Azienda | |
comp., MS | Εταιρεία |
azienda | |
gen. | επιχείρηση |
agric. fish.farm. | εκμετάλλευση; μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
trasporti | |
gen. | μεταφορικά μέσα |
trasporto | |
environ. | μεταφορές; μεταφορά |
milanese | |
industr. construct. | μιλανέζα |
| |||
επιχείρηση | |||
εκμετάλλευση; μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση | |||
| |||
Εταιρεία | |||
| |||
επιχειρήσεις |
Azienda Trasporti: 4 phrases in 1 subject |
Transport | 4 |