wheel | |
agric. mech.eng. | πτερωτή |
astronaut. transp. | Τροχός |
industr. construct. | πέτρα αναπτήρα; τροχίσκος αναπτήρα; φλοίωμα εξ εκτυλίξεως κωνικού κορμού |
mech.eng. | οδοντοτροχός |
mun.plan. | στροφαλίσκος |
down | |
gen. | προς τα κάτω; κάτω |
| |||
πτερωτή | |||
Τροχός | |||
πέτρα αναπτήρα; τροχίσκος αναπτήρα; φλοίωμακαπλαμάςεξ εκτυλίξεως κωνικού κορμού | |||
οδοντοτροχός | |||
στροφαλίσκος | |||
τροχός | |||
English thesaurus | |||
| |||
WHL/whl | |||
| |||
car (If you let me borrow your wheels, I'll go out and buy a pizza) |
wheels: 1105 phrases in 29 subjects |