Subject | English | Greek |
med. | abdominal cross-sections | κοιλιακαί εγκάρσιαι τομαί |
earth.sc., mech.eng. | aeroplane wing's cross-section | διατομή πτέρυγας αεροπλάνου |
fin. | Agreement for the Remuneration of Mandatory Deliveries of Cross-Border Mails | Συμφωνία σχετικά με την Αμοιβή για τις Υποχρεωτικές Παραδόσεις των Διασυνοριακών Ταχυδρομείων |
gen. | Agreement on the Relations between the International Commission for the International Tracing Service and the International Committee of the Red Cross | Συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων και της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού |
chem. | alternate cross-layers | διασταυρωμένα φύλλα |
nat.sc., agric. | angle cross | σταυρός σκόπευσης |
nat.sc., agric. | angle cross | σταυρός γωνίας |
mater.sc. | arranged in cross-counterflow | διατεταγμένο σε εγκάρσια αντιρροή |
gen. | authorized crossing point | κανονικό σημείο διέλευσης |
forestr. | automatic cross-cut-function | αυτόματη λειτουργία εγκάρσιας τομής |
transp. | auxiliary cross bar | βοηθητική εγκάρσια ράβδος |
chem. | axis crossing | διασταύρωση κυλίνδρων |
chem. | axis crossing | διασταύρωση αξόνων |
earth.sc. | backscattering cross section of a surface | ενεργός διατομή αντήχησης μιας επιφάνειας |
earth.sc. | backscattering cross section of a volume | ενεργός διατομή αντήχησης ενός αντικειμένου ή όγκου |
earth.sc. | basic fusion cross sections | θεμελιώδεις ενεργές διατομές της σύντηξης |
med. | Blue Cross | κυανός σταυρός |
med. | Border Crossing Certificate | έγγραφο διέλευσης των συνόρων |
earth.sc. | bound-atom scattering cross section | ενεργός διατομή σκεδάσεων συνδεδεμένων ατόμων |
agric. | box with trapezoidal cross-section | τραπεζοειδής χοάνη |
agric. | box with trapezoidal cross-section | δοχείο με τραπεζοειδή τομή |
transp. | brake cross-bar | εγκάρσιος εξισορροπητική ράβδος |
transp. | brake cross-bar | εγκάρσια εξισορροπητική ράβδος του χειριστηρίου της πέδης |
el. | capture cross section | ενεργός διατομή σύλληψης παγίδας φορέων |
el. | capture cross section | ενεργός διατομή σύλληψης κέντρων επανασύνδεσης |
el. | capture cross section | ενεργός διατομή ενσωματώσεως |
phys.sc. | capture cross section resonance | αιχμή εκλεκτικής ενσωματώσεως |
chem., el. | cased crossing | καλυμμένη διασταύρωση |
scient., met. | change of cross section | αλλαγή διατομής |
med. | check cross | επαναδιασταύρωση |
med. | check cross | διασταύρωση ελέγχου |
mech.eng. | cladding tube cross-sectional area | επιφάνεια διατομής σωλήνα περιβλήματος |
tech., industr., construct. | closed precision cross winding | σταυρωτή πυκνή περιέλιξη ακριβείας |
gen. | coherent scattering cross-section | ενεργός διατομή σύμφωνης σκέδασης |
gen. | Colour fastness to cross-dyeing | Αντοχές χρωματισμών σε επιβαφή |
social.sc. | Combatant's Cross | Σταυρός του Αγωνιστή |
law | Committee for implementation of the directive to improve access to justice in cross-border disputes by establishing minimum common rules relating to legal aid for such disputes | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές |
energ.ind. | Committee for implementation of the regulation on conditions for access to the network for cross-border exchanges in electricity | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας |
fin., polit., loc.name. | Community initiative concerning border development, cross-border cooperation and selected energy networks | κοινοτική πρωτοβουλία για ανάπτυξη των μεθοριακών περιοχών, διασυνοριακή συνεργασία και επιλεγμένα δίκτυα ενέργειας |
med. | complete diallel cross | πλήρης διάλληλος διασταύρωσις |
chem. | compound cross section | ενεργός διατομή σχηματισμού συνθέτου πυρήνα |
mater.sc., met. | compressed cross section | θλιβόμενη διατομή |
mater.sc., met. | compressed cross section | διατομή σε θλίψη |
patents. | compulsory cross-licensing | υποχρεωτική άδεια υπέρ εξαρτημένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; υποχρεωτική άδεια λόγω αλληλεξάρτησης |
mater.sc. | conical cross disk | εγκάρσιος κωνικός δίσκος |
tech., industr., construct. | constant angle cross winding | σταυρωτή περιέλιξη σταθερής γωνίας |
tech., industr., construct. | constant pitch cross winding | σταυρωτή περιέλιξη σταθερού βήματος |
gen. | Convention between the Kingdom of Belgium, the Federal Republic of Germany, the Kingdom of Spain, the French Republic, the Grand Duchy of Luxembourg, the Kingdom of the Netherlands and the Republic of Austria on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism, cross-border crime and illegal migration | Σύμβαση μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Αυστριακής Δημοκρατίας σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης |
