DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Employment (582 entries)
"Η πρώτη σου εργασία μέσω του EURES" "L-ewwel impjieg EURES tiegħek"
άδεια για οικογενειακούς λόγους liv għal mewt fil-familja
άδεια μακράς διαρκείας liv estiż
άδεια μακράς διαρκείας waqfa fit-tul mix-xogħol
άδεια χωρίς αποδοχές liv bla ħlas
άνεργος diżokkupat
άνεργος qiegħed
έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη jeżerċita xi attività professjonali, bi ħlas jew mingħajr
αμειβόμενη κύρια εργασία impjieg ewlieni bi ħlas
αμοιβή με το κομμάτι rata bl-imqieta
αναπηρία invalidità
ανειδίκευτος εργάτης ħaddiem bla sengħa
ανθρώπινο δυναμικό riżorsi umani
ανθρώπινοι πόροι riżorsi umani
ανικανότητα inkapaċità
αξιωματικός μηχανής uffiċjal inġinier
απασχόληση impjiegi
απασχόληση okkupazzjoni
απασχόληση υψηλής ειδίκευσης impjieg bi kwalifiki għoljin
απασχόληση χαμηλών αποδοχών impjieg marġinali

Get short URL