein | πρωτεΐνη ελέγχου συμπληρώματος |
gen. | Compound control | Έλεγχος συμβιβαστότητας |
med. | compulsive performance of controls | μανία επιβεβαίωσις |
gen. | Computer-assisted measurement and control | Υπολογιστικά βοηθούμενος έλεγχος και μέτρηση |
med. | concentration control | ρύθμισις της συγκεντρώσεως |
gen. | Conference on Weapons Control and Employment | Διάσκεψης "΄Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόλησης" |
gen. | configuration control | έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του |
gen. | Console control | Ελέγχος αναλογίου χειρισμού |
gen. | consultation, command and control | διοίκηση, έλεγχος και επικοινωνίες |
med. | control analysis | ελεγχόμενη ψυχανάλυση |
gen. | Control and Display Unit | Μονάδα ελέγχου και οπτικοποίησης |
med. | control apparatus for preventing animals from moving during operations | συσκευή συγκράτησης |
med. | control area | επικίνδυνη ραδιενεργός ζώνη |
med. | control arm | συγκριτικό δείγμα |
med. | control arm | ομάδα ελέγχου |
gen. | control assembly drive system | μηχανισμός λειτουργίας των ράβδων ελέγχου |
gen. | control assembly shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως της δέσμης ράβδων ελέγχου |
gen. | control band | περιοχή ελέγχου |
gen. | control blocks | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
gen. | control board | ΄Οργανα ελέγχου |
gen. | Control change | Αλλαγή ελέγχου |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα ρύθμισης |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα χειρισμού |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα ελέγχου |
gen. | Control clerk | Ελεγκτής |
gen. | control cluster | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control cluster | δέσμη ελέγχου και ρυθμίσεως |
gen. | control curtain | πέτασμα ελέγχου απορροφήσεως |
gen. | control curtain | πέτασμα ελέγχου |
tech. | control device | όργανα ελέγχου |
tech. | control device | όργανο χειρισμού |
mater.sc., mech.eng. | control device | συσκευή ελέγχου |
tech., industr., construct. | control device with dancing roller | έλεγχος τάνυσης |
tech., industr., construct. | control dimensions | διαστάσεις ελέγχου |
gen. | control drive | μηχανισμός ελέγχου |
gen. | control effectiveness | αποτελεσματικότης της ρυθμίσεως |
med. | control element | στοιχείο ελέγχου |
gen. | control element assembly | συγκρότημα στοιχείων ελέγχου και ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly deviation | εκτροπή της δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly position | θέση τοποθετήσεως της δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως της δέσμης ράβδων ελέγχου |
gen. | control element drive mechanism nozzle | στηρίγματα μηχανισμού κινήσεως |
gen. | control element drive system | σύστημα κινήσεως στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element finger | ραβδίο στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element guide tube | οδηγός σωλήνας στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element nozzle | στηρίγματα ράβδου ρυθμίσεως |
tech. | control engineering | μηχανολογία συστημάτων ελέγχου |
gen. | control environment | περιβάλλον ελέγχου |
mater.sc., mech.eng. | control equipment | συσκευή ελέγχου |
med. | control experiment | πείραμα ελέγχου |
tech., construct. | control flume | υδαταγωγός-μετρητής με κρίσιμον ροήν |
tech., construct. | control flume | υδαταγωγός-μετρητής |
med., pharma. | control group | ομάδα μαρτύρων |
med. | control group not exposed to the vehicule | ομάδα μάρτυρας η οποία δεν εκτίθεται στο έκδοχο |
mater.sc., mech.eng. | control increment | αυξητικό βήμα της μονάδας ελέγχου |
gen. | control instruments | όργανα ελέγχου |
tech., industr., construct. | control lever press of a beater | μοχλός πίεσης χτυπητή με κουτάλες |
gen. | Control master | Βασικός έλεγχος |
med. | control material | υλικό ελέγχου |
gen. | control member | στοιχείο ελέγχου |
