Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
>>
Terms for subject
Energy industry
(4398 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση
streifender Einfall
watt αιχμής
Watt Spitzenleistung
΄Ενωση Γερμανών Ηλεκτροπαραγωγών
Vereinigung Deutscher Elektrizitätswerke
΄Ενωση Εταιριών Ηλεκτρισμού στις Κάτω Χώρες
Niederländischer Elektrizitätsverband
άνθρακας ατμοπαραγωγής
Kesselkohle
άνθρακας για παραγωγή οπτάνθρακα
Kokskohle
άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά
Magerkohle
άνθρακας χαμηλής περιεκτικότητας σε πτητικά
niederflüchtige Kohle
άσφαλτος από πετρέλαιο
Bitumen aus Erdöl
έλαιο έκπλυσης
Waschöl
έλαιο πίσσας
Teeröl
ένταση ακτινοβολίας
Strahlstärke
ένταση γεωπολιτικού χαρακτήρα
Spannung geopolitischen Ursprungs
έξαρση ρεύματος
Stromstoß
έξοδα σύνδεσης
Anschluß-und Netzkostenbeitrag
έξυπνη πόλη
"Smart City"
έξυπνη πόλη
intelligente Stadt
έργα εξηλεκτρισμού της υπαίθρου
Elektrizitätsversorgung auf dem Land
έρευνα αεροπηκτωμάτων
Aerosilicagel-Forschung
ίδια παραγωγή ενέργειας
Eigenenergieerzeugung
Get short URL