DictionaryForumContacts

A B C D E Ė F G H I Į Y J K L MO P R S Š T U Ū VŽ   >>
Terms for subject Chemistry (6328 entries)
Ėsdina kvėpavimo takus. Διαβρωτικό της αναπνευστικής οδού.
ėsdinimas διαβρωτικότητα
įduba κοιλάδα
įkrautinė kolona πύργος με πληρωτικό υλικό
įkrautinė kolona στήλη με γέμισμα
įkrautinė kolona στήλη πλήρωσης
Įkvėpus gali sukelti alerginę reakciją, astmos simptomus arba apsunkinti kvėpavimą. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργία ή συμπτώματα άσθματος ή δύσπνοια σε περίπτωση εισπνοής.
Įmerkti į vėsų vandenį/apvynioti šlapiais tvarsčiais. Βυθίστε σε δροσερό νερό/τυλίξτε με βρεγμένους επιδέσμους.
įpurškiamas tūris εγχυόμενος όγκος
įpurškiamas tūris ενιέμενος όγκος
įsigerti προσροφώ
įtempių relaksacija ανακούφιση
įvertis παράμετρος
Įžeminti/įtvirtinti talpyklą ir priėmimo įrangą. Γείωση/ισοδυναμική σύνδεση του περιέκτη και του εξοπλισμού δέκτη.
1 kategorijos kancerogeninė medžiaga καρκινογόνο κατηγορίας 1
1 kategorijos kancerogeninė medžiaga καρκινογόνος ουσία κατηγορίας 1
1 kategorijos mutagenas μεταλλαξιογόνο κατηγορίας 1
1 kategorijos mutagenas μεταλλαξιογόνος (ουσία) κατηγορίας 1
1 kategorijos mutageninė medžiaga μεταλλαξιογόνος (ουσία) κατηγορίας 1
1 kategorijos mutageninė medžiaga μεταλλαξιογόνο κατηγορίας 1

Get short URL