DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Employment (377 entries)
"Η πρώτη σου εργασία μέσω του EURES" "je eerste EURES-baan"
άδεια για οικογενειακούς λόγους zorgverlof
άδεια μακράς διαρκείας langdurig verlof
άνεργος werkloos
άνεργος werklozen
άτομο που αναζητεί εργασία werkzoekende
έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη al dan niet bezoldigde beroepswerkzaamheden verrichten
αδήλωτη εργασία verborgen werkgelegenheid
αμειβόμενη εργασία betaalde arbeid
αμειβόμενη κύρια εργασία hoofdberoep
αμοιβή arbeidsbeloning
αμοιβή με το κομμάτι stukloon
ανειδίκευτος εργάτης ongeschoolde arbeider
ανθρώπινο δυναμικό human resources
ανθρώπινοι πόροι menselijk potentieel
ανθρώπινοι πόροι menselijke hulpbronnen
ανθρώπινοι πόροι personeel
ανθρώπινοι πόροι personele middelen
ανικανότητα arbeidsongeschiktheid
αξιωματικός μηχανής werktuigkundige

Get short URL