Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
>>
Terms for subject
Labor law
(5818 entries)
"διπλό" σύστημα
vekseluddannelse
"διπλό" σύστημα
vekseluddannelsessystem
Eπιθεώρηση Eργασίας Λιμένα
havnearbejdsinspektorat
Kύριος υπάλληλος γραφείου
Førstekontorist
Yπάλληλος ταξινομήσεως
Faglært medhjælper
Yπάλληλος ταξινομήσεως
kontorfunktionær
oικovoμική μεταφoρώv
transportøkonomiske undersøgelser
άδεια
orlov
άδεια προς εργασία
arbejdstilladelse
άμεση αξιολόγηση
direkte vurdering
άμεση συμμετοχή στην οργανωτική μεταβολή
direkte medindflydelse ved organisatoriske ændringer
άμεσος έλεγχος της εργασίας
aktiv kontrol
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας
arbejdsløs som det er svært at anvise arbejde
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας
arbejdsløs som det er svært at formidle arbejde til
άνετο περιβάλλον
indendørs-omgivelser
άτομα που αποκλείονται από την αγορά εργασίας
personer, der er udstødt fra arbejdsmarkedet
άτομο απασχολούμενο σε ορισμένο έργο
person beskæftiget med et virksomhedsprojekt
άτομο που ασκεί δευτερεύουσα δραστηριότητα
person med bierhverv
άτυπη απασχόληση
atypisk arbejde
άτυπη εργασία
atypisk arbejde
Get short URL