Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
>>
Terms for subject
Commerce
(2638 entries)
"ανοικτή" τηλεφωνική γραμμή δικαιοπαρόχου-καταναλωτών
línea telefónica permanente entre el franquiciador y sus franquiciados
"ανοικτή" τηλεφωνική γραμμή δικαιοπαρόχου-καταναλωτών
servicio telefónico del franquiciador
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
orden de llegada
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
sistema por orden de llegada
"πρωτοπόρος" καταναλωτής
consumidor más puntero
"φάκτορινγκ"
descuento de facturas
"φάκτορινγκ"
factoring
"φάκτορινγκ"
factorización
"φάκτορινγκ"
gestión de deudas con descuento
Task-force "έλεγχος των ενεργειών συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων"
Task-force "control de las operaciones de concentración entre empresas"
ad-hoc επιτροπή αξιολόγησης
comité especial de evaluación
marketing του διακριτικού τίτλου
marketing de la marca
marketing του δικαιοπαρόχου
marketing del franquiciador
off-line ηλεκτρονική µορφή
forma electrónica no conectada
oδηγία για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά
Directiva de servicios
oπλοπώλης
armero
΄Ενωση Κέντρων Τεχνικού Ελέγχου
Federación de asociaciones de control técnico
΄Ενωση Καταναλωτών
Asociación de Consumidores de Canadá
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέα; άλλα χρηματοδοτικά ρεύματα από το δημόσιο τομέα; άλλες δημόσιες
(συν)
otras contribuciones del sector público
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέα; άλλα χρηματοδοτικά ρεύματα από το δημόσιο τομέα; άλλες δημόσιες
(συν)
otros fondos oficiales
Get short URL