DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Oil / petroleum (215 entries)
άσφαλτος bitumen
άσφαλτος εκ πετρελαίου και λοιπά υπολείμματα ελαίων του πετρελαίου ή σχιστών, πλην του οπτάνθρακος πετρελαίου petroleumbitumen (asfalt) och andra ur petroleum eller skifferolja erhållna återstoder, med undantag av petroleumkoks
έγκλειστο πετρέλαιο olja från lågpermeabla reservoarer
έγκλειστο πετρέλαιο tät olja
αδραvoπoιητής μετάλλωv metalldesaktivator
ακάθαρτο πετρέλαιο råolja
ανασχηματισμένη βενζίνη ; οξυγονούχος βενζίνη reformulerad bensin
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών underhållsuppgifter för oljeborrningsplattform
αργό πετρέλαιο τύπου sour högsvavlig råolja
αργό πετρέλαιο τύπου sweet lågsvavlig råolja
βαρέλι fat
βαρύ αργό πετρέλαιο tung råolja
βασικό προϊόν basolja
βιτουμένιο bitumen
διάτρηση υπό γωνία borrning i vinkel
διάτρηση υπό γωνία riktad borrning
διάτρηση υπό γωνία styrd borrning
ειδικό βάρος κατά API API-densitet
ειδικό βάρος κατά το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου API-densitet
ελαφρύ αργό πετρέλαιο lätt råolja

Get short URL