DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση
fin., econ. mécanisme de financement à très court terme