Subject | English | Greek |
interntl.trade. | Advisory Committee to the Board and to the Committee on Commodities | Συμβουλευτική επιτροπή του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τα βασικά προϊόντα |
industr., UN | Agreement establishing the Common Fund for Commodities | συμφωνία για την ίδρυση του κοινού ταμείου για τα προϊόντα βάσης |
industr., UN | Agreement establishing the Common Fund for Commodities | συμφωνία για τη σύσταση του κοινού ταμείου για τα φυσικά προϊόντα |
fin., agric. | agricultural commodity | βασικό γεωργικό προϊόν |
agric. | agricultural commodity | γεωργική πρώτη ύλη |
fin., transp. | bulk commodity | εμπόρευμα χύδην |
fin. | cash commodities | φυσικό εμπόρευμα |
market., fin. | cash commodity | παρτίδα εμπορεύματος που αγοράζεται τοις μετρητοίς για άμεση παράδοση |
fin. | category of commodities | κατηγορία βασικών προϊόντων |
fin., polit. | CCC Committee on a Harmonised Commodity Description and Coding System | Επιτροπή του Εναρμονισμένου Συστήματος |
gen. | Commission on International Commodity Trade | Επιτροπή για το Διεθνές Εμπόριο Βασικών Προϊόντων |
UN | Committee on Commodity Problems | Επιτροπή Προϊόντων |
econ. | commodities and transactions not classified elsewhere in SITC | αγαθά και συναλλαγές μη αλλού ταξινομημένα στην ΤΤΔΕ |
econ., fin. | commodities borrowing | δανειοληψία βασικών εμπορευμάτων |
fin. | commodities broker | μεσίτης εμπορευμάτων |
fin. | commodities broker | εμπορομεσίτης |
agric. | Commodities Committee | επιτροπή βασικών προϊόντων |
econ. | commodities exchange | χρηματιστήριο εμπορευμάτων |
market., fin. | Commodities Exchange Center | κέντρο ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων |
econ., fin. | commodities lending | δανειοδοσία βασικών εμπορευμάτων |
econ. | commodities market | αγορά βασικών προϊόντων |
account. | commodities risk | κίνδυνος συναλλαγών εμπορευμάτων |
law | Commodity Act | κώδικας εμπορεύσιμων ειδών |
econ. | commodity agreement | συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως |
fin. | commodity arbitrage | εμπορευματικό αρμπιτράζ |
fin. | commodity arbitrage | εμπορευματική κερδοσκοπία |
fin. | commodity-backed bond | ομολογία σχετική με βασικά προϊόντα |
stat., market. | commodity category | κατηγορία εμπορευμάτων |
fin., scient. | Commodity Channel Index | δείκτης "Commodity Channel Index" |
stat., market. | commodity class | κατηγορία εμπορευμάτων |
stat., market. | commodity classification | ταξινόμηση των εμπορευμάτων |
stat., market. | commodity classification | ταξινόμηση προΜόντων |
stat., market. | commodity classification | ταξινόμηση εμπορευμάτων |
stat., market. | commodity classification for private consumption expenditure | Oνοματολογία των Aγαθών για την Iδιωτική κατανάλωση |
stat., transp. | commodity classification for transport statistics in Europe | ταξινόμηση εμπορευμάτων για τις στατιστικές μεταφορών στην Ευρώπη |
fin. | commodity currency | εμπράγματο νόμισμα |
fin. | commodity dealer | διαπραγματευτής σε χρηματιστήρια βασικών εμπορευμάτων |
interntl.trade. | commodity-dependent country | Αναπτυσσόμενες Χώρες με Εξάρτηση από τα Βασικά Προϊόντα |
interntl.trade. | commodity-dependent developing country | Αναπτυσσόμενες Χώρες με Εξάρτηση από τα Βασικά Προϊόντα |
fin. | commodity derivative | παράγωγο χρηματοπιστωτικό μέσο πρώτων υλών |
econ., fin. | commodity derivatives | παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα πρώτων υλών' παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα |
econ., agric. | commodity drain | εμπορεύσιμος μείωσις |
commer., polit., interntl.trade. | commodity exchange | χρηματιστήριο εμπορευμάτων |
stat., transp. | commodity flow | ροή εμπορευμάτων |
stat., market. | commodity flow | εμπορευματική κίνηση |
stat., transp. | commodity flow | κίνηση εμπορευμάτων |
fin. | commodity fund | αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
fin. | commodity fund | αμοιβαίο κεφάλαιο επενδεδυμένο σε futures |
fin. | commodity fund | οργανισμός επενδύσεων σε προϊόντα βάσης |
fin. | commodity future | προθεσμιακές εμπορευματικές συναλλαγές |
fin. | commodity futures contract | προθεσμιακές εμπορευματικές συναλλαγές |
fin. | commodity gold | χρυσός σε ράβδους ή πλακέτες |
stat., market. | commodity group | ομάδα εμπορευμάτων |
fin. | commodity-indexed bond | ομολογία καταχωρημένη επί βασικών προϊόντων |
fin. | commodity-linked bond | ομολογία σχετική με βασικά προϊόντα |
econ., fin. | commodity-linked derivatives | παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα πρώτων υλών' παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα |
gen. | commodity loans/warehouse receipt loans | δάνεια έναντι ενέχυρου εμπορευμάτων/δάνεια επι εμπορευμάτων |
commer., polit., fin. | commodity market | αγορά πρώτων υλών |
stat. | commodity number | στατιστικός κωδικός αριθμός |
industr., construct., chem. | commodity plastics | πλαστικά γενικής χρήσης |
market., fin. | commodity pool | συγκέντρωση κεφαλαίων για την αγοραπωλησία προθεσμιακών συμβάσεων εμπορευμάτων |
fin. | commodity pool | αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