tech. | control of compliance with technical standards | έλεγχος συμφωνίας με τις τεχνικές προδιαγραφές |
gen. | control of concentrations between undertakings | έλεγχος συγκεντρώσεως επιχειρήσεων |
med. | control of consciousness | έλεγχος συνείδησης |
gen. | control of disarmament | έλεγχος αφοπλισμού |
med. | control of movements | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
med. | control of muscular movements by central nervous system | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
gen. | control of population flows | έλεγχος του μεταναστευτικού ρεύματος |
gen. | control panel | χειριστήριο |
tech. | control pressure gauge | μανόμετρο |
gen. | control procedure | διαδικασία ελέγχου |
gen. | control program | πρόγραμμα ελέγχου |
med. | control protein | πρωτεΐνη ελέγχου |
med. | control protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη |
tech., el. | control range | περιοχή ελέγχου |
tech., mech.eng. | control rate | ταχύτητα ρύθμισης |
tech., mech.eng. | control rate | ταχύτητα ελέγχου |
gen. | control receiver | μόνιτορ |
gen. | control rod accident | ατύχημα ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod accumulator piston position | θέσις του εμβόλου του υδραυλικού φυλακίου ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod actuation program | πρόγραμμα ενεργοποιήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod bulk insertion | ομαδική εισαγωγή όλων των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod calibration | βαθμονόμηση ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod channel | κανάλι ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster changing fixture | εργαλείο αντικαταστάσεως δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster thimble plug tool | εργαλείο πώματος του οδηγού σωλήνα ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod clutch | ηλεκτρομαγνητικός συμπλέκτης |
gen. | control rod configuration | διάταξη των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive | μηχανισμός κινήσεως των ράβδων ελέγχου |
gen. | control rod drive chamber | θάλαμος μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive housing | περίβλημα μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive hydraulic system | υδραυλικό σύστημα κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism | μηχανισμός κινήσεως των ράβδων ελέγχου |
gen. | control rod drive mechanism adapter | εξάρτημα προσαρμογής του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism baffle can | ελασμάτινο καθοδηγητικό κάλυμμα του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism coil | πηνίο του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism cooling system | σύστημα ψύξεως του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism housing rupture | ρήξις του κελύφους του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism missile shield | θωράκιση,έναντι εκσφενδονιζομένων αντικειμένων,του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism protective cover | προστατευτικό κάλυμμα του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism servicing equipment | εξοπλισμός συντηρήσεως του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism ventilation shroud | χιτώνιο εξαερισμού του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive missile shield | θωράκιση,έναντι εκσφενδονιζομένων αντικειμένων,του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive piston | έμβολο κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive thimble | περίβλημα μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
tech. | control rod drop time test | πείραμα μετρήσεως του χρόνου πτώσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod dynamic loading | δυναμική φόρτιση από τις ράβδους ρυθμίσεως |
