Subject | English | Greek |
mater.sc., mech.eng. | abrasive additive | λειαντικό πρόσθετο |
chem. | acid and alcaline additives | όξινες και βασικές ουσίες |
el. | additive and multiplicative interference | προσθετική και πολλαπλασιαστική παρεμβολή |
gen. | additive base metal electroplating | επιμετάλλωση πρόσθετων μετάλλων βάσης |
med. | additive character | πρόσθετος χαρακτήρας |
commun. | additive color | προσθετικό χρώμα |
commun. | additive color | προσθετική μίξη χρωμάτων |
gen. | additive color mixture | προσθετική ανάμειξη χρωμάτων |
commun. | additive colour | προσθετικό χρώμα |
earth.sc. | additive colour process | χρωματική σύνθεση δια προσθέσεως |
earth.sc. | additive colour viewer | χρωματοσυνθέτης |
earth.sc. | additive complementary colors | συμπληρωματικά χρώματα |
earth.sc. | additive complementary colours | συμπληρωματικά χρώματα |
life.sc. | additive constant | σταθερά αθροίσματος |
med. | additive effect | προσθετική ικανότητα |
med. | additive effect | προσθετικό αποτέλεσμα |
agric. | additive for silage | συντηρητικό |
agric. | additive for silage | επιβοηθητικό πρόσθετο συντήρησης |
med. | additive gene effect | πρόσθετον γενετικόν αποτέλεσμα |
anim.husb. | additive genetic value | αναπαραγωγική αξία |
stat. | additive hazard model | προσθετικό μοντέλο κινδύνου |
agric. | additive in animal feedstuffs | πρόσθετο των ζωοτροφών |
agric. | additive in animal feedstuffs | πρόσθετη ουσία στις ζωοτροφές |
food.ind., chem. | additive in feedingstuffs | ζωοτροφικό πρόσθετο |
agric. | additive in feeding-stuffs | πρόσθετο ζωοτροφής |
agric. | additive in feeding-stuffs | πρόσθετη ύλη στη διατροφή των ζώων |
met. | additive metal in powder form | μέταλλο προσθήκης σε σκόνη |
earth.sc. | additive mixture of color stimuli | προσθετικό μίγμα χρωματικών ερεθισμάτων |
earth.sc. | additive mixture of colour stimuli | προσθετικό μίγμα χρωματικών ερεθισμάτων |
stat. | additive model | προσθετικό μοντέλο |
IT, dat.proc. | additive primary color | προσθετικό βασικό χρώμα |
IT, dat.proc. | additive primary colour | προσθετικό βασικό χρώμα |
math. | additive process | διαδικασία τυχαίου περίπατου |
math. | additive process | προσθετική διαδικασία |
stat., scient. | additive properties of x2 | προσθετικές ιδιότητες της χ2 |
math. | additive property of χup 2 | προσθετική ιδιότητα του χ² |
stat. | additive property of χ² | προσθετική ιδιότητα του χ² |
math. | additive property of chi-square | προσθετική ιδιότητα του χ² |
el. | additive radio noise | προσθετικός ραδιοθόρυβος |
el. | additive sub-functions | προσθετικές υπολειτουργίες |
construct. | additive to improve grading | πρόσθετο βελτιωτικό της διαβάθμισης |
stat., chem. | additives/oxygenates | πρόσθετα/οξυγονούχες ενώσεις |
chem. | anti-acid additive | πρόσθετο για τη μείωση της οξύτητας |
chem. | anti-acid additive | αντιοξύ παρασκεύασμα για τσιμέντα |
chem. | anti-corrosive additive | πρόσθημα κατά της σκουριάς |
chem. | anti-corrosive additive | πρόσθημα κατά της διάβρωσης |
chem., met. | anticorrosive additive | αντιδιαβρωτικό πρόσθετο |
met. | anti-foam additive | αντιαφριστικό πρόσθετο |
agric., food.ind., chem. | anti-foam additive | αντιαφριστικό |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό προϊόν |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικρουστικό πρόσθετο |
gen. | anti-knock additive | πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης |
nat.sc., environ., chem. | anti-knock additive | αντικροτικό |