fin. | commodity pool operator | διαχειριστής συγκέντρωσης εμπορευμάτων |
econ. | commodity price | τιμή βασικών προϊόντων |
transp., avia. | commodity rate | ειδικό κόμιστρο |
gen. | commodity rate | ειδικός ναύλος |
fin., scient. | Commodity Research Bureau CRS Oscillator | Δείκτης του Commodity Research Bureau |
fin. | Commodity Research Bureau index | δείκτης CRB |
fin. | Commodity Research Bureau index | δείκτης CRB πρώτων υλών |
chem. | commodity resin | ρητίνη εμπορίου |
fin. | commodity tax | φόρος επί πρώτων υλών και εμπορευμάτων |
stat., market. | commodity trade | εμπόριο εμπορευμάτων |
fin. | commodity trader | διαπραγματευτής σε χρηματιστήρια βασικών εμπορευμάτων |
fin. | commodity trading adviser | σύμβουλος για αγοραπωλησίες παραγώγων που αφορούν προθεσμιακές παραδόσεις εμπορευμάτων |
fin. | commodity trading advisor | σύμβουλος για αγοραπωλησίες παραγώγων που αφορούν προθεσμιακές παραδόσεις εμπορευμάτων |
econ., industr., UN | Common Fund for Commodities | κοινό ταμείο για τα προϊόντα βάσης |
gen. | conflict commodity | πρώτες ύλες προοριζόμενες για χρηματοδότηση συρράξεων |
gen. | conventional mass commodity materials | συμβατικά υλικά για την παραγωγή αγαθών ευρείας κατανάλωσης |
fin. | debt commodity swap | ανταλλαγή οφειλών έναντι εσόδων από εξαγωγές βασικών προϊόντων |
market. | exchange of commodities | ανταλλαγή προϊόντων |
fin. | financial commodities | χρηματικά συμβόλαια |
fin. | financial commodities | συμβόλαια επί χρηματιστηριακών τίτλων |
stat., market. | flow of commodity | εμπορευματική κίνηση |
stat., market. | flow of commodity | ροή εμπορευμάτων |
fin. | forward commodity market | αγορά πρώτων υλών επί προθεσμία |
interntl.trade. | Governing Council of the Common Fund for Commodities | Διοικητικό Συμβούλιο του Κοινού Ταμείου Βασικών Προϊόντων |
tax., industr. | Harmonised Commodity Description and Coding System | εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων |
fin. | Harmonized Commodity Description and Coding System | εναρμονισμένο σύστημα επωνυμίας και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων |
fin. | Harmonized Commodity Description and Coding System | ΕΣ |
fin. | Harmonized commodity description and coding system for use in international trade | Eναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων |
industr. | Integrated Programme for Commodities | ολοκληρωμένο πρόγραμμα εμπορευμάτων |
interntl.trade., agric., UN | Integrated Programme for Commodities | ολοκληρωμένο πρόγραμμα βασικών προϊόντων |
industr. | Integrated Programme for Commodities | ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τα βασικά προϊόντα |
interntl.trade. | international commodity agreement or arrangement | διεθνής συμφωνία ή ρύθμιση προϊόντος; διεθνής συμφωνία για προϊόν |
market. | international commodity agreement or arrangement | διεθνής συμφωνία ή ρύθμιση προϊόντος |
fin. | international commodity agreement or arrangement | Διεθνής Συμφωνία ή Ρύθμιση Προϊόντος |
market. | international commodity body | διεθνής οργάνωση προϊόντος |
fin. | international commodity body | Διεθνής Οργάνωση Προϊόντος |
interntl.trade. | international commodity organisation | διεθνής οργανισμός προϊόντος |
fin., polit. | International Convention on the Harmonised Commodity Description and Coding System | Διεθνής Σύμβαση για το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων |
chem. | mass commodity material | υλικό μαζικής κατανάλωσης |
agric. | National Board for the Marketing of Staple Commodities | Εθνικός Οργανισμός Εμπορίας των Προϊόντων Βάσης |
agric., food.ind. | Netherlands Commodity Board for Dairy Products | ολλανδική ένωση γαλακτοπαραγωγών |
fin. | Netherlands commodity futures trading association | Ολλανδική ΄Ενωση Προθεσμιακών Εμπορικών Συναλλαγών |
fin., polit. | Nomenclature of the Harmonised Commodity Description and Coding System | Ονοματολογία Εναρμονισμένου Συστήματος |
fin. | nominal bond with attached commodity option | ονομαστική ομολογία με δυνατότητα αγοράς ή πώλησης προϊόντος |
market. | nontraded commodities | μη διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα |
econ., fin. | OECD High Level Group on Commodities | Aνώτερη Eπιτροπή του OOΣA για Bασικά Προϊόντα |
fin. | Paris'Commodity Exchange Clearing member | χρηματιστής εμπορευμάτων |
health. | reproductive health commodity | προμήθειες σχετικές με την υγεία στον τομέα της αναπαραγωγής |
fin. | securities or commodities lending or borrowing transaction | δανειοδοσία ή δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων |
transp. | single-commodity train | αμαξοστοιχία ειδικής χρήσης |
econ. | special transactions and commodities according to kind | ειδικές συναλλαγές και αγαθά μη ταξινομημένα κατά είδος |
stat., market. | stock of commodities | αποθηκευμένα εμπορεύματα |
stat., market. | stock of commodities | αποθέματα εμπορευμάτων |
fin. | tax on commodities | φόρος επί πρώτων υλών και εμπορευμάτων |
market. | traded commodities | προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου |
econ., fin. | Working Party on Commodities | ομάδα εργασίας για τα βασικά προϊόντα |
gen. | Working Party on Commodities | Ομάδα "Βασικά προϊόντα" |