gen. | control rod efficiency function | καμπύλη βαθμονομήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod ejection | εκβολή ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod extension | προέκτασις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod follower | επέκταση ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod free fuel assembly | στοιχείο ράβδων πυρηνικού καυσίμου ελευθέρου στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control rod gap | δίαυλος ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod insertion speed | ταχύτης εισαγωγής ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod latch | μάνδαλος ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod motion | κίνησις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod motion speed | ταχύτης κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod nozzle penetration | διαμόρφωση διελεύσεως των στηριγμάτων ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod pattern | διάταξις ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod pitch | παράμετρος πλέγματος της διατάξεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod positioning | καθορισμός θέσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod program | πρόγραμμα μετακινήσεως ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod programming | προγραμματισμός ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod sequence | πρόγραμμα διαδοχικών διατάξεων των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod shock absorber | αποσβεστήρ κρούσεων ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod shroud grid assembly | άνω σχάρα καθοδηγήσεως ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod system | σύστημα ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod tripping | ταχεία αποσύζευξη ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod withdrawal | απόσυρσις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod withdrawal program | πρόγραμμα αποσύρσεως ράβδου ρυθμίσεως |
mater.sc. | control room | σταθμός ελέγχου |
gen. | control room evacuation | εκκένωσις της αίθουσας ελέγχου |
gen. | control room evacuation span | χρονικό περιθώριο εκκενώσεως της αιθούσης ελέγχου |
gen. | control room habitability system | σύστημα που εξασφαλίζει τη δυνατότητα παραμονής στην αίθουσα ελέγχου |
med. | control satellite group | δορυφορική ομάδα μάρτυρας |
gen. | control/scram rod | ράβδος ρυθμίσεως εκτάκτου ανάγκης |
tech., construct. | control section | τμήμα ελέγχου |
med. | control sequence | αλληλουχία ελέγχου |
med. | control serum | όρος μάρτυς |
med. | control site | θέση ελέγχου |
gen. | control station | χειριστήριο |
med. | control strategy | στρατηγική ελέγχου |
med. | control system | σύστημα ελέγχου |
tech. | control table | τραπέζι ελέγχου |
med. | control test | δοκιμασία παράλληλου ελέγχου |
med. | control test | δοκιμασία ελέγχου |
med. | control test | πείραμα ελέγχου |
med. | control test | δοκιμαστικός έλεγχος |
mater.sc., industr., construct. | control through photo-electric cells | φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχου |
mater.sc. | control unit | όχημα ελέγχου και συντονισμού επιχειρήσεων |
mater.sc. | control unit | όχημα διοικήσεως |
gen. | Control volume | Τόμος αναφοράς. |
tech. | coolant flow control device | διάταξη ρύθμισης της παροχής του ψυκτικού μέσου |
gen. | Cooperation Group of Drug Control Services at European Airports | Ομάδα συνεργασίας μεταξύ των αρχών των ευρωπαϊκών αεροδρομίων όσον αφορά τους ελέγχους κατά των ναρκωτικών |
gen. | Coordinating Group on the Community regime for the control of exports of dual-use items and technology | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
gen. | coordination of the control of resources | συντονισμός του ελέγχου των πόρων |
gen. | cost control | έλεγχος δαπανών |
med. | co-twin-control | μέθοδος ελέγχου των διδύμων |
med. | co-twin-control | δοκιμασία με δίδυμο μάρτυρα |
med. | crossover control | έλεγχος επιχιασμού |
gen. | crowd and riot control | διαχείριση πλήθους και καταστολή εξεγέρσεων |
