équivalent | |
busin. labor.org. account. | ισοδύναμος, -ο |
commun. | συνολική απώλεια |
health. | ισοδύναμος |
dextrose | |
agric. sugar. chem. | δεξτρόζη |
| |||
ισοδύναμος, -ο | |||
συνολική απώλεια | |||
ισοδύναμος | |||
| |||
ισοδύναμος |
équivalent dextrosé: 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |