DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Coal (1647 entries)
άκαμπτος σήραγξ υπό πίεσιν ισχυρώς κεκλιμένη stålklätt tryckschakt
άνθρακας με υψηλό δείκτη πτητικών bituminöst högflyktigt kol
άνθρακας οπτανθρακοποίησης koksande kol
άνθρακας οπτανθρακοποίησης kokskol
άνθρακας οπτανθρακοποίησης metallurgiskt kol
άνθρακας,οπτάνθρακαςκωκκαι συσσωματώματαμπρικέτες stenkol, koks och briketter
άνθραξ χαμηλής ικανότητος οπτήσεως kol med liten koksningsförmåga
άντληση και καθαρισμός φυσικού αερίου utvinning och rening av naturgas
άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου utvinning av råpetroleum och naturgas
άργιλος ημιπλαστική halvfet lera
άργιλος ημιπορσελάνης stengodslera
άργιλος χαμηλής πλαστικότητας mager lera
έκλυσις πτητικών avgasning
έλαιον εκπλύσεως tvättolja
έμβολον pistongkolv
έμφραξη πóρων eftertätning av porer
έναρξη παραγωγής kick-off
έναρξη παραγωγής start
έρευνα για πετρέλαιο και φυσικό αέριο prospektering efter råpetroleum och naturgas
αέριo oυράς slutgas

Get short URL