Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y Z
Í
Ó
>>
Terms for subject
Business
(789 entries)
a plazo o con preaviso
προθεσμίας ή με προειδοποίηση
acceso a la financiación
πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις
acceso a la financiación
πρόσβαση στη χρηματοδότηση
acciones o partes
μετοχές ή μερίδια
acciones o partes del capital
μετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο
(της μητρικής επιχείρησης)
accionistas o asociados
μέτοχοι ή εταίροι
accionistas, asociados o miembros
μέτοχοι, εταίροι ή μέλη
(εταιρειών ελέγχου)
acontecimiento importante
σημαντικό γεγονός
actividad industrial o comercial
βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα
actividades en materia de préstamos
επιχειρηματικές δραστηριότητες στον τομέα της χορήγησης δανείων
activos con carácter subordinado
μειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού
activos pignorados en garantía
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί για εγγύηση
activos pignorados o cedidos en garantía
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύηση
administrar en nombre propio, pero por cuenta de un tercero
διαχειρίζομαι επ'ονόματί μου, αλλά για λογαριασμό τρίτου
admitidos a cotización oficial
που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιών
Agencia de calificación crediticia certificada
πιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
agregación
(de partidas contables)
συγχώνευση
amortizar de forma escalonada
κάνω απόσβεση κλιμακωτά; η απόσβεση γίνεται κλιμακωτά
anexo de las cuentas anuales
προσάρτημα των ετήσιων λογαριασμών
apertura del procedimiento de insolvencia
έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας
Get short URL