Weather | |
comp., MS | Καιρός |
weather | |
environ. | καιρός/καιρικές συνθήκες |
hobby cultur. commun. | κατάσταση ουρανού |
life.sc. agric. | αποσαθρώνομαι; αποσυντίθεμαι |
weathering | |
chem. met. | έκθεση στην επίδραση των καιρικών συνθηκών |
industr. construct. met. | ιριδισμός επιφάνειας από πολύχρονη αποθήκευση |
life.sc. | διάβρωση |
life.sc. agric. | αποσάθρωση; ατμοσφαιρική αλλοίωσις |
division | |
econ. | διάσπαση |
| |||
καιρός | |||
| |||
έκθεση στην επίδραση των καιρικών συνθηκών | |||
| |||
καιρός/καιρικές συνθήκες | |||
κατάσταση ουρανού | |||
| |||
ιριδισμός επιφάνειας από πολύχρονη αποθήκευση | |||
διάβρωση | |||
αποσάθρωση; ατμοσφαιρική αλλοίωσις | |||
αλλοίωση οφειλόμενη στην επίδραση του καιρού | |||
| |||
αποσαθρώνομαι; αποσυντίθεμαι | |||
| |||
Καιρός (The Weather appex splash screen; The Weather appex live tile; The Weather app) | |||
| |||
καιρικές συνθήκες | |||
English thesaurus | |||
| |||
wthr | |||
wea; wet |
weather: 223 phrases in 25 subjects |