chem., met. | antioxidant additive | αντιοξειδωτικό πρόσθετο |
chem. | antioxidant additive | σταθεροποιητής λαδιού κατά της οξείδωσης |
chem., met. | antioxidant additive | αντιοξειδωτικό |
med. | antioxidant food additive | αντιοξειδωτικό πρόσθετο στα είδη διατροφής |
chem. | anti-rust additive | πρόσθημα κατά της σκουριάς |
chem. | anti-rust additive | πρόσθημα κατά της διάβρωσης |
gen. | bath additive | Προσθετικό λουτρού |
med. | chromosomal resistance to the additive | χρωμοσωμική ανθεκτικότητα έναντι του προσθέτου |
chem. | coating additive | πρόσθετο επιχρισμάτων |
agric., food.ind., UN | Codex Committee on Food Additives and Contaminants | Επιτροπή του Κώδικα για τα πρόσθετα και τις μολυσματικές προσμίξεις τροφίμων |
gen. | colour additive image | έγχρωμη σύνθεση δια προσθέσεως |
gen. | colour additive image | έγχρωμη προσθετική σύνθεση |
life.sc., agric. | composting additive | πρόσθετο για μετατροπή σε κοπρόχωμα |
chem. | coolant additive | πρόσθετον ψυκτικού μέσου |
mech.eng. | dispersant additive | πρόσθετo διασπoράς |
mech.eng. | dispersant additive | αραιωτικό προσθετικό μέσο |
chem. | dispersion additive | μέσο διασποράς |
agric., chem. | ensiling additive | προσθετικά ενσίρωσης |
earth.sc., mech.eng. | extreme pressure additive | προσθετικό για την επίτευξη εξαιρετικά υψηλών πιέσεων |
food.ind., chem. | feed additive | ζωοτροφικό πρόσθετο |
agric. | feedingstuffs additive | πρόσθετο των ζωοτροφών |
agric. | feedingstuffs additive | πρόσθετη ουσία στις ζωοτροφές |
environ. | food additive Substances that have no nutritive value in themselves (or are not being used as nutrients) which are added to food during processing to improve colour, texture, flavour, or keeping qualities | πρόσθετο τροφίμων |
health., agric., food.ind. | food additive | πρόσθετο τροφίμων |
environ. | food additive | πρόσθετο τροφίμων στα τρόφιμα |
food.ind. | food additive | πρόσθετο τροφίμων |
food.ind., chem. | food additive | πρόσθετο των τροφών |
food.ind., chem. | food additive | πρόσθετο των τροφίμων |
food.ind. | food additive | προσθετικές ουσίες τροφίμων |
econ. | food additive | πρόσθετα τροφίμων |
agric., mech.eng. | freeze-drying additive | πρόσθετο λυοφιλίωσης |
environ. | fuel additive Substance (such as tetraethyl lead) which is added to petrol to prevent knocking | πρόσθετο καυσίμου |
environ. | fuel additive | πρόσθετο των καυσίμων |
chem. | fuel additive | πρόσθετο καυσίμου |
IT | fully-additive process | πλήρως προσθετική διαδικασία |
math. | generalised additive model | γενικευμένο προσθετικό μοντέλο |
stat. | generalized additive model | γενικευμένο προσθετικό μοντέλο |
chem. | generic additive | κοινή προσθετική ουσία |
food.ind. | Global Directive on food additives | συνολική οδηγία για τις πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα |
agric., food.ind., UN | Joint FAO/WHO Expert Committee on Food Additives | μικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων FAO/ΠOY για τα πρόσθετα τροφίμων |
agric., chem. | liquid ensiling additive | προσθετικό υγρό ενσίρωσης |
agric., chem. | liquid silage additive | προσθετικό υγρό ενσίρωσης |
life.sc. | lost circulation additives | πρόσθετα για τη μείωση των απωλειών κυκλοφορίας λάσπης |
chem., mech.eng. | lube oil additive | πρόσθετο λιπαντικού λαδιού |
agric., food.ind. | metabolical additive | μεταβολική πρόσθετη ύλη |
agric. | milk with vitamin additives | γάλα εμπλουτισμένο με βιταμίνες |
agric. | milk with vitamin additives | βιταμινούχο γάλα |