gen. | Convention between the Kingdom of Belgium, the Federal Republic of Germany, the Kingdom of Spain, the French Republic, the Grand Duchy of Luxembourg, the Kingdom of the Netherlands and the Republic of Austria on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism, cross-border crime and illegal migration | Σύμβαση Prüm |
gen. | Council Decision 2008/615/JHA of 23 June 2008 on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism and cross-border crime | Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος |
crim.law. | Council Decision 2008/616/JHA on the implementation of Decision 2008/615/JHA on the stepping up of cross-border cooperation, particularly in combating terrorism and cross-border crime | Απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος |
mech.eng. | criss-cross oil groove bearing | σημείο έδρασης με κανάλι λίπανσης |
med. | criss-crossing | εναλλασσόμενη διασταύρωση |
med. | criss-crossing | επάλληλος διασταύρωση |
med. | criss-crossing | εναλλακτική διασταύρωση |
math. | cross amplitude spectrum | διαγώνιο φάσμα εύρους |
agric., chem. | Cross and Bevan cellulose | ξυλοκυτταρίνη |
commun. | cross-arm of telegraph pole | τραβέρσα τηλεγραφικού στύλου |
commun. | cross-arm of telegraph pole | βραχίονας τηλεγραφικού στύλου |
nat.sc., agric. | cross arm training | σχηματισμός πάνω σε πλάγιους δοκούς |
agric. | to cross back | ανάδρομη διασταύρωση |
chem. | cross-banding | διασταυρωμένες στρώσεις |
transp. | cross bar | εγκάρσια δοκός |
transp. | cross bar | μπάρα ποδωστηρίου |
transp. | cross-bar | ενδιάμεση διαδοκίδα του τροχαίου υλικού |
transp. | cross-bar | εγκάρσια διαδοκίδα του τροχαίου υλικού |
transp., mech.eng. | cross bar | τραβέρσα |
transp., mech.eng. | cross bar | διαδοκίδα |
mech.eng. | cross bar | εγκάρσια ράβδος |
mech.eng. | cross bar | κάτω ψαλίδι μπροστινού άξονα |
transp. | cross-bar | μπάρα ποδωστηρίου |
transp. | cross bar | ζυγός ποδωστηρίου |
transp. | cross-bar | εγκάρσια δοκός |
transp. | cross-bar | ζυγός ποδωστηρίου |
transp. | cross bar | διαδοκίδα κιβωτίου |
transp. | cross bar | τραβέρσα κιβωτίου |
commun., el. | cross bar | φώτα διασταύρωσης |
transp., mech.eng. | cross-bar control mechanism | χειρισμός με μοχλούς σε διάταξη σταυρού |
transp., nautic. | cross bar hook | γάντζος μοχλού περιστροφής ατράκτου άγκυρας |
transp., nautic. | cross bar hook | γάντζος διαδοκίδας που στηρίζει το κάλυμμα κύτους |
transp. | cross-bar of frame | εγκάρσιο δοκάρι πλαισίου |
transp. | cross-bar of underframe | εγκάρσιο δοκάρι πλαισίου |
transp., nautic. | cross bar support | στήριγμα μοχλού περιστροφής ατράκτου άγκυρας |
transp., nautic. | cross bar support | στήριγμα διαδοκίδας καλύμματος κύτους |
IT, el. | cross-bar system | ραβδεπαφικό σύστημα |
el. | cross-bar transformer | προσαρμοστής από ομοαξονική γραμμή σε ορθογώνιο κυματοδηγό με ακτινοβολιτή σχήματος Τ μέσα στον κυματοδηγό |
agric. | cross bearing | Σημείο τομής |
tech. | cross-bending strength | αντίσταση σε κάμψη |
tech. | cross-bending strength | αντοχή σε κάμψη |
agric. | cross between ass and zebra | όνος-ζέβρος |
agric. | cross between male zebra and female horse | φοράδα-ζέβρος |
chem. | cross-blade agitator | αναμίκτης με διασταυρωμένα πτερύγια |
agric. | cross-blocking | αραίωμα κατά πλάτος |
agric. | cross-blocking | αραίωμα με σταυρωτά περάσματα |
agric. | cross blocking hoe | καλλιεργητής σταυροειδούς τύπου |
gen. | cross-border cooperation | Διασυνοριακή Συνεργασία |
econ., fin. | cross-border credit transfer | διασυνοριακή μεταφορά πίστωσης |
fin. | cross-border credit transfer system | σύστημα διασυνοριακών μεταφορών πίστωσης |
fin. | cross-border electronic payment transaction | διασυνοριακή πράξη ηλεκτρονικής πληρωμής |
energ.ind., el. | cross-border flow | διασυνοριακή ροή |
fin. | cross-border holding | διασυνοριακά διαθέσιμα |
health., IT | cross-border interoperability of electronic health record systems | διασυνοριακή διαλειτουργικότητα των συστημάτων ηλεκτρονικών μητρώων υγείας |
fin. | cross-border money transfer | διασυνοριακή μεταφορά χρήματος |
gen. | cross-border project | έργο διασυνοριακού χαρακτήρα |
gen. | cross-border regional planning commissions | επιτροπές διασυνοριακού περιφερειακού σχεδιασμού |
immigr., social.sc. | cross-border supply of workers | διασυνοριακή διάθεση εργαζομένων/προσωπικού/εργατικού δυναμικού |
tax. | cross-border tax identification number | διασυνοριακός αριθμός φορολογικού μητρώου |
fin. | cross-border transactions sent | αποσταλείσες διασυνοριακές συναλλαγές |
