Subject | English | Greek |
chem. | acid and alcaline additives | όξινες και βασικές ουσίες |
gen. | additive base metal electroplating | επιμετάλλωση πρόσθετων μετάλλων βάσης |
anim.husb. | additive genetic value | αναπαραγωγική αξία |
agric. | additive in feeding-stuffs | πρόσθετο ζωοτροφής |
agric. | additive in feeding-stuffs | πρόσθετη ύλη στη διατροφή των ζώων |
stat., scient. | additive properties of x2 | προσθετικές ιδιότητες της χ2 |
stat. | additive property of χ² | προσθετική ιδιότητα του χ² |
stat., chem. | additives/oxygenates | πρόσθετα/οξυγονούχες ενώσεις |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό προϊόν |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικρουστικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό |
chem., met. | antioxidant additive | αντιοξειδωτικό |
chem. | anti-rust additive | πρόσθημα κατά της διάβρωσης |
med. | chromosomal resistance to the additive | χρωμοσωμική ανθεκτικότητα έναντι του προσθέτου |
agric., food.ind., UN | Codex Committee on Food Additives and Contaminants | Επιτροπή του Κώδικα για τα πρόσθετα και τις μολυσματικές προσμίξεις τροφίμων |
agric. | feedingstuffs additive | πρόσθετη ουσία στις ζωοτροφές |
chem. | generic additive | κοινή προσθετική ουσία |
food.ind. | Global Directive on food additives | συνολική οδηγία για τις πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα |
agric., food.ind., UN | Joint FAO/WHO Expert Committee on Food Additives | μικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων FAO/ΠOY για τα πρόσθετα τροφίμων |
life.sc. | lost circulation additives | πρόσθετα για τη μείωση των απωλειών κυκλοφορίας λάσπης |
agric., food.ind. | metabolical additive | μεταβολική πρόσθετη ύλη |
agric. | milk with vitamin additives | γάλα εμπλουτισμένο με βιταμίνες |
agric. | milk with vitamin additives | βιταμινούχο γάλα |
gen. | Panel on additives and products or substances used in animal feed | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | Panel on additives and products or substances used in animal feed | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες των τροφίµων,τα αρτύµατα,τα βοηθητικά µέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή µε τα τρόφιµα |
med. | period of use of feed additives | χρόνος χρησιμοποίησης των προσθέτων |
agric., food.ind. | physiological additive | φυσιολογική πρόσθετη ύλη |
chem. | prepared lubricating additive | παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια |
health., chem. | safety-in-use evaluation of additives | αξιολόγηση της ασφάλειας χρήσης των πρόσθετων ουσιών |
gen. | Scientific Panel on additives and products or substances used in animal feed | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | Scientific Panel on additives and products or substances used in animal feed | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
health., food.ind. | Scientific Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
agric. | silo additive | επιβοηθητικό πρόσθετο συντήρησης |
life.sc., chem. | soil additives | εδαφοβελτιωτικά |
pharma. | substances used as food additives in foodstuffs for human consumption | ουσίες χρησιμοποιούμενες ως πρόσθετα τροφίμων προοριζομένων για κατανάλωση από τον άνθρωπο |
med., pharma. | supra-additive interaction | συνέργεια |
econ., market. | system for approving the use of additives | σύστημα για την έγκριση της χρήσης προσθέτων |
energ.ind., polit. | Technical Committee of Petroleum Additive Manufacturers in Europe | Τεχνική Επιτροπή των Ευρωπαίων Παρασκευαστών Προσθέτων Πετρελαίου |
environ. | use of lead-based additives | χρήση πρόσθετου με βάση το μόλυβδο |
food.ind. | Working Group on food additives | ομάδα εργασίας για τα πρόσθετα στα τρόφιμα |
gen. | zootechnical additive | ζωοτεχνικό πρόσθετο |