DictionaryForumContacts

A BD E F G H I J K L M N O PR S T U V W X YÖ   >>
Terms for subject Employment (451 entries)
affärsverksamhet eller yrkesverksamhet επαγγελματική δραστηριότητα
aktieoptionsprogram δικαίωμα σε υπαλλήλους να αγοράσουν μετοχές του εργοδότη σε προκαθορισμένη τιμή
anställningsavtal för en bestämd tid σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
anställningsavtal för en bestämd tid σύμβαση ορισμένου χρόνου
anställningsfrekvens ρυθμός εισόδου
anställningsförhållande καθεστώς απασχόλησης
anställningsförhållande σχέση εξαρτημένης εργασίας
anställningskontrakt σύμβαση εργασίας
arbetare utan yrkesutbildning ανειδίκευτος εργάτης
arbete i hemmet εργασία στο σπίτι
arbetsavtal där antalet arbetstimmar ej avtalats σύμβαση μηδενικών ωρών εργασίας
arbetsavtal där ett visst antal arbetstimmar avtalats σύμβαση με ετήσιο αριθμό ωρών εργασίας
arbetsdelning επιμερισμός της θέσης εργασίας
arbetsförmedling μεσιτεία εργασίας
arbetsliv επαγγελματικός βίος
arbetslöshet απόλυση
arbetslöshetsförsäkring ασφάλιση κατά ανεργίας
arbetslöshetsförsäkring ασφάλιση κατά της ανεργίας
arbetslöshetsförsäkring ταμείο ανεργίας
arbetsstyrka εργατικό δυναμικό

Get short URL