environ. | cross-border transfers of waste | διασυνοριακή παράνομη μεταφορά αποβλήτων |
fin. | cross-border use | διασυνοριακή χρήση |
fin. | cross-border use of collaterals | διασυνοριακή χρήση εγγυήσεων |
immigr. | cross-border worker | διασυνοριακής εργαζομένων |
construct. | cross bracing | αντιανέμιος σύνδεσμος |
nat.sc., agric. | cross break | εγκαρσία ρήξις |
nat.sc., agric. | cross bred fowl | διασταύρωση |
life.sc., anim.husb. | cross-breeding | διασταύρωση αναπαραγωγής |
life.sc., industr. | cross-breeding | εκτροφή σε διασταύρωση |
life.sc., industr. | cross-breeding | κτηνοτροφία σε διασταύρωση |
life.sc., anim.husb. | cross-breeding | διασταύρωσις των φυλών |
life.sc., anim.husb. | cross-breeding | διασταύρωση |
med. | cross-bridge | εγκάρσια γέφυρα |
gen. | cross calibration | συγκριτική βαθμονόμηση |
forestr. | cross caliper | διάμετροι κάθετοι μεταξύ τους |
gen. | "cross-category" official | υπάλληλος "πλειόνων κατηγοριών" |
tech., mater.sc. | cross-check | αντιέλεγχος |
tech., mater.sc. | cross-check | αντιδοκιμή |
gen. | cross-checking | αντιπαραβολή |
agric., polit. | cross-compliance | πολλαπλή συμμόρφωση |
agric., polit. | cross-compliance | διασταυρούμενη συμμόρφωση |
med. | cross-contamination | διασταυρούμενη επιμόλυνση |
agric., construct. | cross-contour-furrow irrigation | άρδευση διά αυλάκων πλαγίων προς την κλίση |
agric., construct. | cross-contour-furrow irrigation | μέθοδος αρδεύσεως δι΄αυλάκων κατά τας ισοϋψείς |
agric., construct. | cross-contour-furrow irrigation | άρδευση σύμφωνα με τας ισοϋψείς |
agric., construct. | cross-contour-furrow irrigation | περιμετρική άρδευση |
gen. | cross-country flow | διασυνοριακή ροή |
forestr. | cross-country transport | μεταφορές σε ανώμαλο έδαφος |
forestr. | cross-country vehicle | όχημα παντός δρόμου |
met. | cross-crack | εγκάρσια ρωγμή |
met. | cross-crack | εγκάρσια ρωγμάτωση |
agric. | cross cultivation | καλλιέργεια του εδάφους σταυρωτά |
fin. | cross currency interest rate swap | μικτή συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων και επιτοκίων |
fin. | cross-currency interest rate swaps | ανταλλαγή επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα |
life.sc. | cross current | εγκάρσιο ρεύμα |
chem., el. | cross-current flow apparatus | συσκευή εγκαρσίων ρευμάτων |
chem., el. | cross-current flow apparatus | συσκευή ρευμάτων κατά σταυρορροή |
agric. | cross curves | παραμετρικές καμπύλες ευστάθειας |
agric. | cross curves | πανωκαρένεςκν. |
agric. | cross curves | καμπύλες ευστάθειας |
forestr. | cross-cut | εγκάρσια τομή |
forestr. | cross-cut | εγκάρσια κοπή |
forestr. | cross-cut area | περιοχή εγκάρσιας κοπής |
agric., mech.eng. | cross-cut saw | Πριόνι κοπής κάθετα προς τις ίνες |
gen. | Cross-cut test | Δοκιμή σταυροειδούς εγκοπής |
transp., tech., law | cross cut value | τιμή εγκάρσιας τομής |
agric., industr., construct. | cross-cutting | Εγκάρσια πρίση |
forestr. | cross cutting | εγκάρσια κοπή |
forestr. | Cross-cutting saw | πριόνι |
forestr. | cross-cutting saw | πριόνι εγκάρσιας τομής |
agric., industr., construct. | cross-dimension | διάστασις άκρου |
agric., industr., construct. | cross dimensions | Εγκάρσιες διαστάσεις |
tech., industr., construct. | cross direction | διάσταση κάθετη στην πορεία της μηχανής |
gen. | cross dissolve | σταδιακό σβήσιμο |
gen. | cross dissolve | σταδιακό "φοντύ" |
transp. | cross drain | εγκάρσιο στραγγιστήριο |
construct. | cross-drain | στραγγιστήριον εγκάρσιον |
construct. | cross-drainage culvert | σιφωνοειδής υδαταγωγός |
life.sc., construct. | cross-drainage work | τεχνικόν έργον διαβάσεως υδατορρευμάτων |
agric., construct. | cross draining | εγκαρσία αποστράγγιση |
mech.eng. | cross-drive shaft | εγκάρσια άτρακτος |
med. | cross-eye | συγκλίνων στραβισμός |
med. | cross-eye | στραβισμός προς τα έσω |
med. | cross-eye | εσωτροπία |
med. | cross-eyedness | ετεροτροπία |
med. | cross-eyedness | στραβισμός |
chem. | cross feed multi-gating | κανάλι πολλαπλής τροφοδοσίας |
transp., chem. | cross-feeding | ενδοτροφοδότηση |
transp., chem. | cross feeding | ενδοτροφοδότηση |
nat.sc. | cross fertilization | ξενογαμία (xenogamia) |
nat.sc. | cross fertilization | σταυρογονιμοποίηση (xenogamia) |
nat.sc. | cross fertilization | διασταυρούμενη γονιμοποίηση (xenogamia) |
med. | cross-finger plastic operation | πλαστική επέμβασις επί της διασταύρωσης των δακτύλων |
chem., el. | cross flow equipment | συσκευή ρευμάτων κατά σταυρορροή |
chem., el. | cross flow equipment | συσκευή εγκαρσίων ρευμάτων |
construct. | cross-flow fan | ανεμιστήρας εφαπτόμενης ροής |
