DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
διατομή δεξαμενής ανύψωσης ναυσιπλοϊας με πλευρικούς τοίχους καμπύλης παρειάς σε κάτοψη
transp., construct. coupe transversale d'une écluse avec bajoyers à parement courbe