driving | |
nat.sc. agric. | μετακίνησις ειδικής διαδρομής |
end | |
el. | άκρο |
industr. construct. | άκρια; φιτίλι |
mech.eng. | ελεύθερο άκρο ατράκτου λήψης ισχύος; κεφαλή ανυψωτήρα |
mun.plan. | κλωστή |
transp. | άκρη; οπίσθια πλευρά |
| |||
μετακίνησις ειδικής διαδρομής | |||
οδήγηση |
driving: 309 phrases in 29 subjects |