DictionaryForumContacts

A B C D E F G H IK L M N O PR S T U V W X Y Z Å Ö   >>
Terms for subject Coal (1647 entries)
ammoniakförbränning καύσις αμμωνίας
ammoniaktvätt σύστημα εκπλύσεως αμμωνίας
ammoniaktvättare σύστημα εκπλύσεως αμμωνίας
ammoniakvatten αμμωνιακόν ύδωρ
ammoniumnitratsprängämne αμμωνίτις
ammoniumsulfat σουλφαμιδικόν αμμώνιον
AN-sprängämne αμμωνίτις
ankarbultmetod μέθοδος διατηρήσεως της σωληνώσεως διά γρύλων
arbete i stenkolsindustrin επιχείρηση εξορύξεως άνθρακος
arbetstagare som har styrkta yrkesmässiga kvalifikationer för arbete inom kol-och stålindustrierna εργαζόμενοι οι οποίοι έχουν αναγνωρισμένη ειδίκευση στα επαγγέλματα άνθρακος και χάλυβος
artesisk utvinning παραγωγή με αρτεσιανή εκροή
avdelad brunn κεκλιμένη γεώτρηση
avdrivningskolonn μηχάνημα διαχωρισμού αμμωνίας
avgaskanal αγωγός καυσαερίων
avgasning έκλυσις πτητικών
avgasningshastighet ταχύτης εκλύσεως πτητικών
avgasningsrum θάλαμος συλλογής αερίου
avgasningsrum χώρος συλλογής αερίων
avgångshastighet ταχύτης εκλύσεως πτητικών
avställningsperiod διακοπή

Get short URL