med. | non additive character | μη πρόσθετος χςρακτήρας |
gen. | Panel on additives and products or substances used in animal feed | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | Panel on additives and products or substances used in animal feed | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
health., food.ind. | Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες των τροφίµων,τα αρτύµατα,τα βοηθητικά µέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή µε τα τρόφιµα |
med. | period of use of feed additives | χρόνος χρησιμοποίησης των προσθέτων |
agric., food.ind. | physiological additive | φυσιολογική πρόσθετη ύλη |
chem. | prepared additive for heavy mineral oils | παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως |
chem. | prepared additive for heavy mineral oils | παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια |
chem. | prepared lubricating additive | παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως |
chem. | prepared lubricating additive | παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια |
agric. | processing aid and additive | προϊόν που χρησιμοποιείται ως προσθετο ή βοηθητικό της επεξεργασίας |
nat.sc., agric. | rooting additive | πρόσθετο ριζοβολίας |
health., chem. | safety-in-use evaluation of additives | αξιολόγηση της ασφάλειας χρήσης των πρόσθετων ουσιών |
gen. | Scientific Panel on additives and products or substances used in animal feed | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | Scientific Panel on additives and products or substances used in animal feed | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
health., food.ind. | Scientific Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες των τροφίμων, τα αρτύματα, τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα |
IT, el. | semi-additive process | ημιαθροιστική διεργασία |
agric. | silage additive | συντηρητικό ενσίρωσης |
agric., chem. | silage additive | προσθετικά ενσίρωσης |
agric. | silo additive | συντηρητικό |
agric. | silo additive | επιβοηθητικό πρόσθετο συντήρησης |
industr., construct. | sizing additive | βοηθητική ουσία του κολλαρίσματος |
transp. | smoke-suppressant additive | αντικαπνικό πρόσθετο |
life.sc., chem. | soil additives | εδαφοβελτιωτικά |
agric., chem. | spreadable additive | προϊόν για διάχυση |
pharma. | substances used as food additives in foodstuffs for human consumption | ουσίες χρησιμοποιούμενες ως πρόσθετα τροφίμων προοριζομένων για κατανάλωση από τον άνθρωπο |
med., pharma. | supra-additive effect | συνεργική δράση |
med., pharma. | supra-additive effect | συνέργεια |
med., pharma. | supra-additive interaction | συνεργική δράση |
med., pharma. | supra-additive interaction | συνέργεια |
econ., market. | system for approving the use of additives | σύστημα για την έγκριση της χρήσης προσθέτων |
energ.ind., polit. | Technical Committee of Petroleum Additive Manufacturers in Europe | Τεχνική Επιτροπή των Ευρωπαίων Παρασκευαστών Προσθέτων Πετρελαίου |
tech. | tobacco additive | πρόσθετο καπνού |
tech. | tobacco additive | πρόσθετο |
tech. | tobacco additive | πρόσθετη ουσία |
environ. | use of lead-based additives | χρήση πρόσθετου με βάση το μόλυβδο |
industr., construct. | waterproofing additive | πρόσθετο στοιχείο αδιαβροχοποίησης |
industr., construct. | waterproofing additive | αδιαβροχοποιητικό πρόσθετο |
food.ind. | Working Group on food additives | ομάδα εργασίας για τα πρόσθετα στα τρόφιμα |
gen. | zootechnical additive | ζωοτεχνικό πρόσθετο |