gen. | crowd control | έλεγχος του πλήθους |
gen. | Cursor control | Έλεγχος του δρομέα |
obs., industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας |
gen. | damage control procedure | διαδικασία ανταποκρινόμενη στις ανάγκες ανάκτησης ύστερα από επίθεση |
gen. | Data set control block | Ομάδα ελέγχου συνόλου δεδομένων |
gen. | Data transmission control unit | Μονάδα ελέγχου μετάδοσης δεδομένων |
gen. | to decouple a control rod drive | αποσυνδέω τον μηχανισμό κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | Defensive Command and Control Warfare | Αμυντικές Επιχειρήσεις Προστασίας του Συστήματος Διοικήσεως και Ελέγχου |
gen. | Derivative control | Παραγωγικός έλεγχος |
gen. | design interface control | έλεγχος προσαρμοστικότητας του σχεδιασμού |
med. | developmental control gene | γονίδιο ελέγχου ανάπτυξης |
gen. | devise control language | Γλώσσα ελέγχου των συσκευών-φορέων |
gen. | Digital control system | Ψηφιακό σύστημα ελέγχου |
gen. | Discontinuous control | Διακοπτόμενος έλεγχος |
gen. | to disengage control rods from the drive mechanisms | αποσυνδέω τις ράβδους ρυθμίσεως από τους μηχανισμούς κινήσεώς των |
gen. | document change control | έλεγχος τροποποιήσεων εγγράφων στοιχείων |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | Σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
gen. | dropped control rod cluster accident | ατύχημα από πτώση δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
med. | drug control | έλεγχος φαρμάκων |
gen. | Dummy control section | Eικονικό τμήμα ελέγχου |
med. | early control | πρώιμος έλεγχος |
gen. | EC-Mexico Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Μεξικού για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | Economic and Control Rules of the International Cocoa Agreement, 1975 1980 | Οικονομικός κανονισμός και κανόνες ελέγχου της Διεθνούς Συμφωνίας κακάου του 1975 1980 |
gen. | EC-Turkey Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Τουρκίας για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | EC-USA Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Ηνωμένες Πολιτείες για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
mater.sc. | emergency-stop control | διακόπτης για σταμάτημα έκτακτης ανάγκης |
gen. | environmental control of products | περιβαλλοντικός έλεγχος των προϊόντων |
gen. | European Convention on the Control of the Acquisition and Possession of Firearms by Individuals | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
obs., fish.farm., polit. | European Fisheries Control Agency | Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας |
energ.ind. | European Gas and Oil Control Manufacturers' Association | Ενωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Συσκευών Ελέγχου Φωταερίου και Πετρελαίου |
gen. | European Organisation for Quality Control | Ευρωπαϊκός οργανισμός ελέγχου ποιότητας |
gen. | Event control block | Ομάδα ελέγχου γεγονότος |
gen. | external border control | έλεγχος των εξωτερικών συνόρων |
gen. | External sense and control lines | Γραμμές εξωτερικής αίσθησης και ελέγχου. |
mater.sc., mech.eng. | extinguisher control handle | χειρολαβή πυρόσβεσης |
mater.sc., mech.eng. | extinguisher control handle | χειρολαβή πυροσβεστήρα |
med. | feed back control | έλεγχος με ανάδραση |
med. | feedback control | αναδρομικός έλεγχος |
med. | feedback control | αναδραστικός έλεγχος |
med. | feedback control | ανάδρομη ρύθμιση |
gen. | Final control elements | Τελικό στοιχείο ελέγχου |
med. | Financial control | Οικονομικός έλεγχος |
gen. | Financial Control Directorate-General | ΓΔ Δημοσιονομικός έλεγχος |
gen. | fine control | λεπτομερής ρύθμιση αντιδραστικότητας |
gen. | fine control element | στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότητας |
gen. | fine control member | στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότητας |
