Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ Ψ Ω
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(190 entries)
1-βουτένιο
1-buteno
άσφαλτος
betume
έγκλειστο πετρέλαιο
petróleo de formações compactas
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία
gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς
fração gasosa petrolífera
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gás de tratamento com hidrogénio de reformação
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης
gás de tratamento com hidrogénio do reformer
αέριο ραφιναρίας
gás de refinação
αέριο τροφοδότησης αλκυλίωσης
gás de alimentação da alquilação
αέριος τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης
gás de alimentação da alquilação
αδραvoπoιητής μετάλλωv
desativador de metais
ακάθαρτο πετρέλαιο
petróleo bruto
ανασχηματισμένη βενζίνη ; οξυγονούχος βενζίνη
gasolina reformulada
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης
reator de hidrocraqueamento
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό
extrator de gasóleo de vácuo
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό
retificador de gasóleo de vácuo
αποθέματα ασφαλείας
provisões de segurança
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών
missão de apoio às pesquisas petrolíferas
αργό πετρέλαιο τύπου sour
crude acre
Get short URL