Terms for subject Municipal planning (95 entries) |
ċappetta | μεντεσές | |
ħiter supplimentari | επιπρόσθετο θερμικό στοιχείο | |
aċċessibilità | δυνατότητα μετακίνησης προς κάποιο σημείο | |
effett gżira ta' sħana urbana | φαινόμενο αστικής θερμικής νησίδας | |
fanal | συσκευή φωτισμού | |
fanal | φωτιστικό | |
fanal | φωτιστικό (σώμα) | |
filtru tad-drapp | φίλτρο από ύφασμα | |
ilma ta' alimentazzjoni tal-bojler | νερό τροφοδοσίας του λέβητα | |
ilma tal-vit | νερό βρύσης | |
kuritur bijoloġiku | πράσινος (-η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα) | |
kuritur bijoloġiku | πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα" | |
kuritur ekoloġiku | πράσινος (-η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα) | |
kuritur ekoloġiku | πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα" | |
kuritur għall-organiżmi slavaġ | πράσινος (-η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα) | |
kuritur għall-organiżmi slavaġ | πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα" | |
kuritur ta' konservazzjoni | πράσινος (-η διάδρομος/δίοδος/λωρίδα) | |
kuritur ta' konservazzjoni | πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα" | |
kurrent alternat | ΕΡ | |
kurrent alternat | εναλασσόμενο ρεύμα |