mater.sc. | fire brigade control room | κέντρο σήμανσης συναγερμών πυρκαγιάς |
gen. | fire control equipment | έλεγχος πυρός |
gen. | fire-control radar | ραντάρ ελέγχου πυρός |
gen. | fire-control radar | ραντάρ διεύθυνσης βολής |
gen. | fire-control system | σύστημα ελέγχου πυρός |
gen. | fire control system | σύστημα ελέγχου πυρός |
mater.sc. | fire under control | πυρκαγιά υπό έλεγχο |
mater.sc. | fire under control | έλεγχος πυρκαγιάς |
gen. | flag control | έλεγχος "σημαιών" |
gen. | Flame detection devices - Flame detectors and flame control systems | Διατάξεις επιτηρήσεως της φλόγας - Επιτηρητές φλόγας και αυτοματισμοί καύσεως |
gen. | Flip-flop sign control | πρόσημο δισταθούς κυκλώματος |
gen. | Flip-flop sign control | Δισταθές κύκλωμα ελέγχου προσήμου |
gen. | fluid poison control | έλεγχος με υγρό δηλητήριο |
gen. | fuel control | έλεγχος μέσω του πυρηνικού καυσίμου |
mater.sc., mech.eng. | fuel shut-off cock control link | διωστήρας ελέγχου στρόφιγγας φωτιάς |
med. | gene control | γονιδιακός έλεγχος |
med. | genetic analysis for the purposes of social control | γενετική ανάλυση για κοινωνικό έλεγχο |
med. | genetic control | γενετικός προσδιορισμός |
med. | genetic control | γονιδιακός έλεγχος |
med. | growth control | έλεγχος αύξησης |
gen. | Guidelines for Command and Control Structure for EU Civilian Operations in Crisis Management | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δομή διοίκησης και ελέγχου των ενωσιακών επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
tech. | Hazard Analysis Critical Control Points approach | προσέγγιση ανάλυσης επικινδυνότητας στα κρίσιμα σημεία ελέγχου |
tech., mech.eng. | high-low control | έλεγχος υψηλής και χαμηλής τιμής |
med. | holding under official veterinary control | εκμετάλλευση υπό επίσημο έλεγχο |
tech. | homing, remote control and fire control system | σύστημα κατεύθυνσης, τηλεκατεύθυνσης και διεύθυνσης πυρός |
med. | human disease under genetic control | ανθρώπινη ασθένεια υπό γενετικό έλεγχο |
gen. | IFAC:International Federation for Automatic Control | IFAC:Διεθνής Ομοσπονδία Αυτόματου Ελέγχου. |
gen. | independent control | ανεξάρτητη λειτουργία |
energ.ind., construct. | independent control system | ανεξάρτητο σύστημα ελέγχου |
gen. | Industrial control | Βιομηχανικός έλεγχος |
mater.sc. | infinitely variable speed control | έλεγχος ταχύτητας απεριόριστης μεταβολής |
gen. | instrumentation and control | εξοπλισμός με όργανα μετρήσεως και ελέγχου |
gen. | insufficient control | ελλιπής έλεγχος |
gen. | Inter-American Drug Abuse Control Commission | Διαμερικανική Επιτροπή για τον Ελεγχο της Παράνομης Χρήσης Ναρκωτικών |
gen. | interinstitutional control structure | υπηρεσία διοργανικής εποπτείας |
gen. | interinstitutional control structure | διοργανική συντονιστική επιτροπή |
gen. | internal border controls | έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα |
gen. | International Convention for the Control and Management of Ships' Ballast Water and Sediments | Διεθνής Σύμβαση για τον Έλεγχο και τη Διαχείριση του ερματικού ύδατος των πλοίων |
gen. | International Convention on the Harmonisation of Frontier Controls of Goods | Διεθνής Σύμβαση για την εναρμόνιση των ελέγχων των εμπορευμάτων στα σύνορα |
gen. | jet control | έλεγχος με βοηθητικές εκτοξεύσεις ή με βοηθητικούς πυραύλους |
gen. | Joint Control Commission | µεικτή επιτροπή ελέγχου |
gen. | Joint Control Commission for South Ossetia | Μικτή Επιτροπή Ελέγχου για τη Νότια Οσσετία |
mater.sc. | lamp marking the control point | φανάρι σήμανσης του σημείου ελέγχου |
med. | late control | όψιμος έλεγχος |
med. | law for venerial diseases control | νόμος για τον έλεγχο των αφροδισίων νοσημάτων |
gen. | leakage control | έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του |
gen. | Line of Control | γραμμή ελέγχου |
med. | Local Disease Control Centre | τοπικό κέντρο ελέγχου ασθενείας |
