DictionaryForumContacts

Terms containing Assessing | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
fin., econ.to assess a levyεπιβάλλω εισφορά
lawto assess individual characterεκτίμηση της ατομικότητας
ITassessing a cipher systemεκτίμηση συστήματος κρυπτογράφησης
ITassessing a cypher systemεκτίμηση συστήματος κρυπτογράφησης
gen.assessing a threatαξιολόγηση της απειλής
social.sc.assessing disabilityαξιολόγηση της αναπηρίας
fin.assessing market sharesυπολογισμός των μεριδίων αγοράς
tax.basis for assessing VATβάση υπολογισμού του ΦΠΑ
lawdiscretion to assessδιακριτική ευχέρεια
gen.Grey scale for assessing change in colourΚλίμακα των γκρί για εκτίμηση της αλλαγής χρωματισμού
gen.Grey scale for assessing stainingΚλίμακα των γκρί για εκτίμηση λεκιάσματος
gen.Group Assessing Already Registered NanomaterialsΟμάδα για την αξιολόγηση των ήδη καταχωρισμένων νανοϋλικών
social.sc.machinery for assessing the effects of the lawμηχανισμός αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του νόμου
agric., health., anim.husb.methods for monitoring performance and assessing the genetic value of pure-bred breeding sheep and goatsμέθοδοι ελέγχου των επιδόσεων και μέθοδοι εκτίμησης της γενετικής αξίας των ανα- παραγωγών αιγοειδών και προβατοειδών καθαρής φυλής
gen.Scrutinising-Assessing-EvaluatingΕξέταση-Αξιολόγηση-Αποτίμηση
law, immigr.State responsible for assessing an asylum claimκράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου
lawthe only one competent to assess the relevant factsμόνος αρμόδιος για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών
earth.sc.unified procedure to assess noise emission valuesενιαία διαδικασία αξιολόγησης των τιμών εκπομπής θορύβου

Get short URL