nat.sc., agric. | cross fracture | εγκαρσία ρήξις |
construct. | cross frame | εγκάρσιο πλαίσιο |
polit., loc.name. | cross-frontier development association | σύλλογος διασυνοριακής ανάπτυξης |
fin. | cross-frontier transfer payment | διασυνοριακή πληρωμή |
construct. | cross girder | εγκάρσιο δοκάρι |
construct. | cross girder | πλάγιο δοκάρι |
construct. | cross girder | κάθετο δοκάρι |
construct. | cross girder | δοκάρι λοξό στον άξονα |
nat.sc., agric. | cross-grain | στρεψοϊνία |
forestr. | cross-grained | με διαγώνιες ίνες |
agric., industr., construct. | cross-grained wood | ξύλο αντιστρόφως των ινών |
nat.sc., agric. | cross groove | εγκάρσιο αυλάκι |
mech.eng. | cross head of the frame | δοκός άνω μέρους |
law, econ. | cross holding | διεταιρική συμμετοχή |
law, econ. | cross holding | διασταυρούμενη συμμετοχή |
law, econ. | cross holding | αμοιβαίες αποκτήσεις συμμετοχών |
law, econ. | cross holding | αμοιβαία συμμετοχή |
life.sc. | cross-hole | σεισμική δοκιμή από γεώτρηση σε γεώτρηση |
med. | cross-hypersensitivity | διασταυρούμενη υπερευαισθησία |
agric., health., anim.husb. | cross-infection | αλληλομόλυνση |
med. | cross infection | μόλυνση δια πολλών συγχρόνως ειδών μικροβίων |
tech., industr., construct. | cross-joining | σταυρωτή ένωση |
tech., industr., construct. | cross joining | σταυρωτή ένωση |
construct. | cross joint | εγκάρσιος αρμός |
chem., el. | cross joist | εγκάρσια συνδετήρια ράβδος |
med. | cross-leg plastic operation | πλαστική επέμβασις επί της διασταύρωσης των σκελών |
life.sc., transp., mil., grnd.forc. | cross level | εγκάρσια χωροστάθμηση |
life.sc., transp., mil., grnd.forc. | cross level | εγκάρσια αεροστάθμη |
life.sc. | cross level | εγκάρσιος χωροβάτης |
life.sc. | cross level | αεροστάθμη |
chem., el. | cross-lighting | αλληλοέναυση |
commun., IT, social.sc. | cross-lingual search and retrieval front-end | σύστημα πρώτης διεπαφής με δυνατότητες διαγλωσσικής αναζήτησης |
med. | cross linkage immobilization | ακινητοποίηση σταυροδεσμού |
gen. | cross-linked chain | διακλαδωμένη άλυσος |
chem. | cross-linked polyalkyleneamine | πολυαλκυλεναμίνη τρισδιάστατης δομής |
chem. | cross-linked polyethylene | δικτυωτό πολυαιθυλένιο |
chem. | cross linking | σχηματισμός των αρχικών δεσμών μεταξύ γραμμικών μορίων πολυμερούς |
chem. | cross linking | δικτύωση |
med. | cross-linking immobilization | ακινητοποίηση σταυροδεσμού |
med. | cross-linking of fibrin monomers | χιαστή σύνδεση μονομερών ινώδους |
commun. | cross-media | πολυμεσικός |
chem. | cross-media effect from chemicals | πολύτροπη επίδραση των χημικών ουσιών |
commun. | cross-media project | πολυμεσικό έργο |
construct. | cross member | δοκάρι λοξό στον άξονα |
construct. | cross member | εγκάρσιο δοκάρι |
construct. | cross member | κάθετο δοκάρι |
construct. | cross member | εγκάρσια δοκός |
construct. | cross member | πλάγιο δοκάρι |
med. | cross-national longitudinal study | διεθνική διαχρονική μελέτη |
el. | cross-office signal transfer time | χρόνος μεταφοράς σήματος μέσω του Kέντρου |
el. | cross-office transfer time | χρόνος μεταφοράς μέσω του Kέντρου |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε βάση |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on biconical tubes | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε δικωνικούς σωλήνες |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on cones | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε κώνους |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on cylindrical tubes | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε κυλινδρικούς σωλήνες |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on double flanged bobbins | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε καρούλια με διπλή φλάντζα |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on flanged bobbins | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε καρούλια με φλάντζες |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on single flanged bobbins | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε καρούλια με μονή φλάντζα |
tech., industr., construct. | cross or parallel wound package with former on small bottle-bobbins | σταυρωτή ή παράλληλη περιέλιξη σε μικρά καρούλια σε σχήμα φιάλης |
life.sc., transp. | cross over | τμήμα συναρμογής καμπυλών ποταμού |
transp. | cross-over between curved tracks with left hand crossings | σύνδεση γραμμών σε καμπύλη |
transp. | cross-over between straight tracks with right hand crossings | σύνδεση παράλληλων γραμμών με δεξιές διακλαδώσεις |
math. | cross-over design | σχεδιασμός αντιστροφή |
chem., el. | cross-over flue | εγκάρσιος αγωγός |
chem., el. | cross-over oven | κάμινος εγκαρσίων ρευμάτων |
chem., el. | cross-over oven | κάμινος διασταυρουμένων ρευμάτων |
agric., industr., construct. | cross-piled loading | εγκαρσία στοίβαξις |
forestr. | cross piling | σταυρωτό στοίβαγμα |
gen. | cross-pillar | διαπυλωνικός |
gen. | cross-pillar coordination | "διαπυλωνικός" συντονισμός |
agric. | cross plowing | αραίωμα με σταυρωτά περάσματα |
agric. | cross plowing | αραίωμα κατά πλάτος |
gen. | cross-ply laminate | φυλλόμορφο με σταυρωτά φύλλα |
el. | cross-polarisation characteristic of the aerials | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών |
el. | cross-polarisation characteristic of the antennas | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών |
el. | cross-polarization characteristic of the antennas | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών |
life.sc., agric. | cross-pollination | διασταυρούμενη επικονίαση |
life.sc., agric. | cross-pollination | σταυροεπικονίαση |
med. | cross pollination | σταυροεπικονίαση |
med., health., anim.husb. | cross-protection | διασταυρούμενη προστασία |
math. | cross range | διαγώνια σειρά |
fin. | cross rate | σταυροειδής ισοτιμία συναλλάγματος |
fin. | cross rate | διασταυρούμενη ισοτιμία |
med., health., anim.husb. | cross-reaction | διασταυρούμενη αντίδραση |
med. | cross reaction | διασταυρωτή αντίδραση |
nat.sc., agric. | cross rupture | εγκαρσία ρήξις |
life.sc., el. | cross sea | συμβολή κυμάτων |
agric., industr., construct. | cross-section | εγκάρσια διατομή,τομή |
agric., industr., construct. | cross-section | επιφάνεια κάθετη προς τα "νερά" |
mater.sc., construct. | cross section | τομή |
med. | cross section | εγκάρσια τομή |
construct. | cross-section area of a well | εμβαδόν διατομής φρέατος |
construct. | cross-section at crown | διατομή στη στέψη |
transp., mater.sc. | cross-section change | μετατροπή διατομής |
stat., transp. | cross-section count | κατά μέσον όρο αριθμός |
transp., construct. | cross section of a lock with a consolidated floor | εγκάρσια τομή δεξαμενής ανύψωσης με ενοποιημένο δάπεδο |
construct. | cross section of a member | διατομή ράβδου |
tech., construct. | cross-section of stream discharge | διατομή ροής |
transp., nautic., construct. | cross section of the chamber of a lock | εγκάρσια τομή του θαλάμου δεξαμενής ανύψωσης |
med. | cross section of the thorax | εγκάρσιες θωρακικές τομές |
transp., construct. | cross section of the upper gate of the lock | εγκάρσια τομή του ανάντη θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης |
mater.sc., met. | cross section under tension | ελκυόμενη διατομή |
chem., mech.eng. | cross-sectional area | εμβαδό διατομής |
met. | cross-sectional area to be welded | διατομή για συγκόλληση |
gen. | cross-sectional imaging | διατμηματική απεικόνιση |
mater.sc. | cross sectional view | όψη εγκάρσιας τομής |
mater.sc. | cross sectional view | τομή |
life.sc., construct. | cross-sectioning | πασσάλωσις εγκαρσίας τομής |
h.rghts.act. | cross-sex hormone use | ορμόνες για αλλαγή φύλου |
med. | cross-shaped incision | σταυροειδής λαπαροτομία |
agric. | cross shot | Σημείο τομής |
agric., construct. | cross-slope ditch system | δίκτυον εγκαρσίων τάφρων |
agric., construct. | cross-slope furrow method | άρδευση διά αυλάκων πλαγίων προς την κλίση |
math. | cross spectrum | διαγώνιο φάσμα |
life.sc. | cross squall | σπηλιάδα |
life.sc. | cross squall | εγκάρσιος ριπαίος άνεμος |
agric. | cross stacking | στοίβαξις σταυρωτή |
agric., industr., construct. | cross stacking | εγκαρσία στοίβαξις |
life.sc. | cross staff | χωρομετρικός γνώμων |
transp. | cross staff | τοπογραφικός γνώμονας |
transp. | cross staff | σταυροειδής ράβδος |
earth.sc. | cross-staff | οπτικό ορθογωνιόμετρο |
life.sc. | cross staff | γραφόμετρο |
med. | cross striation | εγκάρσια γράμμωση |
transp. | to cross-subsidize their international operations | ενίσχυση των διεθνών δραστηριοτήτων |
life.sc., el. | cross swell | συμβολή φουσκοθαλασσιάς |
nat.sc., agric. | cross terracing | διευθέτηση των αναβαθμίδων κατά πλάτος |
nat.sc., agric. | cross terracing | πλάτωμα σε σχήμα σταυρού |
nat.sc., agric. | cross terracing | αναβαθμίδα σε πλάτος |
med. | cross test | επαναδιασταύρωση |
med. | cross test | διασταύρωση ελέγχου |
transp. | to cross the course | διασταυρώνω την πορεία |
chem., el. | cross-ties | διαγώνιες |
gen. | Cross tracking | Σταυροειδής ανίχνευση |
gen. | cross travel direction | διεύθυνσις εγκάρσιας διαδρομής |
el. | cross travel fine alignment photoelectric cell unit | φωτοκύτταρο λεπτομερούς ρυθμίσεως εγκαρσίας διαδρομής |
