DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Insurance (5559 entries)
"αδελφή" επιχείρηση entreprise "soeur"
"δέσμη νομισμάτων" "cocktail de monnaies"
"καλοί κίνδυνοι" bons risques
"με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση" à condition qu'il fasse part de sa décision à tous ses partenaires avec un préavis suffisant
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) police d'abonnement
"συμβατική" αστική ευθύνη responsabilité traditionnelle
Eπιτροπή Λογαριασμών Commission des comptes
Eταιρία Aμοιβαίας Aσφαλίσεως Λεμβούχων Compagnie d'Assurance Mutuelle des Bateliers
Nηογνώμονας των LLOYD'S Registre du Lloyd
Oμάδα εργασίας αριθ. 6 για τη ναυπηγική βιομηχανία Groupe de travail nº 6 sur la construction navale
eξαρχής μικτή πίστωση crédit prémixé
΄Ιδρυμα Γενικής Ασφαλίσεως Ατυχήματος institution générale d'assurance accidents
άδεια τοκετού congé prénatal
άμεση ασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής assurance directe autre que l'assurance sur la vie
άμεση παρέκκλιση dérogation franche
άμεση πληρωμή μεγάλης ζημιάς sinistre au comptant
άμεση πληρωμή μεγάλης ζημιάς réclamation de règlement au comptant
άμεση ψηφοφορία système d'élections primaires
άνεργος χωρίς επίδομα ανεργίας chômeur non allocataire
άνεργος χωρίς επίδομα ανεργίας chômeur non indemnisé

Get short URL