DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
ægtepagt n
obs., proced.law. γαμικό σύμφωνο; προγαμιαίο συμβόλαιο
proced.law. συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων
ægtepagter n
proced.law. περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που καθορίζει η σύμβαση