agric. | cross trough:trough across the passage | ταϊστρα εγκάρσιας διάταξης |
construct. | cross truss | δοκάρι λοξό στον άξονα |
construct. | cross truss | εγκάρσια δοκός |
construct. | cross truss | κάθετο δοκάρι |
construct. | cross truss | εγκάρσιο δοκάρι |
construct. | cross truss | πλάγιο δοκάρι |
chem. | cross twill | διαγωνάλ ύφανση |
agric. | cross welded wire mesh | συγκολλημένο συρματόπλεγμα |
forestr. | cross wind | πλευρικός άνεμος |
earth.sc. | cross wind | πλάγιος άνεμος |
earth.sc. | cross-wind force | δύναμη πλαγίου ανέμου |
transp. | cross-wind landing | προσγείωση με πλάγιο άνεμο |
earth.sc. | cross-wind load | φορτίο πλάγιου ανέμου |
tech., industr., construct. | cross winding | σταυρωτή περιέλιξη |
tech., industr., construct. | cross-winding | σταυρωτή περιέλιξη |
tech., industr., construct. | cross winding device | μηχανισμός σταυρωτού τυλίγματος |
tech., industr., construct. | cross winding mechanism | μηχανισμός σταυρωτής περιέλιξης |
agric. | cross-wise | σταυροειδώς |
agric. | cross-wise | εγκαρσίως |
agric. | cross-wise complete harvesters | παράλληλα συνδυασμένες μηχανές |
agric. | cross-wise complete harvesters | μηχανές συνδυασμένες εν παραλλήλω |
agric. | cross-wise harvesting chain | αλυσίδα συγκομιδής με παράλληλα στάδια |
agric. | cross-wise harvesting chain | αλυσίδα παράλληλης συγκομιδής |
industr., construct., mech.eng. | cross-wound bobbin | μπομπίνα τυλιγμένη σταυρωτά |
chem. | cross wound cheese | κυλινδρική μπομπίνα με ασυνεχή περιέλιξη |
chem. | cross wound cheese with precision winding | κυλινδρικό μασούρι με περιέλιξη ακριβείας |
tech., industr., construct. | cross-wound draw-twisting package | σταυρωτή περιέλιξη για στρίψιμο με τράβηγμα |
industr., construct. | cross-wound package | μπομπίνα διασταυρούμενης περιέλιξης |
tech., industr., construct. | cross-wound package without former | συσκευασία σταυρωτής περιέλιξης χωρίς στήριγμα |
tech., industr., construct. | cross wound redrawing and draw twisting package | σταυρωτή περιέλιξη από επανατράβηγμα και τράβηγμα με στρίψιμο |
gen. | crossing of borders | διέλευση από τα εξωτερικά σύνορα |
life.sc. | crossing-over | χιασματυπία |
life.sc. | crossing over | διασκελιστικότης |
life.sc. | crossing over | επισχιασμός |
med. | crossing over | χιασματυπία |
med. | crossing over | επιχιασμός |
agric., industr., construct. | crossing sleeper | μοχλός αλλαγής |
agric., industr., construct. | crossing timber | μοχλός αλλαγής |
gen. | degree of cross-linking | βαθμός μεθυλίωσης |
gen. | degree of cross-linking | βαθμός ανάπτυξης εγκάρσιων δεσμών |
gen. | differential cross-section | διαφορική ενεργός διατομή |
gen. | differential cross section | διαφορική ενεργός διατομή |
med. | dihybrid cross | διυβριδισμός |
nat.sc., agric. | double-cross | τερματική διασταύρωση 4 γραμμών |
nat.sc., agric. | double-cross | διπλή διασταύρωση |
nat.sc., agric. | double-cross | τερματική διασταύρωση 4 φυλών |
med. | double cross | διυβρίδιο |
med. | double crossing-over | διπλή εναλλαγή των παραγόντων ή των γονιδίων των χρωμοσώμων ενός μιγάδος |
med. | double crossing-over | διπλή διασταύρωση |
med. | double-blind comparative trial with a cross-over design | διπλή-τυφλή δοκιμασία με διασταυρούμενη λήψη |
law | efficiency of cross-border payments | αποτελεσματικότητα των συστημάτων διασυνοριακών πληρωμών |
gen. | elastic scattering cross-section | ενεργός διατομή ελαστικής σκέδασης |
el. | elliptical cross-section | ελλειπτική εγκάρσια διατομή |
construct. | end cross girder | ακραία διαδοκίδα |
med. | enzyme entrapped within a cross-linked matrix | ένζυμο εγκλωβισμένο μέσα σε μήτρα με σταυροδεσμούς |
econ., cultur. | EU-India economic cross-cultural programme | Οικονομικό και διαπολιτιστικό πρόγραμμα ΕΕ-Ινδίας |
IT | far-end cross talk | τηλεδιαφωνία |
med. | fibrin cross-linking | χιαστή σύνδεση ινώδουςαδιάλυτο ινώδες |
forestr. | forced cross-cut | εξαναγκασμένη εγκάρσια τομή |
math. | generalised cross-validation | γενικευμένη διαγώνιος-επικύρωση |
math. | generalized cross-validation | γενικευμένη διαγώνιος-επικύρωση |
commun. | geographical cross-subsidy | γεωγραφική διεπιδότηση |
life.sc. | geological cross-section | γεωλογική τομή |
construct. | grade crossing | ισόπεδος κόμβος |
gen. | group transfer scattering cross-section | ενεργός διατομή μεταβολής ομάδας με σκέδαση |
social.sc. | Hellenic Red Cross | Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός |
gen. | incoherent scattering cross-section | ενεργός διατομή ασύμφωνης σκέδασης |
med. | incomplete diallel cross | μερική διάλληλος διασταύρωσις |
gen. | inelastic scattering cross-section | ενεργός διατομή ανελαστικής σκέδασης |
