DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί έκπτωση από το φόρο
law, tax. failing to notify chargeability to tax, making a false statement to obtain an allowance