DictionaryForumContacts

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Energy industry (3591 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση scherende inval
watt αιχμής piek Watt
΄Ενωση Εταιριών Ηλεκτρισμού στις Κάτω Χώρες Vereniging van Exploitanten van Elektriciteitsbedrijven in Nederland
΄Ιδρυμα Ενεργειακών Ερευνών των Κάτω Χωρών Energie-onderzoek Centrum Nederland
άνθρακας ατμοπαραγωγής ketelkolen
άνθρακας ατμοπαραγωγής stoomkolen
άνθρακας για ατμοπαραγωγή ketelkool
άνθρακας για παραγωγή οπτάνθρακα cokeskool
άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά magerkool
άνθρακας χαμηλής περιεκτικότητας σε πτητικά steenkool met een laag gehalte aan vluchtige bestanddelen
άσφαλτος από πετρέλαιο petroleumbitumen
έκτακτη ανάγκη noodsituatie
έλαιο έκπλυσης benzolwasolie
έλαιο πίσσας teerolie
έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης veiligheidscontrole
ένταση ακτινοβολίας stralingssterkte
ένταση ρεύματος amperage
έξαρση ρεύματος stroomstoot
έξοδα σύνδεσης bijdrage in de aansluit-en netkosten
έξυπνη πόλη slimme stad

Get short URL