Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y
Z
Á
Í
Ó
>>
Terms for subject
Labor law
(5489 entries)
a aquisição do direito às prestações
η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής
a contribuição do Fundo para as despesas de reconversão profissional
η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως
a fim de exercer uma atividade laboral
με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία
a formação e o aperfeiçoamento profissionais
επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση
a liberalização dos movimentos dos trabalhadores
η ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένων
a mão de obra
το εργατικό δυναμικό
a profissão para que os trabalhadores no desemprego tenham sido reconvertidos
το επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν
a remuneração dos trabalhadores
η αμοιβή των εργαζομένων
abaixamento da idade da reforma antecipada
μείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
abandono da profissão
εγκατάλειψη του επαγγέλματος
abandono da profissão
παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας
abandono de atividade assalariada
παύση της μισθωτής απασχολήσεως
abandono do trabalho
εγκατάλειψη εργασίας
abandono do trabalho
παύση εργασίας
abatimento de idade
περικοπή μισθού λόγω ηλικίας
abono de chefe de família
επίδομα στέγης
abordagem preventiva da segurança
προληπτική προσέγγιση της ασφάλειας
abrasivo de decapagem
λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
abridor de palhetos
χειριστής ξυριστικής μηχανής δερμάτων
absentismo
απουσία λόγω ασθενείας
Get short URL