construct. | integrated and coordinated EU crisis-management arrangements for crises with cross-border effects within the EU | ολοκληρωμένες και συντονισμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ, για κρίσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της ΕΕ |
construct. | intermediate cross girder | μεσαία διαδοκίδα |
health. | International Committee of the Red Cross | Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού |
gen. | International Red Cross | Διεθνής Κίνηση Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου |
gen. | International Red Cross and Red Crescent Movement | Διεθνής Κίνηση Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου |
med. | inter-varietal crossing | διασταύρωση ποικιλιών |
el. | ionospheric cross-modulation | ιονοσφαιρική επιδιαμόρφωση |
el. | ionospheric cross-modulation | ιονοσφαιρική σταυροδιαμόρφωση |
el. | ionospheric cross-modulation | φαινόμενο Luxembourg |
social.sc. | Knight Grand Cross decorated with the Grand Cordon | Ιππότης μεγαλόσταυρος με μεγάλη ταινία |
IT | left-hand and right-hand cross movement | εγκάρσια κίνηση δεξιά-αριστερά |
construct. | level crossing | τεχνικόν έργον ισοπέδου διαβάσεως |
chem. | lower cross head | κατώτερο μεσόζευγμα |
chem. | lower cross head | κατώτερη τραβέρσα |
earth.sc. | macroscopic cross-section | μακροσκοπική ενεργός διατομή |
met. | magnetic cross-section of test piece | μαγνητική εγκάρσια διατομή δοκιμίου |
life.sc., coal. | main cross section representing the mean thickness of the strata of a mine | στρωματογραφική τομή |
agric. | manhole cross piece | τραβέρσα |
crim.law. | manual for cross-border inquiries in tracing supply channels | τεχνικό εγχειρίδιο για τις διασυνοριακές έρευνες προσδιορισμού των δικτύων προμήθειας |
forestr. | marking for cross-cutting | σήμανση για εγκάρσια τομή |
construct. | maximum cross-section of dam | μέγιστη διατομή του φράγματος |
transp. | metal section used as a cross-bar | μορφοσίδηρος για εγκάρσια δοκάρια |
transp. | metal section used as a cross-bar | μορφοσίδηρος για διαδοκίδες |
earth.sc. | micrometric cross wire | μικρομετρικό σταυρόνημα |
earth.sc. | microscopic cross-section | μικροσκοπική ενεργός διατομή |
life.sc., coal. | microscopic cross section through a deposit | μικροσκοπική εγκάρσια τομή κοιτάσματος |
social.sc. | Military Galantry Cross | Σταυρός της Στρατιωτικής Τιμής |
med. | minor cross-match | ελάσσων διασταύρωση |
gen. | monitoring system for cross-border cooperation | παρατηρητήριο για τη διασυνοριακή συνεργασία |
med. | monohybrid cross | μονοϋβριδική διασταύρωση |
IT | near-end cross talk | παραδιαφωνία |
gen. | "non-cross-category" official | υπάλληλος "μιας κατηγορίας" |
agric., construct. | occupation crossing | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
tech., industr., construct. | open precision cross winding | σταυρωτή αραιή περιέλιξη ακριβείας |
commun., IT, R&D. | optical cross-connect | οπτική διασύνδεση |
med., life.sc., agric. | out-crossing | εξωγαμία |
med. | partial diallel cross | μερική διάλληλος διασταύρωσις |
construct., mun.plan., commer. | pedestrian crossing | διάβαση πεζών με διαγράμμιση |
construct., mun.plan., commer. | pedestrian crossing | διάβαση πεζών |
met. | percentage ratio of the cross-sectional area of covering to that of the core | λόγος κάλυψης της εγκάρσιας επιφάνειας διατομής προς την κάλυψη πυρήνα |
gen. | Phare cross-border cooperation programme | Πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας Phare |
econ. | PHARE Cross-Border Cooperation programme | Πρόγραμμα ΕΕ- Phare Credo - Διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης |
econ. | PHARE Cross-Border Cooperation programme | Πρόγραμμα EE-Phare Credo |
transp. | piston cross-head slide bar | ράβδος ολίσθησης κεφαλής εμβόλου |
nat.sc. | potential cross reactive marker | δείκτης με πιθανή διασταυρούμενη αντίδραση |
chem., el. | profiled underwater crossing | υποβρύχιος αγωγός κατά το περίγραμμα του πυθμένα |
gen. | programme for cross-border cooperation in the framework of the Phare programme | Πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας Phare |
gen. | to promote the efficiency of cross-border payments | προώθηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διασυνοριακών πληρωμών |
earth.sc. | radiative inelastic scattering cross section | ενεργός διατομή ραδιενεργού ανελαστικής σκέδασης |
med. | Ranvier cross | σταυρός του Ranvier |
nat.sc. | ray crossing | πεδίον διασταυρώσεως |
nat.sc., agric. | reciprocal cross | αμοιβαία διασταύρωση |
fin. | reciprocal cross holding | αμοιβαία συμμετοχή |
