DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Fish farming (pisciculture) (700 entries)
"άδηλη αλιεία" fantomski ribolov
άδεια αλιείας dovoljenje za ribolov
άδεια αλιευτικού πλοίου dovoljenje za gospodarski ribolov
αγγλική γλώσσα angleška iverka
αγκαθερό zet
αγκαθόψαρο zet
αδρανές αλιευτικό εργαλείο' σταθερό εργαλείο mirujoče orodje
αδρανές αλιευτικό εργαλείο' σταθερό εργαλείο pasivno ribolovno orodje
αλιεία με στόχο neposredni ribolov
αλιεία με στόχο usmerjeni ribolov
αλιευτικά εργαλεία ribolovno orodje
αλιευτικές δραστηριότητες ribolovne dejavnosti
αλιευτική δραστηριότητα ribolovna dejavnost
αλιευτική δυνατότητα možnost ulova
αλιευτική δυνατότητα ribolovna možnost
αλιευτική ικανότητα ribolovna zmogljivost
αλιευτική προσπάθεια ribolovni napor
Αλιευτική συμφωνία του νοτίου Ινδικού Ωκεανού Sporazum o ribolovu v južnem Indijskem oceanu
αλιευτικός στόλος ribiška flota
αμερικάνικη πέστροφα šarenka

Get short URL