Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
A
Á
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
Ö
P
Q
R
S
T
U V W X Y Z
>>
Terms for subject
Banking
(293 entries)
a bankok életképessége
βιωσιμότητα τραπεζών
AL-csoport
όμιλος ΣΡ
AL-csoporttag
μέλος ομίλου ΣΡ
AL-számlamenedzser
διαχειριστής ομίλου ΣΡ
alacsony kockázatú eszköz
στοιχείο ενεργητικού χαμηλού κινδύνου
alapvető tőke
σκληρός πυρήνας των ιδίων κεφαλαίων
bővített beszámítási ellenőrzés
εκτεταμένος έλεγχος συμψηφισμού
bank ellenálló képessége
ανθεκτικότητα των τραπεζών
bankfelügyelet
έλεγχος τραπεζών
bankfelügyelet
εποπτεία των τραπεζών
banki egyenleg
πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού
banki szolgáltatások
τραπεζικές υπηρεσίες
bankköltségek
τραπεζικά έξοδα
banknélküli
πρόσωπο με μηδενική χρήση τραπεζικών υπηρεσιών
bankostrom
μαζικές αναλήψεις των καταθέσεων
bankostrom
μαζική απόσυρση καταθέσεων
bankostrom
μαζική απόσυρση καταθέσεων από μία τράπεζα
bankrendszeren kívüli hitelezés
μη τραπεζική πιστωτική δραστηριότητα
bankrendszeren kívüli hitelezési tevékenység
μη τραπεζική πιστωτική δραστηριότητα
bankszanálási alap
ταμείο εξυγίανσης
Get short URL