med. | reciprocal crosses | αντίστροφος διασταύρωσις |
life.sc., construct. | regular cross section | τυπική διατομή |
el. | relative phase of the co-and cross-polar signals | σχετική φάση των ομοιοπολικών και ετεροπολικών σημάτων |
fin. | Remuneration of Mandatory Deliveries of Cross-Border Mails | Αμοιβή για τις Υποχρεωτικές Παραδόσεις των Διασυνοριακών Ταχυδρομείων |
social.sc. | Resistance Volunteer Combatant's Cross | Σταυρός του Εθελοντή Αγωνιστή της Αντίστασης |
life.sc. | reticule cross | σταυρόνημα |
construct. | right-angled crossing | διασταύρωσις υπό ορθήν γωνίαν |
life.sc. | river crossing | πέρασμα ποταμού |
life.sc. | river-crossing levelling | χωροστάθμηση διάβασης ποταμών |
fish.farm. | Saint Andrew's cross | σταυρός του Αγίου Ανδρέα |
earth.sc. | scattering cross section of a surface | ενεργός διατομή σκέδασης μιας επιφάνειας |
chem., el. | sleeved crossing | καλυμμένη διασταύρωση |
mech.eng. | slide rest with cross and top slides | εργαλειοφορείο με διασταυρούμενες κινήσεις |
chem. | solid cross-linked substance | ύλη πολύ στερεή |
life.sc., coal. | special cross wires in the telescope of hanging theodolites | ειδικό σταυρόνημα αναρτημένου θεοδόλιχου |
construct. | square crossing | διασταύρωσις υπό ορθήν γωνίαν |
chem., el. | stand-by underwater crossing | εφεδρικός υποβρύχιος αγωγός |
transp. | St.Andrew's cross | σταυρός Αγ.Ανδρέα |
transp. | St.George's cross | σταυρός του Αγίου Γεωργίου |
earth.sc. | stopping cross section | ενεργός διατομή πεδήσεως |
agric., mech.eng. | substitute cross-section | ισοδύναμη εγκάρσια τομή |
nat.sc. | Technology Cross-Licence Agreement | συμφωνία για την αμοιβαία παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης στον τομέα της τεχνολογίας |
med. | test cross | επαναδιασταύρωση |
med. | test cross | διασταύρωση ελέγχου |
life.sc. | test-cross or backcross | διασταύρωση δοκιμής ή επαναδιασταύρωση |
interntl.trade. | the central registry shall cross-reference its records of notifications by Member and obligation | η υπηρεσία κεντρικού μητρώου αρχειοθετεί τους φακέλους των γνωστοποιήσεων κατά μέλος και υποχρέωση |
met. | the equivalent cross-sectional area of a straight bar | ισοδύναμη διατομή |
met. | the maximum cross-sectional area of mild steel than can be welded within the rated capacity of a machine | μέγιστη διατομή μαλακού σιδήρου που συγκολλιέται από τη συσκευή |
gen. | thermal inelastic scattering cross-section | ενεργός διατομή θερμικής ανελαστικής σκέδασης |
earth.sc., mech.eng. | thermostatic cross ambient charge | θερμοστατικό υγρό πλήρωσης |
earth.sc., mech.eng. | thermostatic cross charge | ετερογενές θερμοστατικό φορτίο |
med. | three-point crossing test | δοκιμασία συνδέσεως τριών σημείων |
med. | three-way-cross hybrid | υβρίδιο τριών σειρών |
econ. | time the goods cross the limits of the economic territory | χρονική στιγμή που τα αγαθά διέρχονται τα σύνορα της οικονομικής επικράτειας |
med. | top cross hybrid | υβρίδιο "top cross" |
nat.sc. | top-cross parent | διασταύρωσις αριθμού γενοτύπων με κοινό γονέα |
mech.eng. | travelling cross shaft | άξονας μετατόπισης |
mech.eng. | travelling cross shaft | άξονας μετακίνησης |
nat.sc., agric. | triple cross | τριπλή διασταύρωση |
nat.sc., agric. | triple cross | διπλή τερματική διασταύρωση |
nat.sc., agric. | triple cross | διασταύρωση τριών φυλών |
transp. | typical cross-section | τυπική διατομή |
construct. | underground crossing | υπόγεια διάβαση |
transp. | upper cross bar at the end of the body | διαδοκίδα επάνω από τη μετωπική πλευρά του κιβωτίου |
chem. | upper cross head | πάνω τραβέρσα |
earth.sc., mech.eng. | valve's cross-sectional area | διατομή της βαλβίδας |
construct. | Venturi flume drainage crossing | τεχνικόν έργον διασταυρώσεως τύπου Venturi |
nat.sc., agric. | visor cross | σταυρός γωνίας |
nat.sc., agric. | visor cross | σταυρός σκόπευσης |
social.sc. | Volunteer Combatant's Cross 1939-1945 | Σταυρός του Εθελοντή Πολεμιστή 1939-1945 |
nat.sc., agric. | 4-way cross | τερματική διασταύρωση 4 γραμμών |
nat.sc., agric. | 4-way cross | τερματική διασταύρωση 4 φυλών |
nat.sc., agric. | 4-way cross | διπλή διασταύρωση |
tech., industr., construct. | weave cross-section diagram | διάγραμμα τομής ύφανσης |
econ. | when the goods actually cross the limits of the economic territory | αγαθά που περνούν πραγματικά τα σύνορα της οικονομικής επικράτειας |
med. | wire cross for producing clasps | κρανιοσχιστία |
construct., mun.plan., commer. | zebra crossing | διάβαση πεζών με διαγράμμιση |
min.prod., tech. | zero crossing period | μέση περίοδος μηδενικού επιπέδου |