DictionaryForumContacts

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Leather (236 entries)
amerikansk størrelse αμερικάνικο νούμερο
antilope δορκάςκαθ.
at påsætte hælene καρφώνω το τακούνι
at påsætte hælene στερεώνω το τακούνι
beredte pelsskind δέρματα,είδη από δέρμα,μ.α.κ.,και κατεργασμένα γουναρικά
bindsål εσωτερική σόλα
bindsålelæder δέρμα για πέλματα
Blake-metode εσωτερικό ράψιμο
bløden διαβροχή
blødning διαβροχή
bæverlam ανιώ-καστόρι
bøffelhud δέρμα βουβάλου
bøffelskind δέρμα βουβάλου
chagrinskind μαροκινό αιγόδερμα
chamois gedeskind αιγόδερμα σαμουά
chevrette σεβρέτα
derby δετό υπόδημα "ντέρμπι"
dobbeltgrovning διπλό αυλάκι στη σόλα
dobbeltgrovning διπλό λούκι στη σόλα
dæktå εσωτερική μύτη τακουνιού επισώτρου

Get short URL