gen. | local government control | έλεγχος τοπικής αυτοδιοίκησης |
med. | loss of self-control | απώλεια αυτοκυριαρχίας |
gen. | Low-voltage switchgear and control gear - Degrees of protection of enclosures | Συσκευές διακοπής και συσκευές ελέγχου χαμηλής τάσεως - Βαθμοί προστασίας περιβλημάτων |
gen. | magnetic-jack control rod drive | μαγνητική μανδάλωση του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | magnetic-jack control rod drive mechanism | μηχανισμός μαγνητικής μανδαλώσεως του μηχανισμού κινήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | magnetic-latch control rod drive mechanism | μηχανισμός μαγνητικής μανδαλώσεως του μηχανισμού κινήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | Major control change | Μείζων αλλαγή ελέγχου |
gen. | malfunction emission control strategy | μέθοδος ελέγχου εκπομπών σε περίπτωση δυσλειτουργίας |
gen. | Manual closed-loop control | Χειροκίνητος έλεγχος κλειστού βρόχου |
tech. | manual control | όργανο χειρισμού |
gen. | marine pollution control convention | σύμβαση για τον έλεγχο της θαλάσσιας ρύπανσης |
gen. | master control station | χειριστήριο |
tech. | measuring instrument with circuit control devices | όργανο μέτρησης με διατάξεις κυκλωματικού ελέγχου |
med. | mecanographic control | μηχανόγραμμα |
gen. | mechanical remote-control manipulator for radio-active products | μηχανική διάταξη τηλεχειρισμού ραδιενεργών προϊόντων |
med. | metabolic control | ρύθμιση μεταβολισμού |
med. | metabolic control | μεταβολική ρύθμιση |
med. | metabolic control in animals | μεταβολικός έλεγχος στα ζώα |
gen. | Microprogrammed control | Μικροπρογραμματισμένος έλεγχος |
gen. | Military Goods Controls | έλεγχος στρατιωτικών προϊόντων |
gen. | Minor control change | Ασήμαντη αλλαγή ελέγχου |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς ελέγχου της τεχνολογίας πυραύλων |
gen. | Missile Technology Control Regime | καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας |
gen. | moderator control | έλεγχος μέσω του επιβραδυντού |
tech., mech.eng. | modulating control | έλεγχος μεταβλητής ικανότητας |
med. | motor control | κινητικός έλεγχος |
gen. | Movement Control | έλεγχος κινήσεων |
med. | multicopy control system | ρυθμιστικό σύστημα πολλαπλών αντιγράφων |
gen. | multilateral arms control agreements | πολυμερείς συμφωνίες για τον έλεγχο των όπλων |
gen. | multimedia pollution controls | έλεγχοι της μόλυνσης με πολλαπλά μέσα |
med. | National Disease Control Centre | Εθνικό Κέντρο Ελέγχου της Νόσου |
gen. | NATO Consultation, Command and Control Agency | Υπηρεσία διαβουλεύσεων, διοίκησης και ελέγχου του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO military command and control structure | δομή στρατιωτικής διοίκησης και ελέγχου του NATO |
med. | negative control | αρνητικός έλεγχος |
gen. | network discretionary access control | διακριτικός έλεγχος πρόσβασης δικτύου |
mater.sc. | non-conformance control | έλεγχος συμβατικών ασυμφωνιών |
med. | nutritive value of control diet | διαιτητική αξία της δίαιτας μάρτυρος |
gen. | Offensive Command and Control Warfare | Επιθετικές Επιχειρήσεις εναντίον Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου |
med. | Office for Veterinary and Plant-Health Inspection and Control | Υπηρεσία Κτηνιατρικής και Φυτοϋγειονομικής Επιθεώρησης |
gen. | Official Medicines Control Laboratories | Επίσημων Εργαστηρίων Ελέγχου Φαρμάκων: |
gen. | operational control | έλεγχος των πράξεων |
tech., mater.sc. | operator control | έλεγχος από το χειριστή |
gen. | operator's control panel | χειριστήριο |
med. | oxygen control panel | συσκευή ελέγχου οξυγόνου |
med. | oxygen control unit | συσκευή ελέγχου οξυγόνου |
med. | parallel control test | πείραμα ελέγχου |
med. | parallel control test | δοκιμασία ελέγχου |
med. | parallel control test | δοκιμασία παράλληλου ελέγχου |
med. | parallel control test | δοκιμαστικός έλεγχος |
mater.sc., chem. | parison control | τεχνική ελέγχου πάχους σωλήνα |
