DictionaryForumContacts

A BD E F G H IK L M NPR S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Banking (166 entries)
aftalemæssig indskudsgarantiordning συμβατικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων
afviklingsfond ταμείο εξυγίανσης
Afviklingsfonden Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης τραπεζών
aktiv med lav risiko στοιχείο ενεργητικού χαμηλού κινδύνου
automat αυτόματη ταμειακή μηχανή
automat αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή
automatisk afregning αυτόματη χρέωση
automatisk kontor αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή
automatisk kontor αυτόματη ταμειακή μηχανή
aval εγγύηση συναλλαγματικής
aval τριτεγγύηση
avalist εγγυητής
bank-run μαζικές αναλήψεις των καταθέσεων
bank-run μαζική απόσυρση καταθέσεων
bank-run μαζική απόσυρση καταθέσεων από μία τράπεζα
bankers bæredygtighed βιωσιμότητα τραπεζών
bankers modstandsdygtighed ανθεκτικότητα των τραπεζών
bankgebyr τραπεζικά έξοδα
bankindestående πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού
bankkonsortium κοινοπραξία τραπεζών

Get short URL