gen. | passive control work | παθητικός έλεγχος της εργασίας |
gen. | passive control work | αυτοματοποιημένος έλεγχος της εργασίας |
gen. | past of government control | κρατικιστική αντίληψη του παρελθόντος |
gen. | pest control | καταπολέμηση παρασίτων και ζιζανίων |
mater.sc. | photo-electric control stop | αναστολέας φωτοηλεκτρικού ελέγχου |
mater.sc., industr., construct. | photo-electric control system | φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχου |
tech., mater.sc. | photo-electric register control | φωτοηλεκτρικός καταγραφικός έλεγχος |
gen. | political control | πoλιτικός έλεγ?oς |
gen. | political control and strategic management | πολιτικός έλεγχος και στρατηγική διεύθυνση |
gen. | pollution control device | διάταξη αντιρρύπανσης |
gen. | pollution control device | διάταξη ελέγχου της ρύπανσης |
gen. | pollution control device | αντιρρυπαντική διάταξη |
med. | positive control | θετικός έλεγχος |
med. | positive control group | θετική παρτίδα μάρτυρας |
med. | positive control protein | θετικός ρυθμιστής |
med. | positive control protein | θετική ρυθμιστική πρωτεΐνη |
med. | posttranscriptional control | μεταμεταγραφικός έλεγχος |
med. | posttranslational control | μεταμεταφραστικός έλεγχος |
energ.ind. | power control operation | ρυθμίζουσα λειτουργία |
gen. | power of control | εξουσία ελέγχου |
tech., mech.eng. | power-assisted control | ρύθμιση με υποβοήθηση |
tech., mech.eng. | power-assisted control | έλεγχος με υποβοήθηση |
gen. | Price Control and Consumers' Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
mater.sc. | process control | έλεγχος της διεργασίας |
tech., mater.sc. | process control | έλεγχος διαδικασίας |
gen. | process control | έλεγχος παραγωγικής διαδικασίας |
mater.sc. | process control sensor system | σύστημα αισθητήρων για τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας |
gen. | procurement control | έλεγχος προμηθειών |
gen. | Protocol Bringing under International Control Drugs outside the Scope of the Convention of 13 July 1931 for Limiting the Manufacture and Regulating the Distribution of Narcotic Drugs, as amended by the Protocol signed at Lake Success on 11 December 1946 | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" |
med. | pulse control | έλεγχος σφύξεων |
med. | pulse control | έλεγχος σφυγμών |
med. | puncture made without visual control | τυφλή παρακέντηση |
med. | puncture made without visual control | κλειστή παρακέντηση |
tech., mater.sc. | quality control surveillance | επιτήρηση ελέγχου ποιότητος |
med. | radiological control | ακτινολογικός έλεγχος |
gen. | reactivity control logic | λογική του συστήματος ελέγχου της αντιδραστικότητας |
gen. | reactor control | έλεγχος αντιδραστήρα |
gen. | reactor control system | σύστημα ελέγχου αντιδραστήρα |
mater.sc. | real time qualification for quality control | κλίμακα πραγματικού χρόνου για τον ποιοτικό έλεγχο |
gen. | Realtime control system | Σύστημα ελέγχου πραγματικού χρόνου |
gen. | reflector control | έλεγχος δι'ανακλαστού |
gen. | regional arms control | περιφερειακός έλεγχος των εξοπλισμών |
gen. | Regional Arms Control Verification and Implementation Assistance Centre | Περιφερειακό Κέντρο Ελέγχου και Επαλήθευσης Εξοπλισμών |
gen. | Registry Control Officer | ελεγκτικός υπάλληλος γραµµατείας |
gen. | Regulation laying down the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers | Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή |
med. | relaxed replication control | χαλαρός έλεγχος αντιγραφής |
gen. | remote control | τηλεχειριστήριο |
gen. | remote shutdown control | τηλεχειρισμός για τη θέση εκτός λειτουργίας |
med. | respiratory control | αναπνευστικός έλεγχος |
med. | reversible allosteric control | αντιστρεπτός αλλοστερικός έλεγχος |
gen. | riot control agent | χημική ουσία για τον έλεγχο των ταραχών |
gen. | riot control equipment | εξοπλισμός καταστολής εξεγέρσεων |
med. | RNA processing control | έλεγχος ωρίμανση RNA |
gen. | rocket control | έλεγχος του πυραύλου |
gen. | rocket motor control | έλεγχος πυραύλου |
energ.ind. | secondary power control operation | ρυθμίζουσα λειτουργία |
gen. | sector control rod | ράβδος ρυθμίσεως τομέως του αντιδραστήρα |
energ.ind., nucl.phys. | security control | έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης |
gen. | security-related export controls | έλεγχοι εξαγωγών σχετικοί με την ασφάλεια |
med. | self-control | αυτο-οδήγηση |
tech., mech.eng. | self-operated control | αυτοέλεγχος |
tech., mech.eng. | self-operated control | άμεση ρύθμιση |
gen. | self-regulation control | αυτοέλεγχος |
med. | sequential feedback control | διαδοχικός έλεγχος με επανατροφοδότηση έγχου |
mater.sc., mech.eng. | shut-off valve control lever | χειρολαβή στρόφιγγας φωτιάς |
mater.sc., mech.eng. | shut-off valve control lever | λαβή ελέγχου στρόφιγγας φωτιάς |
gen. | single management centre for air traffic control | ενιαίο κέντρο διαχείρισης για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας |
med. | single-copy control system | ρυθμιστικό σύστημα μονού αντιγράφου ήματος |
med. | social control | κοινωνικός έλεγχος |
med. | solvent control | έλεγχος διαλυτών |
gen. | sound control booth | θάλαμος ελέγχου του ήχου |
gen. | source-oriented control | έλεγχος της μόλυνσης με βάση την πηγή |
gen. | South Eastern and Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
gen. | South Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
gen. | space-based system for command, control, communications and intelligence | διαστημικό σύστημα διοίκησης, ελέγχου, επικοινωνίας και συλλογής πληροφοριών |
gen. | space-based system for command, control, communications and intelligence | διαστημικό σύστημα διοίκησης,ελέγχου,επικοινωνίας και συλλογής πληροφοριών |
tech., el. | specification control drawing | σχέδιο ελέγχου προδιαγραφής |
gen. | spectral shift control | ρύθμιση με μεταβολή του φάσματος των νετρονίων |
tech., industr., construct. | speed control | έλεγχος ταχύτητας |
med. | stereoelectronic control | στερεοηλεκτρονικός έλεγχος |
gen. | Stop control | Έλεγχος περάτωσης |
gen. | streamlining border controls | ίδρυση κοινών συνοριακών σταθμών διέλευσης |
gen. | sub-regional arms control | υπο-περιφερειακός έλεγχος των εξοπλισμών |
gen. | substance-oriented control | έλεγχος της μόλυνσης με βάση την ουσία |
mater.sc. | systematic analytical control | αναλυτικός συστηματικός έλεγχος |
gen. | tactical control | τακτικός έλεγχος |
tech. | temperature control selector | επιλογέας ελέγχου θερμοκρασίας |
gen. | temporary control curtain | προσωρινό πέτασμα ελέγχου απορροφήσεως νετρονίων |
med. | test with positive and negative control corpuscles | εξέταση με θετικά και αρνητικά κύτταρα μάρτυρες |
med. | transcription control region | περιοχή ρύθμισης μεταγραφής |
med. | transcription control region | περιοχή μεταγραφικού ελέγχου |
med. | transcriptional control | μεταγραφικός έλεγχος |
med. | translational control | μεταφραστικός έλεγχος |
gen. | Union control procedure | διαδικασία ελέγχου της Ένωσης |
med. | United Nations Fund for Drug Abuse Control | ECαμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Ελεγχο της Κατάχρησης των Ναρκωτικών |
gen. | to use all control rods ganged together | ομαδικός χειρισμός όλων των ράβδων ρυθμίσεως |
tech. | variety control | περιορισμός ποικιλίας |
tech. | variety control | έλεγχος ποικιλίας |
tech. | variety control | έλεγχος της ποικιλίας |
gen. | volume control system | σύστημα ρυθμίσεως όγκου |
tech., mater.sc. | weight control | έλεγχος βάρους |
gen. | Working Party on Global Disarmament and Arms Control | Ομάδα "Γενικός Αφοπλισμός και Ελεγχος των Εξοπλισμών" |
gen. | Working Party on Global Disarmament and Arms Control Space | Ομάδα "Γενικός Αφοπλισμός και Έλεγχος των Εξοπλισμών" Διάστημα |